Επταετής Πόλεμος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Nestanaios (συζήτηση | συνεισφορές)
Γραμμή 50:
== Η ειρήνη ==
 
Οι Γαλλοβρετανικές εχθροπραξίες έληξαν το 1763 με τη [[Συνθήκη των Παρισίων (1763)]], που περιελάμβανε διάφορες περίπλοκες ανταλλαγές εδαφών. Η Γαλλία είχε τη δυνατότητα να επιλέξει ανάμεσα στα εδάφη της Νέας Γαλλίας και τη [[Γουαδελούπη]] και επέλεξε τη δεύτερη γιατί την προμήθευε με ζάχαρη. Αυτό βόλευε και τους Βρετανούς, αφού τα νησιά της Καραϊβικής τους προμήθευαν με άφθονη ζάχαρη και η παραχώρησεπαραχώρηση της Νέας Γαλλίας του άφησε κυρίαρχους όλης της Βόρειας Αμερικής ανατολικά του Μισισιπή με την εξαίρεση της Νέας Ορλεάνης. Παρ’ όλ’ αυτά, το τέλος της απειλής της Νέας Γαλλίας και η επακόλουθη αναδιοργάνωση αυτών των αποικιών υπήρξε ένας από τους παράγοντες που επέτρεψαν την έκρηξη της [[Αμερικανική Επανάσταση|Αμερικανικής Επανάστασης]]. Η Ισπανία έχασε τον έλεγχο της Φλόριντα (πέρασε στα χέρια των Βρετανών) αλλά πήρε τη Νέα Ορλεάνη και την περιοχή της Λουϊζιάνας δυτικά του Μισισιπή από τους Γάλλους. Η Γαλλία επίσης επέστρεψε τη [[Μινόρκα]] στους Βρετανούς.
 
Τα ευρωπαϊκά σύνορα επέστρεψαν στην προπολεμική τους κατάσταση σύμφωνα με τη συνθήκη του Hubertusburg (Φεβρουάριος 1763). Αυτό σήμαινε την επιβεβαίωση του πρωσικού ελέγχου της Σιλεσίας. Η Πρωσία επιβίωσε των επιθέσεων τριών αντιπάλων, που ο καθένας μόνος του ήταν μεγαλύτερος σε έκταση από την ίδια. Σύμφωνα με ορισμένους ιστορικούς, η πρωσική επιρροή αυξήθηκε σημαντικά σε βάρος της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Αυτή η επιρροή σημαδεύει την απαρχή του σύγχρονου γερμανικού κράτους, ένα γεγονός τουλάχιστον εξίσου σημαντικό με την αποικιακή αυτοκρατορία που δημιούργησε η Βρετανία. Άλλοι ιστορικοί , όπως ο Φρεντ Άντερσον στο Crucible of War, διαφωνούν. Σύμφωνα με τον Άντερσον: « Πέρα από τις αναπόφευκτες προσαρμογές στον τρόπο με τον οποίο οι διπλωμάτες έβλεπαν την Πρωσία ως παίκτη στην ευρωπαϊκή πολιτική, έξι χρόνια γενναίας σπατάλης και άγριας αιματοχυσίας δεν κατόρθωσαν σχεδόν τίποτα.» (σ. 506)