Ίνδιο: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ +DEFAULTSORT
μ με τη χρήση AWB (8188)
Γραμμή 44:
|ενθαλπία εξάτμισης = 231,8 KJ/mol
|ειδική θερμοχωρητικότητα = 26,74 J/mol·K
|μαγνητική συμπεριφορά = διαμαγνητικό<ref name="Magnetic">[http://www-d0.fnal.gov/hardware/cal/lvps_info/engineering/elementmagn.pdf Magnetic susceptibility of the elements and inorganic compounds], in Handbook of Chemistry and Physics 81st edition, CRC press. </ref>
|ειδική ηλεκτρική αντίσταση = (20&nbsp;°C) 83,7 nΩ·m
|ειδική ηλεκτρική αγωγιμότητα = (20&nbsp;°C) 11,95 ΜS/m
Γραμμή 88:
Το [[χημικό στοιχείο]] '''ίνδιο''' (indium) είναι σπάνιο, μαλακό, εύτηκτο, πτητικό, ελατό και όλκιμο αργυρόλευκο [[μέταλλα|μέταλλο]] με στιλπνή μεταλλική λάμψη. Ο [[ατομικός αριθμός]] του είναι 49 και η [[ατομικό βάρος|σχετική ατομική μάζα]] του 114,818. Το χημικό του σύμβολο είναι "'''In'''" και ανήκει στην ομάδα 13 (III<sub>A</sub>, με την παλαιότερη ταξινόμηση) του [[περιοδικός πίνακας των χημικών στοιχείων|περιοδικού πίνακα]], στην περίοδο 5 και στο p-block. Έχει [[σημείο τήξης|θερμοκρασία τήξης]] 156,6&nbsp;°C και [[θερμοκρασία βρασμού]] 2072&nbsp;°C.
 
Η μέση περιεκτικότητα του στερεού φλοιού της γης σε ίνδιο είναι περίπου 0,05 ppm.<ref name="USGS">{{cite journal|title= Indium Statistics and Information|author= |journal= U.S. Geological Survey, Mineral Commodity Summaries|year= January 2010|pages=
|format= PDF|url= http://minerals.usgs.gov/minerals/pubs/commodity/indium/mcs-2010-indiu.pdf
|accessdate = 9/7/2010}}</ref>. Το ίνδιο είναι πενήντα φορές αφθονότερο από το χρυσό στη λιθόσφαιρα.
 
Όταν είναι σε στερεή μορφή και καμφθεί ή τεντωθεί απότομα παράγει ένα χαρακτηριστικό τρίξιμο. Διατηρείται υγρό σε ένα μεγάλο εύρος θερμοκρασιών. Είναι σταθερό στον αέρα και στο νερό, αλλά διαλύεται στα οξέα. Όταν θερμανθεί πάνω από το σημείο τήξης του αναφλέγεται παράγοντας χαρακτηριστική ιώδη φλόγα.<ref>[http://www.lenntech.com/periodic/elements/in.htm Lenntech : Indium]</ref>.
 
Η ανακάλυψή του ανακοινώθηκε το 1863 από τους Γερμανούς χημικούς Φέρντιναντ Ράιχ και Ιερώνυμο Τέοντορ Ρίχτερ και ήταν το 49ο χημικό στοιχείο που τοποθετήθηκε στον περιοδικό πίνακα. Πήρε το όνομά του από τη φωτεινή μπλε (indigo blue, ινδικό μπλε, λουλακί) γραμμή στο ατομικό του φάσμα και η οποία ήταν η πρώτη ένδειξη για την ύπαρξή σε μεταλλεύματα, ενός νέου και άγνωστου μέχρι τότε στοιχείου.
 
