Γυναίκες της Πίνδου: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 23:
==== Μαρτυρίες ====
 
*Γυναίκες που κουβαλούσαν πυρομαχικά.
"7 Νοεμβρίου 1940. Σήμερα σκοτώθηκαν δύο παιδιά του 33ου Συντάγματος και αυτό μάνιασε περισσότερο τους στρατιώτες. Φωνάζαν εμπρός για τη Ρώμη. Ο θάνατος αυτός αντί να μας δειλιάσει μας έδωσε περισσότερα φτερά για να κυνηγήσουμε τους Ιταλούς. Συνάντησα γυναίκες που κουβαλούσαν πυρομαχικά. Μία ήτο 88 ετών. Μία μου είπε κλείδωσε το μικρό σε μια καλύβα για να βοηθήσει τον στρατό. Το βράδυ είδα μια γριούλα να κρατά δυο μικρά και η μητέρα τους ζύμωνε ψωμί για τον στρατό με το φως δυο κεριών που είχε μέσα σ' ένα ποτήρι. Τα χιόνια, ο πάγος, το τρομερό κρύο, δεν φαίνονταν να τις τρόμαζε. Όλες γεμάτες χαρά ήθελαν να προσφέρουν στο στρατό ό,τι δεν μπορούσαν τα μεταγωγικά. Αλήθεια γυναίκες θαύμα. Τι διαφορά με τις πόλεις!"
<ref>(Από το Ημερολόγιο Πολέμου του Αργύρη Μπαλατσού, στο: Χατζηπατέρα-Φαφαλιού, Μαρτυρίες 1940-1941, Αθήνα, Κέδρος, 1982, σ. 103)</ref>
 
*Ζωντανό τείχος.
"Οι νικηταί της Πίνδου προχωρούσαν. Καθώς έφτασαν στον ποταμό Βογιούσα κι είδαν οι ατρόμητες γυναίκες της Πίνδου πως το απότομο ρέμα εμπόδιζε τους σκαπανείς στη δουλειά τους, έκαναν αυθόρμητα κάτι, που ξανάγινε ύστερα στον Καλαμά και στο Δρίνο: μπήκαν οι ίδιες μέσα στα νερά και, πιασμένες σφικτά από τους ώμους, σχημάτισαν πρόσχωμα, που ανάκοβε την ορμή του ποταμού και ευκόλυνε τους γεφυροποιούς!"
<ref>(Τάκης Ε. Παπαγιαννόπουλος, στο: Χατζηπατέρα-Φαφαλιού, Μαρτυρίες 1940-1941, Αθήνα, Κέδρος, 1982, σ. 104)</ref>
 
*Εθαυμάσθησαν οι γυναίκες αυτές.
"Όταν φύγαμε από τη [[Λάρισα]] για να πάμε στην [[Κοζάνη]], στο Σαραντάπορο εκεί πέρα οι δρόμοι τότε ήτανε καλντερίμια και χωματόδρομοι, θυμάμαι εκεί επάνω πριν από τα [[Σέρβια]] ότι ήταν γυναίκες οι οποίες την δεύτερη ημέρα ακριβώς προς την τρίτη φτιάχνανε τον δρόμο, δηλαδή ρίχνανε πέτρες μες στις λάσπες. Από τότε, από την ίδια μέρα και βέβαια εν συνεχεία στην Ήπειρο εθαυμάσθησαν οι γυναίκες αυτές. Εθαυμάσθησαν πολύ γιατί μετέφεραν εκεί που δεν μπορούσε ούτε μουλάρι. Βάζανε στην πλάτη, μαθημένες αυτές, αυτές κουβαλούσαν νερό και ξύλα. Πήγαιναν στο ρουμάνι μια ώρες δυο, φορτωνόταν τα ξύλα στην πλάτη και τα μετέφεραν στα σπίτια τους μέσα στα χιόνια. Εκάνανε βέβαια μια προμήθεια από το καλοκαίρι για τον χειμώνα, κάνανε για ένα μήνα, από κει και ύστερα. Πηγαίνανε πλέον μέσα στα χιόνια..."
<ref>(Προφορική μαρτυρία Τάκη Τράντα, στο: Χατζηπατέρα-Φαφαλιού,Μαρτυρίες 1940-1941, Αθήνα, Κέδρος, 1982, σ. 103.)</ref>
 
*Ποίηση
 
Νικηφόρος Βρεττάκος
"Στης ιστορίας το διάσελο όρθιος ο γιος πολέμαγε
Μάνα και γιος

κι' η μάνα κράταε τα βουνά,
Στης ιστορίας το διάσελο όρθιος ο γιος πολέμαγε
κι' η μάνα κράταε τα βουνά, όρθιος να στέκη ο γιός της,
μπρούτζος, χιόνι και σύννεφο.
Κι' αχολόγαγε η Πίνδος σα νάχε ο Διόνυσος γιορτή.
Τα φαράγγια κατέβαζαν τραγούδια
κι' αναπήδαγαν τα έλατα και χορεύαν οι πέτρες.
όρθιος να στέκη ο γιός της,
Κι' όλα φώναζαν: "Ίτε παίδες Ελλήνων..."
Φωτεινές σπάθες οι ψυχές σταύρωσαν στον ορίζοντα,
ποτάμια πισωδρόμιζαν τάφοι μετακινιόνταν.
Κι' οι μάνες τα κοφτά γκρεμνά σαν Παναγιές ανέβαιναν.

μπρούτζος, χιόνι και σύννεφο.

Κι' αχολόγαγε η Πίνδος σα νάχε ο Διόνυσος γιορτή.

Τα φαράγγια κατέβαζαν τραγούδια
κι' αναπήδαγαν τα έλατα και χορεύαν οι πέτρες.
Κι' όλα φώναζαν: "Ίτε παίδες Ελλήνων..."
Φωτεινές σπάθες οι ψυχές σταύρωσαν στον ορίζοντα,
ποτάμια πισωδρόμιζαν τάφοι μετακινιόνταν.
Κι' οι μάνες τα κοφτά γκρεμνά σαν Παναγιές ανέβαιναν.

Κι' οι μάνες τα κοφτά γκρεμνά σαν Παναγιές ανέβαιναν.
Με την ευκή στον ώμο τους κατά το γιο πηγαίναν
και τις αεροτραμπάλιζε ο άνεμος φορτωμένες
κ' έλυνε τα τσεμπέρια τους κι' έπαιρνε τα μαλλιά τους
κ' έδερνε τα φουστάνια τους και τις σπαθοκοπούσε,
μ' αυτές αντροπατάγανε ψηλά, πέτρα την πέτρα,
κι
κι' ανηφορίζαν στη γραμμή,
όσο που λες στα σύννεφα
χάνοντανσύννεφα
 χάνονταν ορθομέτωπες η μια πίσω απ' την άλλη.<ref>Μάνα και γιος. Νικηφόρος Βρεττάκος</ref>
 
Αναφορές υπάρχουν στις θεατρικές επιθεωρήσεις της εποχής όπως : «Το τσαρούχι» και «Μπράβο Κολονέλο».