Αναιρέσιμη λογική: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Vanakaris (συζήτηση | συνεισφορές)
σταμπ
(Καμία διαφορά)

Έκδοση από την 19:17, 9 Ιουνίου 2012

Η αναιρέσιμη λογική, ή αναιρέσιμος συλλογισμός, είναι ένα σχήμα λογικού συλλογισμού το οποίο δεν αποτελεί με τη στενή (ή «αυστηρή», ή μαθηματική) έννοια αποδεικτικό συμπερασμό. Είναι δηλαδή ένα συλλογιστικό σχήμα παρόμοιο με τον επαγωγικό συλλογισμό και με τον υποθετικό-παραγωγικό συλλογισμό. Σχετίζεται επίσης στενά με την έννοια της αναθεώρησης πεποιθήσεων. Αντίθετα, διαφέρει από τον απαγωγικό συλλογισμό, ο οποίος είναι ο μόνος αυστηρά αποδεικτικός συλλογισμός.

Το είδος αυτό λογικού συλλογισμού είναι πολύ μικρής σημασίας για τη μαθηματική λογική, αφού ουσιαστικά είναι άκυρος από μαθηματική σκοπιά και δεν παράγει αποδείξεις. Αντίθετα όμως, είναι ένα εξαιρετικά μεγάλης σημασίας λογικό σχήμα για τη νομική επιστήμη. Τούτο διότι οι νόμοι είναι συνήθως γενικά διατυπωμένοι και δεν μπορούν να προβλέπουν όλες τις λεπτομέρειες κάθε πραγματικής υπό εξέταση υπόθεσης ή περίπτωσης. Πρέπει όμως να μπορούν να χρησιμοποιηθούν, και χρησιμοποιούνται από τους δικηγόρους και τους δικαστές, με συστηματικό και λογικά δομημένο τρόπο για να εξαχθούν συμπεράσματα και αποφάσεις για οποιαδήποτε πραγματική υπόθεση.

Η αναιρέσιμη λογική είναι λοιπόν, πολύ απλά, η λογική που χρησιμοποιείται όταν μια από τις προκείμενες προτάσεις έχει ουσιαστικά τη μορφή:

Όλα τα Α έχουν (κατά κανόνα ή συνήθως) την ιδιότητα Β.

Τότε οποιαδήποτε νέα προκείμενη της μορφής:

Το Χ είναι Α.

οδηγεί στο υπό αίρεση συμπέρασμα ότι:

Το Χ έχει την ιδιότητα Β.

Παράδειγμα

Προκείμενη 1: Ένα συμβόλαιο είναι έγκυρο όταν υπάρχει υποβολή προσφοράς, αποδοχή προσφοράς και κατάρτιση σύμβασης (προφορική ή γραπτή επικοινωνία της αποδοχής).

Με βάση την παραπάνω προκείμενη και τις συγκεκριμένες περιστάσεις κάποιας συναλλαγής μπορεί να συμπεράνει κανείς αν η συναλλαγή είναι έγκυρη ως συμβόλαιο ως προς τις νομικές τις συνέπειες. Κατά κανόνα αρκεί να τηρούνται τα τρία στοιχεία της έννοιας του έγκυρου συμβολαίου. Δηλαδή με βάση και την,

προκείμενη 2: Ο Γιώργος πρότεινε τιμή €100 για ένα ποδήλατο, η Μαρία αποφάσισε να το αγοράσει και η Μαρία επικοινώνησε αυτή την απόφαση της στον Γιώργο δίνοντας του τα χρήματα και παίρνοντας το ποδήλατο,

μπορούμε να οδηγηθούμε λογικά στο,

συμπέρασμα: Η συναλλαγή είναι έγκυρη.

Και ότι επομένως παράγονται όλες οι νομικές συνέπειες και, για παράδειγμα, μετά την απομάκρυνση από το ταμείο η Μαρία δεν μπορεί να γυρίσει πίσω και να ζητήσει τα χρήματα επιστρέφοντας το ποδήλατο. Και σίγουρα δεν μπορεί να διεκδικήσει μια τέτοια αξίωση δικαστικά. Εκτός αν συμφωνήσει ο Γιώργος, δηλαδή αν γίνει μια νέα σύμβαση.

Ο προηγούμενος ωστόσο λογικός συλλογισμός είναι ένας υπό αίρεση συλλογισμός. Υπάρχει μια σειρά ιδιαίτερων περιστάσεων υπό τις οποίες μπορεί τελικά το συμπέρασμα να μην ισχύει και η συναλλαγή να είναι νομικά άκυρη. Για παράδειγμα, αν αποδειχθεί ότι το αντικείμενο της συναλλαγής είναι παράνομο, όπως αν το ποδήλατο είναι κλεμμένο.