Γόπα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 30:
 
==Ετυμολογία==
Η λέξη βόωψ προέρχεται από τα αρχαία ελληνικά: βους και ωψ (μάτια σαν του βοδιού, δηλαδή μεγάλα μάτια). Η λέξη προτάθηκε από τον [[Αθήναιος|Αθήναιο το Ναυκρατίτη]] ο οποίος εξηγούσε ότι κακώς ο [[Αριστοφάνης ο Βυζάντιος]] αναφέρει το ψάρι ως βώκα, ενώ έπρεπε να το λέει βώοπα, γιατί αν και μικρό έχει μεγάλα μάτια, δηλαδή βόωψ, αυτός που έχει μάτια σαν του βοδιού<ref>[http://books.google.gr/books?id=KGo-AAAAcAAJ&dq=%22%CE%B2%CF%8C%CF%89%CF%88%22&pg=PA623#v=onepage&q=%22%CE%B2%CF%8C%CF%89%CF%88%22&f=false Athenaeus, Volume 2], Athenaeus (Naucratites), Wilhelm Dindorf «Αριστοφάνης δ'ο Βυζάντιος κακώς φησίν ημάς λέγειν τον ιχθύ βώκα, δεόν βώοπα , επεί μικρός υπάρχων μεγάλους ώπας έχει, είη αν ουν ο βόωψ, βοός οφθαλμούς έχων»</ref>. Από τον Πατριάρχη Φώτιο, αναφέρεται ως '''βωψ'''<ref>[http://books.google.gr/books?id=fjpelgPlT0cC&lpg=PA349&dq=%22%CE%B2%CF%8C%CF%89%CF%88%22&pg=PA349#v=onepage&q=%22%CE%B2%CF%8C%CF%89%CF%88%22&f=false Photii Patriarchae Lexicon Vol.1], Saint Photius I (Patriarch of Constantinople), Christos Theodoridis, 1982, Walter de Gruyter, σελ. 349</ref>, ενώ αργότερα αναφέρεται και ως '''Βούπα''' (με κοινή προφορά '''Γούπα''')<ref>[http://books.google.gr/books?id=jIoCAAAAQAAJ&dq=%22%CE%B2%CF%8C%CF%89%CF%88%22&pg=PA46#v=onepage&q=%22%CE%B2%CF%8C%CF%89%CF%88%22&f=false Λεξικόν της καθ'ημάς Ελληνικής Διαλέκτου, μεθερμηνευμένης εις το αρχαίον Ελληνικόν και το Γαλλικόν υπό Σκαρλάτου Δ. του Βυζαντίου] Σκαρλάτος Βυζάντιος, σελ. 46, Αθήνα, 1835 «Βούπα (προφ. κοιν. Γούπα) ψ. βόωψ, βώξ, βωκός, bogue, pagel, boops»</ref>.
 
==Δείτε επίσης==
Ανακτήθηκε από "https://el.wikipedia.org/wiki/Γόπα"