Γόπα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ →‎Ετυμολογία: μικρή διόρθωση σε εξωτερικό σύνδεσμο
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 20:
 
==Χαρακτηριστικά==
Το μήκος της μπορεί να φθάσει τα 35 εκατοστά. Το χρώμα της είναι γκριζογάλαζο στη ράχη, λίγο πιο ανοικτό ασημί στα πλευρά και στην κοιλιά και γυαλιστερό. Πίσω από τα μάτια αρχίζουν 4 κίτρινες γραμμές που καταλήγουν στη ρίζα της ουράς. Φέρει επίσης πλευρική γραμμή σκούρα καφέ. Το κεφάλι της γόπας έχει μήκος περίπου το 1/4 του συνολικού μήκους του ψαριού. Έχει μάτια σχετικά μεγάλα στο μισό ύψος του κεφαλιού και εξ αυτού ονομάστηκε "βόωψ" από τηντο αρχαίααρχαίο ελληνικήελληνικό λέξηεπίθετο "βιώπιςβοώπις" (= ηαυτή φέρουσαπου μάτιέχει μεγάλα μάτια (κυριολεκτικά «αυτή που έχει μάτια σαν του βοδιού»). Το ρύγχος της στρογγυλεύει και στο στόμα της, που φέρει κλίση προς τα πάνω, έχει στην πάνω σιαγόνα κοπτήρες ενώ στην κάτω κυνόδοντες, αν και θεωρείται φυτοφάγο ψάρι.
 
==Αλιεία==
Γραμμή 30:
 
==Ετυμολογία==
Η λέξη βόωψ προέρχεται από τα αρχαία ελληνικά: βους και ωψ (μάτια σαν του βοδιού, δηλαδή μεγάλα μάτια). Η λέξη προτάθηκε από τον [[Αθήναιος|Αθήναιο το Ναυκρατίτη]] ο οποίος εξηγούσε ότι κακώς ο [[Αριστοφάνης ο Βυζάντιος]] αναφέρει το ψάρι ως βώκα, ενώ έπρεπε να το λέει βώοπα, γιατί αν και μικρό έχει μεγάλα μάτια, δηλαδή βόωψ, αυτός που έχει μάτια σαν του βοδιού<ref>[http://books.google.gr/books?id=KGo-AAAAcAAJ&dq=%22%CE%B2%CF%8C%CF%89%CF%88%22&pg=PA623#v=onepage&q=%22%CE%B2%CF%8C%CF%89%CF%88%22&f=false Athenaeus, Volume 2], Athenaeus (Naucratites), Wilhelm Dindorf «Αριστοφάνης δ'ο Βυζάντιος κακώς φησίν ημάς λέγειν τον ιχθύ βώκα, δεόν βώοπα , επεί μικρός υπάρχων μεγάλους ώπας έχει, είη αν ουν ο βόωψ, βοός οφθαλμούς έχων»</ref>. Από τον Πατριάρχη Φώτιο, αναφέρεται ως '''βωψ'''<ref>[http://books.google.gr/books?id=fjpelgPlT0cC&lpg=PA349&dq=%22%CE%B2%CF%8C%CF%89%CF%88%22&pg=PA349#v=onepage&q=%22%CE%B2%CF%8C%CF%89%CF%88%22&f=false Photii Patriarchae Lexicon Vol.1], Saint Photius I (Patriarch of Constantinople), Christos Theodoridis, 1982, Walter de Gruyter, σελ. 349</ref>, ενώ αργότερα αναφέρεται και ως '''Βούπα''' (με κοινή προφορά '''Γούπα''')<ref>http://books.google.gr/books?id=jIoCAAAAQAAJ&dq=%22%CE%B2%CF%8C%CF%89%CF%88%22&pg=PA46#v=onepage&q=%22%CE%B2%CF%8C%CF%89%CF%88%22&f=false Λεξικόν της καθ'ημάς Ελληνικής Διαλέκτου, μεθερμηνευμένης εις το αρχαίον Ελληνικόν και το Γαλλικόν υπό Σκαρλάτου Δ. του Βυζαντίου] Σκαρλάτος Βυζάντιος, σελ. 46, Αθήνα, 1835 «Βούπα (προφ. κοιν. Γούπα) ψ. βόωψ, βώξ, βωκός, bogue, pagel, boops»</ref>
 
==Δείτε επίσης==
Ανακτήθηκε από "https://el.wikipedia.org/wiki/Γόπα"