Άλτο: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 5:
Στη [[χορωδία|χορωδιακή μουσική]], ο όρος άλτο προσδιορίζει τη δεύτερη ψηλότερη φωνή, εντός του πλαισίου της τετραφωνίας (σοπράνο - άλτο - τενόρος - μπάσος). Η αρχική σημασία του όρου ανάγεται στη [[μεσαιωνική μουσική]], όπου ο όρος ''contratenor altus'' χρησιμοποιούνταν για να προσδιορίσει την ψηλότερη φωνή, στα πλαίσια της τρίφωνης [[αντίστιξη]]ς (οι άλλες δύο φωνές είναι ο ''tenor'' και ο ''contratenor bassus''). Από τη σύντμηση του μεσαιωνικού όρου προκύπτουν και οι σημερινοί όροι [[κοντράλτο]] και [[κοντρα-τενόρος]], ενώ ο όρος άλτο αποτελεί συντόμευση του αρχικού όρου.
 
Η έκταση της χορωδιακής φωνής της άλτο είναι περίπου Σολ<sup>3</sup> - Φα<sup>5</sup>. Συχνά γίνεται σύγχισησύγχυση μεταξύ των όρων άλτο και κοντράλτο, με τον πρώτο να ταυτίζεται με τον τύπο φωνής που εκτελεί το αντίστοιχο φωνητικό μέρος, κάτι που δεν ισχύει· άλτο είναι το φωνητικό μέρος (στα πλαίσια της τετραφωνίας, είτε σε ύφος αντιστικτικό, είτε σε [[ομοφωνία (μουσική)|ομοφωνικό]]) και όχι ο τύπος φωνής αυτός καθεαυτός<ref>Stark (2003), Bel Canto: A History of Vocal Pedagogy</ref>. Στις περισσότερες περιπτώσεις, το μέρος της άλτο αναλαμβάνουν γυναίκες με τύπο φωνής κοντράλτο ή [[μέτζο-σοπράνο]], ή άνδρες με τύπο φωνής κόντρα-τενόρου. Ο δε τύπος φωνής χαρακτηρίζεται όχι μόνο από την έκταση, αλλά από το ιδιαίτερό του χρώμα, τη διάθεση της φωνής και την περιοχή κίνησης (''τεσιτούρα'').
 
Άλλες χρήσεις του όρου συναντώνται στο [[Μουσικό κλειδί]] της άλτο (κλειδί του Ντο), στο όρο ''τενόρ αλτίνο'' (βλ. [[κοντρα-τενόρος]]), αλλά και πιο σπάνια ως τύπος φωνής, εκτός του πλαισίου της [[Κλασική μουσική|Δυτικής Ευρωπαϊκής Μουσικής]].
Ανακτήθηκε από "https://el.wikipedia.org/wiki/Άλτο"