Ποινική Δικονομία: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
MerlIwBot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Ρομπότ: Προσθήκη: es, it, lt, pt Αφαίρεση: en:Criminal procedure,de:Strafprozessrecht,fr:Procédure pénale
Γραμμή 6:
Κύρια πηγή του Ποινικού Δικονομικού Δικαίου είναι ο '''Κώδικας Ποινικής Δικονομίας''' (Ν. 1493/17-8-1950) που τέθηκε σε εφαρμογή την [[1 Ιανουαρίου]] [[1951]] όπως ισχύει σήμερα μετά τις αλλεπάλληλες τροποποιήσεις του.
 
== Αρχές ==
Βασικές αρχές της Ποινικής Δικονομίας είναι οι ακόλουθες:
* Το '''τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου'''. Το τεκμήριο αθωότητας καθιερώθηκε για πρώτη φορά μετά τη [[Γαλλική Επανάσταση]] στη [[Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη]] του 1789 στο άρθρο 9. Σήμερα κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 παρ. 2 της [[Ευρωπαϊκή Συνθήκη για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου|Ευρωπαϊκής Συνθήκης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου]]. Το τεκμήριο αυτό σημαίνει ότι κάθε άνθρωπος θεωρείται αθώος μέχρι αποδείξεως του εναντίου και η Πολιτεία μέσω των οργάνων της οφείλει να αποδείξει την ενοχή του κατηγορουμένου, όχι ο κατηγορούμενος την αθωότητά του. Απόρροια του τεκμηρίου αθωότητας είναι η αρχή της επιείκειας προς τον κατηγορούμενο. Η αρχή αυτή επιβάλλει το δικαστήριο εν αμφιβολία να αποφανθεί υπέρ του κατηγορουμένου (in dubio pro reo).
Γραμμή 14:
* Η '''μη αντιδικία'''. Ο εισαγγελέας εκπροσωπεί την κατηγορούσα αρχή, δεν είναι όμως αντίδικος του κατηγορουμένου, όπως συμβαίνει στο αγγλοαμερικανικό δίκαιο. Σκοπός του δεν είναι η καταδίκη του κατηγορουμένου, αλλά η αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας. Έτσι, αν διαπιστώσει κατά την εξέλιξη της δίκης ότι ο κατηγορούμενος είναι αθώος, οφείλει να ζητήσει την αθώωσή του από το δικαστήριο. Το γεγονός ότι δεν υπάρχει αντιδικία εισαγγελέα-κατηγορουμένου φαίνεται και από την τοποθέτηση του εισαγγελέα στο δικαστήριο: δεν κάθεται μαζί με τους διαδίκους αλλά επάνω στην έδρα μαζί με τους δικαστές δεξιά από αυτούς (αριστερά για το ακροατήριο).
 
== Ιστορία ==
Η (Ελληνική) Ποινική Δικονομία όπως και η [[Πολιτική Δικονομία]] ξεκίνησε επί αντιβασιλείας του [[Όθων της Ελλάδας|Όθωνα]], ως έργο του Γεωργίου [[Μάουρερ]] και συντάχθηκε με πρότυπο τον γαλλικό Κώδικα Ποινικής Δικονομίας του [[1811]] αλλά με πολύ σημαντικές για την εποχή του καινοτομίες. Πρωτοεκδόθηκε στο Ναύπλιο στις 10/[[22 Μαρτίου]] [[1834]] και τέθηκε σε ενέργεια στις [[25 Ιανουαρίου]] [[1835]] δια Βασιλικού Διατάγματος που δημοσιεύθηκε στην [[Εφημερίδα της Κυβερνήσεως]] (ΦΕΚ 16/1834) στην ελληνική και γερμανική γλώσσα.
 
Η Ποινική Δικονομία του Μάουρερ ίσχυσε ως το 1951, οπότε και τέθηκε σε ισχύ ο [[Κώδικας Ποινικής Δικονομίας]]. Ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας βασίστηκε στο Σχέδιο Κωδικα Ποινικής Δικονομίας που είχε καταρτιστεί από νομομαθείς το [[1934]]. Έκτοτε έχει υποστεί και υφίσταται διαρκώς πολλές τροποποιήσεις, με αποτέλεσμα άλλοτε να εκσυγχρονίζεται αλλά άλλοτε να διασπάται η ενότητα και η συστηματικότητά του.
 
== Βιβλιογραφία ==
* Χρίστος Γ. Δέδες, ''Ποινική δικονομία'', Αθήναι : Αντ. Ν. Σάκκουλας 1968 Έκδοση Πρώτη, 1969, 1971, 1975, 1978, 1983, 1988, 1990, 1991, 1993 Έκδοση Δέκατη
* Νικόλαος Ανδρουλάκης, ''Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης'', 2η Έκδ., Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή 1994 ISBN 960-232-076-1
 
 
{{αποποίηση νομικά}}
 
[[Κατηγορία:Ποινική Δικονομία|*]]
[[Κατηγορία:Ποινικό Δίκαιο]]
[[Κατηγορία:Δικονομικό Δίκαιο]]
 
 
 
[[es:Derecho procesal penal]]