Στη φύση το ίνδιο απαντάται σε μορφή σπάνιων ορυκτών, όπως ο [[ινδίτης]] (Fe<sup>++</sup>In<sub>2</sub>S<sub>4</sub>) και ο [[τζαλινδίτης]] (dzhalindite, In(OH)<sub>3</sub>). Ανευρίσκεται, επίσης, σε ορισμένα ιδιαίτερα σπάνια ορυκτά, όπως ο [[σακουραΐτης]] και ο [[πετρουκίτης]].<ref>[http://www.webmineral.com/chem/Chem-In.shtml Webmineral]</ref> . Είναι ευρέως διεσπαρμένο σε μικρές ποσότητες σε κοιτάσματα ορυκτών άλλων μετάλλων με τα οποία προσομοιάζει κρυσταλλογραφικά. Οι οικονομικά εκμεταλλεύσιμες εμφανίσεις του σχετίζονται με θειούχα ορυκτά κυρίως του ψευδαργύρου [[σφαλερίτης|σφαλερίτη]] αλλά και [[χαλκοπυρίτης|χαλκοπυρίτη]]. Βρίσκεται όμως και σε κοιτάσματα [[κασσίτερος|κασσιτέρου]], [[μαγγάνιο|μαγγανίου]], [[βολφράμιο|βολφραμίου]], [[χαλκός|χαλκού]], [[σίδηρος|σιδήρου]], [[μόλυβδος|μολύβδου]], [[κοβάλτιο|κοβαλτίου]] και [[βισμούθιο|βισμούθιου]]υ αλλά σε ποσότητες μικρότερες από 0,1 %.<ref>{{cite book|title= Encyclopaedia of Occupational Health and Safety: Chemical, industries and occupations|author= Jeanne Mager Stellman|editor= |year= 1998|publisher= International Labour Office|pages= |url= http://books.google.gr/books?id=nDhpLa1rl44C&pg=PT123&dq=indium+occurrence&hl=el&ei=zeoyTLWwDd2osQbu4uTNBA&sa=X&oi=book_result&ct=result&resnum=3&ved=0CDYQ6AEwAg#v=onepage&q=indium%20occurrence&f=false|ISBN =}}</ref>. Εξάγεται ως παραπροϊόν της παραγωγής ψευδαργύρου και μολύβδου. Παλιότερα ο Καναδάς παρήγαγε τη μεγαλύτερη ποσότητα πρωτογενούς ινδίου από τα ορυχεία.<ref name="Hartman">{{cite book|title= SME Mining engineering handbook|edition = 2η|editor= Howard L. Hartman|author= I. A. Given|year= 1992|publisher= Society for Mining, Metallurgy, and Exploration |pages= 77|url= http://books.google.gr/books?id=Wm6QMRaX9C4C&pg=PA77&dq=indium+refining&hl=el&ei=NLE2TMGYPJm8jAf5g4WHBA&sa=X&oi=book_result&ct=result&resnum=1&ved=0CCsQ6AEwAA#v=onepage&q=indium%20refining&f=false|ISBN = 0-87335-100-2|format=|accessdate=}}</ref>. Σήμερα ο μεγαλύτερος παραγωγός κατεργασμένου και εξευγενισμένου ινδίου είναι η Κίνα. Ίνδιο παράγεται επίσης στη Νότια Κορέα, στην Ιαπωνία, σε Ευρωπαϊκές χώρες κ.ά. Μέχρι το 1982 παράγονταν λιγότεροι από 50 τόνοι<ref name="Gunnar">{{cite book|title= Handbook on the Toxicology of Metals |edition = 3η|editor= Gunnar F. Nordberg, Bruce A. Fowler, Monica Nordberg and Lars T. Friberg|year= 2007|publisher= Elsevier Inc.|url= http://books.google.gr/books?id=nKulgztuzL8C&pg=PA571&dq=m=4&ved=0CDoQ6AEwAzgK#v=onepage&q=|ISBN = 978-0-12-369413-3}}</ref> ινδίου το χρόνο. Tο 2009 η παγκόσμια παραγωγή ινδίου εκτιμάται πάνω από 600 τόνους<ref name="USGS" /> ετησίως.
 
Το ίνδιο προσομοιάζει στις χημικές και φυσικές του ιδιότητες με το [[αργίλιο]], το [[γάλλιο]] και το [[θάλλιο]] με τα οποία βρίσκεται στην ίδια ομάδα του περιοδικού πίνακα αλλά και με τον κασσίτερο που βρίσκεται στην επόμενη ομάδα. Δε μοιάζει με το [[βόριο]] που βρίσκεται στην κορυφή της ομάδας.
Γραμμή 104:
Η κυριότερη χρήση του ινδίου είναι με μορφή [[στερεό|στερεού]] [[διάλυμα|διαλύματος]] [[οξείδιο|οξειδίων]] ινδίου-κασσιτέρου (Indium Tin Oxide, ITO) που είναι άχρωμο και διαφανές και χρησιμοποιείται στην παραγωγή λεπτών υμενίων και ηλεκτροδίων για [[οθόνη υγρών κρυστάλλων|οθόνες υγρών κρυστάλλων (LCD)]] και οθόνες αφής. Το In επίσης χρησιμοποιείται ως επίστρωση σε ρουλεμάν μεγάλης περιστροφικής ταχύτητας, σε [[καθρέπτης|καθρέπτες]], σε [[ημιαγωγός|τρανζίστορ]], σε [[φωτοδίοδος|φωτοδιόδους]], στην παραγωγή [[κράμα|κραμάτων]] χαμηλού σημείου τήξης, σε συγκολλήσεις μετάλλων, στην πυρηνική [[ιατρική]] κ.ά.
 
