Ιρίδιο: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 111:
Όταν το 19ο αιώνα Ευρωπαίοι χημικοί που μελετούσαν την πλατίνα, τη διέλυσαν σε [[βασιλικό νερό]] για να φτιάξουν ευδιάλυτα [[άλας|άλατα]], παρατήρησαν ότι έμενε πάντα μια μικρή ποσότητα από ένα σκούρο, αδιάλυτο υπόλειμμα<ref name="hunt">{{cite journal| title= A History of Iridium| first =L. B.| last =Hunt| journal = Platinum Metals Review| volume =31| issue = 1| year = 1987| url = http://www.platinummetalsreview.com/dynamic/article/view/pmr-v31-i1-032-041 <!--| accessdate = 2008-09-15 -->| pages= 32–41}}</ref>. Ο [[Ζοζέφ Προυστ]] (Joseph Louis Proust) to 1801 συμπέρανε ότι το υπόλειμμα αυτό ήταν [[γραφίτης]]. Το 1803, οι Γάλλοι χημικοί Βικτόρ Κολέ-Ντεκοτίλ (Victor Collet-Descotils), Αντουάν Φρανσουά (Antoine François) και Λουί Νικολά Βωκλέν (Louis Nicolas Vauquelin) παρατήρησαν επίσης το μαύρο υπόλειμμα αλλά δεν συνέχισαν τα πειράματα<ref name="hunt"></ref>.
 
Την ίδια χρονιά, ο Άγγλος χημικός Σμίθσον Τένναντ<ref group="Σημ.">Ο Smithson Tennant (1761-1815) ήταν Άγγλος χημικός. Το 1796 απέδειξε, με καύση, ότι το διαμάντι αποτελείται αποκλειστικά από άνθρακα. Το 1804 ανακοίνωσε την ανακάλυψη του οσμίου και του ιριδίου</ref> (Smithson Tennant) ανέλυσε το μαύρο αδιάλυτο υπόλειμμα και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι θα πρέπει να περιέχει ένα νέο μέταλλο. Ταυτόχρονα και ανεξάρτητα, ο Βωκλέν κατεργάστηκε τη μαύρη σκόνη με αλκάλια και οξέα<ref>John Emsley "Nature's building blocks: an A-Z guide to the elements", New York 2001</ref> και πήρε ένα νέο πτητικό οξείδιο που νόμισε ότι αποτελούνταν από το νέο μέταλλο. Το ονόμασε μάλιστα ''ptene'' από την Ελληνική λέξη "πτηνό" (πτερωτό)<ref name="griffith">{{cite journal |title=Bicentenary of Four Platinum Group Metals. Part II: Osmium and iridium – events surrounding their discoveries |author=Griffith, W. P. |journal=Platinum Metals Review |volume=48 |issue=4 |year=2004 |pages=182–189}}</ref>. Ο Τένναντ όμως που διέθετε μεγαλύτερη ποσότητα υπολείμματος, συνέχισε τις έρευνες. Με μια σειρά αντιδράσεων, απομόνωσε σκούρους κόκκινους κρυστάλλους (πιθανόν του τύπου Na<sub>2</sub>[IrCl<sub>6</sub>]·nH<sub>2</sub>O)<ref name="griffith"></ref> από τους οποίους με θέρμανση απομόνωσε μια πολύ δύστηκτη λευκή σκόνη<ref group="Σημη οποία έπαιρνε διάφορα εντυπωσιακά χρώματα όταν διαλυόταν σε υδροχλωρικό οξύ."<br />
Ο Τένναντ αναφέρει στη δημοσίευσή του :<br />

"''appeared of a white colour, and was not capable of being melted, by any degree of heat I could apply...I should incline to call this metal Iridium, from the striking variety of colours which it gives, while dissolving in marine acid...''"<br />
"<small>εμφανίστηκε από το άσπρο χρώμα, και δεν ήταν δυνατό να λιώσει, με οποιοδήποτε βαθμό θερμότητας θα μπορούσα να εφαρμόσω... Τείνω να αποκαλέσω το μέταλλο αυτό ιρίδιο, από την εντυπωσιακή ποικιλία χρωμάτων που δίνει, όταν διαλύεται σε θαλάσσιο (υδροχλωρικό) οξύ ..."</refsmall>"
 
η οποία έπαιρνε διάφορα εντυπωσιακά χρώματα όταν διαλυόταν σε υδροχλωρικό οξύ.
[[Αρχείο:Winged goddess Cdm Paris 392.jpg|thumb|150px|Η θεά Ίρις των Αρχαίων Ελλήνων]]
Έδωσε στο νέο στοιχείο το όνομα "ιρίδιο" εξαιτίας των έντονων χρωμάτων που είχαν τα άλατα του μετάλλου και από την [[Ίρις (μυθολογία)|Ίριδα]] που ήταν η ιπτάμενη θεά του ουράνιου τόξου των Αρχαίων Ελλήνων. Ο Τένναντ ανακάλυψε ταυτόχρονα και το στοιχείο όσμιο στο ίδιο μαύρο κατάλοιπο της επεξεργασίας του λευκόχρυσου. Η ανακάλυψη των νέων στοιχείων δημοσιεύθηκε στις 21 Ιουνίου 1804<ref name="hunt"></ref>. Το σύμβολο για το νέο στοιχείο που πρότεινε ο Γιονς Γιάκομπ Μπερτσέλιους (Jöns Jakob Berzelius) ήταν Ι που άλλαξε αργότερα σε Ir.
Ανακτήθηκε από "https://el.wikipedia.org/wiki/Ιρίδιο"