Διαλογικός εαυτός: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Vrlab (συζήτηση | συνεισφορές)
Νέα σελίδα: Ο '''διαλογικός εαυτός''' είναι μια ψυχολογική έννοια που περιγράφει την ικανότητα τ...
(Καμία διαφορά)

Έκδοση από την 23:15, 9 Ιανουαρίου 2012

Ο διαλογικός εαυτός είναι μια ψυχολογική έννοια που περιγράφει την ικανότητα της ανθρώπινης νόησης να φαντάζεται τις διαφορετικές θέσεις των συμμετεχόντων σε ένα εσωτερικό διάλογο σε στενή συσχέτιση με έναν εξωτερικό διάλογο. Ο διαλογικός εαυτός είναι κεντρική έννοια της ομώνυμης θεωρίας που αναπτύχθηκε από τον Ολανδό ψυχολόγο Χέρμανς Χούμπερτ και στηρίχθηκε στη θεωρία της διαλογικότητας του Μιχαήλ Μπαχτίν.

Εισαγωγή

Η θεωρία του διαλογικού εαυτού επικεντρώνεται στις έννοιες του εαυτού και του διαλόγου με τέτοιον τρόπο, ώστε να επιτυγχάνεται μια βαθύτερη κατανόηση της διασύνδεσης ανάμεσα στον εαυτό και την κοινωνία. Η σύνθετη έννοια του "διαλογικού εαυτού" ξεπερνά το δίπολο εαυτός-άλλος, τοποθετώντας το εξωτερικό στο εσωτερικό και αντίστροφα. Λειτουργώντας ως μια "κοινότητα του μυαλού" (society of mind) [1], ο εαυτός διακατέχεται από μια πληθώρα "εσωτερικών θέσεων" που συσχετίζονται διαλογικά μεταξύ τους. Στη θεωρία του διαλογικού εαυτού, ο εαυτός θεωρείται εκτεταμένος, δηλαδή εμπεριέχει άτομα και κοινωνικές ομάδες ως εσωτερικές στον εαυτό θέσεις οι οποίες εμπλέκονται σε ένα διάλογο μεταξύ τους. Ως αποτέλεσμα αυτής της προέκτασης, ο εαυτός δεν περιλαμβάνει μόνο εσωτερικές θέσεις (π.χ. εγώ ως παιδί της μητέρας μου, εγώ ως δάσκαλος, εγώ ως εραστής) αλλά και εξωτερικές θέσεις (π.χ. ο πατέρας μου , οι μαθητές μου, οι κοινωνικές μου ομάδες) που περιλαμβάνονται στον εκτεταμένο μου εαυτό. Με δεδομένη τη βασική υπόθεση της θεωρίας, ο άλλος δεν είναι εξωτερικός του εαυτού αλλά εσωτερικό μέρος του, με τον τρόπο που εσωτερικεύεται από ένα δεδομένο άτομο. Δηλαδή δεν υπάρχει μόνο ο πραγματικός άλλος εξωτερικά του εαυτού, αλλά και ο άλλος όπως έχει εσωτερικευτεί στον εκτεταμένο εαυτό του ατόμου. Συνέπεια αυτής της θεώρησης είναι να διακρίνουμε τρία επίπεδα διαλόγου:

  • μεταξύ εσωτερικών θέσεων του εαυτού (π.χ. "Εγώ ως τεμπελάκος συγκρούομαι με εμένα ως φιλόδοξο επαγγελματία").
  • μεταξύ εσωτερικών θέσεων του εαυτού και εσωτερικευμένων, στον εκτεταμένο εαυτό, εξωτερικών θέσεων (π.χ. "θέλω να κάνω αυτή την πράξη, αλλά η φωνή της μητέρας μου μέσα μου με κατακρίνει").
  • μεταξύ εξωτερικών θέσεων του εαυτού (π.χ. "Η αλληλεπίδραση των συνεργατών μου με οδήγησε στην απόφαση να αλλάξω δουλειά").

Όπως φαίνεται από τα προηγούμενα παραδείγματα, δεν υπάρχει μια ξεκάθαρη διάκριση ανάμεσα στο εσωτερικό του εαυτού και τον εξωτερικό κόσμο, αλλά μάλλον μια βαθμιαία μετάβαση[2]. Η θεωρία του διαλογικού εαυτού υποθέτει ότι ο εαυτός ως μια εσωτερική κοινότητα θέσεων εμπεριέχει ένα σύνολο εσωτερικών και εξωτερικών (εσωτερικευμένων) θέσεων που εμπλέκονται σε ένα διαρκή διάλογο. Όταν κάποιες από αυτές τις θέσεις σιωπήσουν ή κυριαρχήσουν έναντι των άλλων, ο εκτεταμένος εαυτός γίνεται μονολογικός. Όταν, αντίθετα, όλες αυτές οι θέσεις αναγνωρίζονται και "ακούγονται", ο εκτεταμένος εαυτός γίνεται περισσότερο διαλογικός και λειτουργικός, επιτρέποντας την καλύτερη ανάπτυξη του ατόμου[3].


Παραπομπές

<References>

  1. Minsky, M. (1985). The Society of Mind. New York: Simon & Schuster.
  2. Rosenberg, M. (1979). Conceiving the self. New York: Basic Books.
  3. Hermans, H., Hermans-Konopka, A. (2010). Dialogical Self Theory. Positioning And Counter-Positioning In A Globalizing Society. New York: Cambridge University Press.