Η μονάδα εμπορικών συναλλαγών για το ίνδιο είναι η ράβδος του ενός χιλιογράμμου. Η τιμή του ινδίου δεν είναι σταθερή, εξαρτώμενη έντονα από την προσφορά και τη ζήτηση.<ref name="MinorMetalsCharts">[http://www.minormetals.com/?tab=2&site=4&lang=EN Fastmarkets Ltd Minor Metals Charts]</ref>.
 
Δεν υπάρχουν συστηματικές τοξικολογικές μελέτες για την επίδραση του ινδίου στον ανθρώπινο οργανισμό.
Γραμμή 112:
== Ιστορία ==
 
Τον Ιούνιο του 1863, ο Γερμανός φυσικός και ορυκτολόγος Φέρντιναντ Ράιχ (Ferdinand Reich, 1799–1882) καθηγητής στην περίφημη Σχολή Ορυκτών του Φράιμπουργκ της Σαξονίας, και ο βοηθός του Ιερώνυμος Τέοντορ Ρίχτερ (Hieronymus Theodor Richter, 1824–1898) μελετούσαν τα φάσματα ορισμένων ορυκτών<ref name="Schwarz" /> του ψευδαργύρου από τα πολυμεταλλικά φλεβικά κοιτάσματα της περιοχής, ελπίζοντας να βρουν σ' αυτά το χημικό στοιχείο [[θάλλιο]] που είχε ανακαλυφθεί περίπου δύο χρόνια νωρίτερα.<ref name="Venetskii">{{cite journal|title = Indium|last = Venetskii|first = S.|journal = Metallurgist|volume = 15|issue = 2|pages = 148–150|year = 1971|url = http://www.springerlink.com/content/l671085tw7536307/}}</ref>.
 
[[Αρχείο:Reich Ferdinand.jpg|left|thumb|160px|O Ferdinand Reich ήταν ένας από τους δύο Γερμανούς ορυκτολόγους που ανακάλυψαν το ίνδιο]]
 
Κατεργάστηκαν το θειούχο ορυκτό [[σφαλερίτης]] που περιείχε ίχνη από τα επίσης θειούχα [[σιδηροπυρίτης|σιδηροπυρίτη]], [[αρσενοπυρίτης|αρσενοπυρίτη]], [[γαληνίτης|γαληνίτη]], [[χαλκοπυρίτης|χαλκοπυρίτη]], [[σταννίτης|σταννίτη]] και έλαβαν ένα κίτρινο ίζημα το οποίο νόμισαν ότι ήταν θειούχο θάλλιο. Επειδή ήταν γνωστό ότι τα ορυκτά από την περιοχή αυτή περιείχαν μερικές φορές θάλλιο, οι δύο Γερμανοί ορυκτολόγοι αναζητούσαν πράσινες γραμμές στο φάσμα εκπομπής με φασματογράφο. Ο Ράιχ είχε αχρωματοψία και εμπιστεύθηκε τις χρωματικές μελέτες στο βοηθό του. Ο Ρίχτερ όμως είδε ότι η πράσινη γραμμή του θαλλίου ήταν απούσα ενώ εμφανιζόταν στο φάσμα μια φωτεινή μπλε γραμμή σε μήκος κύματος 451 &nbsp;nm.<ref name="Emsley">{{cite book |title=Nature's Building Blocks: An A-Z Guide to the Elements|last=Emsley|first=John|publisher=Oxford University Press|year=2001|location=Oxford, England, UK|isbn=0-19-850340-7|chapter=Indium|pages=192-194|url=http://books.google.com/books?hl=el&id=j-Xu07p3cKwC&q=indium#v=onepage&q=indium&f=false}}</ref>. Επειδή δε γνώριζαν κανένα στοιχείο που να δίνει τέτοια μπλε γραμμή στο φάσμα και η γραμμή του [[καίσιο|καισίου]] με το ίδιο χρώμα ήταν διαφορετική, συμπέραναν ότι είχαν ανακαλύψει ένα νέο χημικό στοιχείο.<ref name="Weeks">{{cite book|title= Discovery of the Elements
|edition = |chapter = |author= Mary Elvira Weeks|publisher= Kessinger Publishing Company January 2003
|url= http://books.google.gr/books?id=SJIk9BPdNWcC&pg=PR1&dq=Mary+Elvira+elements+history&hl=el&ei=7XYzTLjHIIWUjAftluGWBg&sa=X&oi=book_result&ct=result&resnum=9&ved=0CE4Q6AEwCDgK#v=onepage&q=indium&f=false|ISBN = 0766138720}}</ref>.
Η γραμμή έμοιαζε χρωματικά με τη "Βασίλισσα των Χρωστικών" όπως ονόμαζαν οι κάτοχοι βαφείων υφασμάτων το χρώμα indigo <span style="background:indigo"><span style="color:indigo">_______</span></span> και το νέο στοιχείο ονομάστηκε ''ίνδιο''.<ref name="Venetskii" />.
 
