Γεώργιος Τσολάκογλου: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 24:
Στις [[30 Απριλίου]] του [[1941]] και ώρα 11 το πρωί, ο Τσολάκογλου, χωρίς την παρουσία του [[Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος|Αρχιεπισκόπου Χρύσανθου]], ο οποίος είχε αρνηθεί να τον ορκίσει, πράγμα το οποίο ταυτόχρονα είχε απαγορεύσει και στους υπόλοιπους αρχιερείς και ιερείς της [[Εκκλησία της Ελλάδος|Ελλάδας]]<ref>Αθανασίου Αν. Αγγελόπουλου, Εκκλησιαστική Ιστορία- Ιστορία των δομών διοικήσεως και ζωής της Εκκλησίας της Ελλάδος (Εικοστός Αιώνας), εκδοτικός οίκος Αδελφών Κυριακίδη, σελ 65</ref>,με το επιχείρημα ότι η Ελλάδα είχε εθνική κυβέρνηση, την οποία είχε ορκίσει ο ίδιος, εννοώντας εκείνη που βρισκόταν ακόμα σε ελληνικό έδαφος, στην Κρήτη, πριν μετακινηθεί ακόμα στη Μέση Ανατολή ορκίσθηκε πρωθυπουργός, στα [[Παλαιά Ανάκτορα]], (σημερινή Βουλή), από τον πρωθιερέα του Ι. Ν. Αγίου Γεωργίου Καρύτση Ν. Παπαδόπουλο<ref>Αθανασίου Αν. Αγγελόπουλου, Εκκλησιαστική Ιστορία- Ιστορία των δομών διοικήσεως και ζωής της Εκκλησίας της Ελλάδος (Εικοστός Αιώνας), εκδοτικός οίκος Αδελφών Κυριακίδη, σελ 65</ref>, κατόπιν βεβαίως αποδοχής των κατοχικών δυνάμεων παρουσία των ανωτάτων διοικητών των δυνάμεων κατοχής, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι τις [[2 Δεκεμβρίου]] του [[1942]], όταν με διάγγελμά του προς τον ελληνικό λαό παραιτήθηκε ορίζοντας αντικαταστάτη του τον μέχρι τότε αντιπρόεδρο της κυβέρνησής του, καθηγητή του πανεπιστημίου Κ. Λογοθετόπουλο, χωρίς να αναμιχθεί έκτοτε στα κοινά.<br />
Οι Βρετανοί στο μεταξύ έσπευσαν να τον καταγγείλουν ως ''Έλληνα Κουΐσλιγκ'' (The Times, 30/04/1941)<ref>Xάγκεν Φλάισερ, «Ο δοσιλογισμός», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τομ. ΙΣΤ, 2000, σελ.44 </ref>. Την ίδια ημέρα που ανακήρυξε επίσημα την '''Ελληνική Πολιτεία''', εκπρόσωποι των δύο πολιτικών παρατάξεων (Βενιζελικοί, [[Λαϊκό Κόμμα]]), αναγνώρισαν την κυβέρνησή του ως «κυβέρνηση εθνικής ανάγκης» ([[Το Βήμα|Ελεύθερον Βήμα]], 08/05/1941).<ref>Χάγκεν Φλάϊσερ, «Ο παλαιός πολιτικός κόσμος»,Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τομ. ΙΣΤ, 2000, σελ.16 </ref> Κατά την πρωθυπουργία του, αρχικά υποχρέωσε σε παραίτηση τον τότε Αρχιεπίσκοπο Χρύσανθο προωθώντας στη θέση του τον μετέπειτα αντιβασιλέα Δαμασκηνό με σύμφωνη γνώμη και των κατοχικών δυνάμεων<ref>Αθανασίου Αν. Αγγελόπουλου, Εκκλησιαστική Ιστορία- Ιστορία των δομών