Ρούντολφ Μπούλτμαν: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ r2.7.1) (Ρομπότ: Προσθήκη: fa:رودولف بولتمان
μ Επιμέλεια
Γραμμή 3:
 
==Υπόβαθρο==
Ο Μπούλτμαν, γεννήθηκε στο [[Βίφελστέντε]],κοντά στο [[Όλντενμπουργκ|Όλντενμπουργκ]] της ΒόρρειαςΒόρειας [[Γερμανία|Γερμανίας]], και ήταν γιόςγιος [[Λουθηρανισμός|Λουθηρανού]] εκκλησιαστικού λειτουργού. Πήρε το απολυτήριό του από το Γυμνάσιο Άλτες του [[Όλντενμπουργκ]], ενώ μελέτησε [[Θεολογία]] στο [[Τύμπιγκεν]]. Ύστερα από δύο φοιτητικές περιόδους, ο Μπούλτμαν πήγε στο Πανεπιστήμιο του [[Βερολίνο|Βερολίνου]] όπου φοίτησε για μεγαλύτερο διάστημα, και επέστρεψε τελικά στο Μάρμπουργκ. Αποφοίτησε το [[1910]] από το Μάρμπουργκ, με μια διατριβή πάνω στις επιστολές του [[Απόστολος Παύλος|Αποστόλου Παύλου]]. Δύο χρόνια αργότερα έγινε [[λέκτορας]] της Καινής Διαθήκης στο πανεπιστήμιο του Μάρμπουργκ, μετά από αίτηση διορισμού που κατέθεσε, όμως ως καθηγητής πλήρων προσόντων διορίστηκε το [[1921]], όταν και επέστρεψε στο Μάρμπουργκ, μετά από μικρό διάλειμμα στα [[Πανεπιστήμιο|Πανεπιστήμια]] του Μπρεσλάου και του Γκίσεν. Εκεί παρέμεινε ως το [[1951]], όταν και συνταξιοδοτήθηκε. Παράλληλα εργάσθηκε και ως [[πάστορας|πάστορας]] μεταξύ των φοιτητών<ref> Ιωάννη Καραβιδόπουλου,''Νεκρολογία Rudolph Bultmann'' Δελτίο Βιβλικών Μελετών ,τομ.4 τ/χ.2(1976)σελ.214</ref>
 
Η ιστορία του Μπούλτμαν σχετικά με τη ''Συνοπτική παράδοση'' το [[1921]] ακόμα και σήμερα αξιολογείται και εκτιμάται από την θεολογική κοινότητα ως ένα εξαίσιο έργο σχετικά με τη έρευνα πάνω στα [[Ευαγγέλιο|Ευαγγέλια]], ακόμα και από αναλυτές οι οποίοι απορρίπτουν τις αναλύσεις του σχετικά με τον συμβατικό ρητορικό τρόπο ή των αφηγηματικών κεφαλαίων και τις ιστορικά προσανατολισμένες αρχές που αποκαλούνται «κριτικές φόρμες» των οποίων ο Μπούλτμαν υπήρξε υπέρμαχος.
Γραμμή 21:
 
Συνεργάτης στην αρχή του γνωστού Ελβετού θεολόγου [[Καρλ Μπαρθ|Καρλ Μπαρθ]] που με τη [[διαλεκτική θεολογία|διαλεκτική θεολογία]] του ή [[θεολογία της κρίσεως|θεολογία της κρίσεως]] αντιτέθηκε στη φιλεύθερη [[προτεσταντισμός|προτεσταντική]] [[θεολογία|θεολογία]] του 19ου αιώνα και στράφηκε προς πνευματικότερα επίπεδα κατανόησης της [[Αγία Γραφή|Αγίας Γραφής]]
Αργότερα θα διαχωρήσειδιαχωρίσει τη θέση του εκπροσωπώντας μια περισσότερο ανθρωπολογική και [[υπαρξισμός|υπαρξιακή]] ερμηνεία της [[Αγία Γραφή|Αγίας Γραφής]] με τη βοήθεια της φιλοσοφικής σκέψεως και ορολογίας του [[Μάρτιν Χάιντεγκερ|Μάρτιν Χάιντεγκερ]]
Το [[1941]] εφάρμοσε τις «κριτικές φόρμες» στο [[Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον]], στο οποίο και διέκρινε παρουσία «χαμένων» σημείων στα οποία ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, πίστευε πως εξαρτήθηκε. Αυτή η μονογραφία, που είναι ιδιαίτερα αμφισβητούμενη ακόμα και σήμερα, αποτέλεσε ορόσημο στην έρευνα πάνω στον ιστορικό Ιησού. Το ίδιο έτος με τη διατριβή του σχετικά με την [[Καινή Διαθήκη]] και τη [[Μυθολογία]], πρότεινε στους μεταφραστές, για το πρόβλημα της απομυθοποίησης του μηνύματος της Καινής Διαθήκης, να αντικαταστήσουν την παραδοσιακή θεολογία με τη φιλοσοφία του συναδέλφου του και φιλοσόφου [[Μάρτιν Χάιντεγκερ]], ώστε να κατασταθείκαταστεί προσιτή στο σύγχρονο μορφωμένο ακροατήριο, η πραγματικότητα των διδασκαλιών του [[Ιησούς Χριστός|Χριστού]]. Ο Μπούλτμαν παρέμεινε πεπεισμένος πως η αφήγηση της ζωής του Ιησού, προσέφερε θεολογία με μορφή ιστορικής διήγησης. Έτσι τα μαθήματά του, διδάχθηκαν αυστηρώς σε μια οικεία μυθική γλώσσα. Δεν απέκλειε βέβαια και την παραδοσιακή ερμηνεία, αλλά στόχο είχε μια πιο κατανοητή γλώσσα για το σύγχρονο άνθρωπο. Ο Μπούλτμαν επίσης πίστευε, πως η πίστη έπρεπε να γίνει μια καθημερινή πραγματικότητα και αυτό διότι οι άνθρωποι εμφανίζονταν διαρκώς απογοητευμένοι. Ανέφερε μάλιστα χαρακτηριστικά: «Η πίστη πρέπει να είναι μια καθορισμένης ζωτικής σημασία πράξη θέλησης και όχι μια μια επιλογή και "αρχαίων αποδείξεων"»<ref>Bultmann, Rudolf. ''New Testament and Mythology and Other Basic Writings''. ed. Schubert M. Ogden. Philadelphia: Fortress, 1984. pg 3</ref>.
 
Μερικοί μελετητές έκριναν τον Μπούλτμαν και άλλους κριτικούς για τον υπερβολικό σκεπτικισμό σχετικά με την ιστορική αξιοπιστία των αφηγημάτων των Ευαγγελίων. Ο αντίκτυπος των ισχυρισμών του δεν είχε γίνει αισθητός μέχρι την αγγλική δημοσίευση του βιβλίου «Κήρυγμα και Μύθος» το [[1948]].