διοικήσεως και ζωής της Εκκλησίας της Ελλάδος (Εικοστός Αιώνας), εκδοτικός οίκος Αδελφών Κυριακίδη, σελ 66</ref>. Επίσης προσπάθησε να διατηρήσει τη δραχμή ως κατοχικό νόμισμα, πλην όμως η δέσμευσή του από τις Αρχές κατοχής είχε σαν συνέπεια τη συνεχή υποτίμηση, που οδήγησε σε ραγδαίες αυξήσεις τιμών και πείνα, ενώ η χρυσή λίρα τότε αποθησαυριζόταν. Για την κατάσταση εκείνη οι Γερμανοί επέρριψαν ακέραιη την ευθύνη στους Ιταλούς που δεν έπραξαν τίποτε, κατά αρμοδιότητα που διατηρούσαν, για να προλάβουν αυτή την οικονομική εξέλιξη, αν και εισήγαγαν στη συνέχεια τη λεγόμενη "μεσογειακή δραχμή". Τελικά ο Τσολάκογλου παραιτούμενος από το αξίωμά του, μετά από πολλές πιέσεις που του άσκησαν εγγράφως οι άλλοι πολιτικοί αρχηγοί, μεταξύ των οποίων οι [[Γεώργιος Καφαντάρης|Καφαντάρης]], [[Θεμιστοκλής Σοφούλης|Σοφούλης]], [[Στυλιανός Γονατάς|Γονατάς]], [[Δημήτριος Μάξιμος|Μάξιμος]], [[Θεόδωρος Πάγκαλος (στρατηγός)|Πάγκαλος]], ακόμη και ο [[Ιωάννης Ράλλης|Ράλλης]], αλλά και μετά από δύο ανεπιτυχείς γύρους διαπραγματεύσεων με τους Γερμανούς ([[Βερολίνο]] - Σεπτέμβριος 1942) και Ιταλούς ([[Ρώμη]] - Οκτώβριος 1942), που αφορούσαν τα ελληνικά δημοσιονομικά, στη συνέχεια ιδιώτευσε. Στην πρώτη αυτή κατοχική κυβέρνηση συμμετείχαν οι άλλοι δύο αντιστράτηγοι της συνθηκολόγησης, Δεμέστιχας και Μπάκος, ο επόμενος κατοχικός πρωθυπουργός (ιατρός) [[Κωνσταντίνος Λογοθετόπουλος]], που τελούσε χρέη αντιπροέδρου, καθώς και ο τότε υπουργός οικονομικών [[Σωτήριος Γκοτζαμάνης]] που διατηρήθηκε στην ίδια θέση από την επόμενη κυβέρνηση.
 
 
Για το έργο της κυβέρνησής του βλ. [[Κυβέρνηση Γεωργίου Τσολάκογλου 1941]]
 
 
Αμέσως μετά την απελευθέρωση, ο Τσολάκογλου συνελήφθη και φυλακίσθηκε στις φυλακές Αβέρωφ, χωρίς τη νόμιμη διαδικασία. Τελικά παραπέμφθηκε στο δια της Συντακτικής Πράξεως με αριθμό 6/1945, της κυβέρνησης Ν. Πλαστήρα, συσταθέν Ειδικό Δικαστήριο, κατηγορούμενος για παράνομη συνθηκολόγηση που είχε προβεί με τον εχθρό, χαρακτηριζόμενη ως «''συνθηκολόγησιν εν ανοικτώ πεδίω''» και «''πριν η υπ' αυτόν στρατιωτική δύναμις εκπληρώση πάν ό,τι το στρατιωτικόν καθήκον επιβάλλει''» , καθώς και για [[εθνική αναξιότης|εθνική αναξιότητα]] για την συνεργασία του, στη συνέχεια, με τις κατοχικές Δυνάμεις, αναλαμβάνοντας Πρωθυπουργός της χώρας. Η δίκη του ξεκίνησε στις 21 Φεβρουαρίου και έληξε στις [[31 Μαΐου]] του [[1945]]. Η δε απολογία του ήταν ιδιαίτερα λακωνική αλλά και περιεκτική.<br />