Σημειώνουν οι Ράιχ και Ρίχτερ<ref name="Schwarz" /> : <blockquote>
Γραμμή 130:
</blockquote>
 
Οι δύο [[ορυκτολογία|ορυκτολόγοι]] ανακάλυψαν αργότερα ότι υπήρχαν δύο μπλε γραμμές για το ίνδιο. Η μια, η φωτεινότερη, ήταν σαφώς διαφορετική από τη μπλε γραμμή του [[στρόντιο|στροντίου]] και η άλλη, η λεπτότερη, κοντά στη μπλε γραμμή του [[ασβέστιο|ασβεστίου]]. Μάλιστα, οι ενώσεις του ινδίου έδιναν στη φλόγα του [[Λύχνος Μπούνσεν|λύχνου Μπούνσεν]], τόσο έντονο μπλε-ιώδες χρώμα, που μπορούσαν να αναγνωριστούν χωρίς την εξέτασή τους με το φασματογράφο.<ref name="Weeks" />.
 
Το πρόβλημα ήταν πλέον η απομόνωση του μετάλλου σε καθαρή μορφή. Μετά από πολύ χρόνο και κόπο, οι δύο επιστήμονες παρασκεύασαν δύο δείγματα μεταλλικού ινδίου, το καθένα με μέγεθος ενός μολυβιού και μαζί δημοσίευσαν την ανακάλυψη τους. Διαπίστωσαν ακόμα ότι το ίνδιο ήταν ένα εκπληκτικά μαλακό μέταλλο, σχεδόν πέντε φορές πιο μαλακό από το μόλυβδο, ενώ άφηνε το στίγμα του, όπως και ο μόλυβδος, στο χαρτί. Η Γαλλική Ακαδημία Επιστημών εκτίμησε το κόστος των δύο δειγμάτων σε 8000 δολάρια, περίπου 700 δολάρια το γραμμάριο.<ref name="Venetskii" />.
 
Η ανακάλυψη του ινδίου έβαλε σε σκέψεις τον [[Ντμίτρι Μεντελέγιεφ|Μεντελέγιεφ]]. Το πρόβλημα ήταν ότι οι δύο Γερμανοί θεώρησαν ότι το νέο μέταλλο ήταν παρόμοιο με τον ψευδάργυρο και, ως εκ τούτου, όπως κι αυτός, θα ήταν δισθενές. Καθόρισαν μάλιστα λανθασμένα το ισοδύναμο βάρος του 38,3 και αν ήταν δισθενές το ατομικό του βάρος θα ήταν 76,6 οπότε θα έπρεπε να βρίσκεται στον περιοδικό πίνακα ανάμεσα στο [[αρσενικό]] και στο [[σελήνιο]].<ref>{{cite book|title= The Development of Modern Chemistry|author= Aaron J.Ihde|year= 1985|publisher=Dover Publications Inc.|pages=
|url= http://books.google.gr/books?id=34KwmkU4LG0C&printsec=frontcover&dq=rhenium+discovery&source=gbs_similarbooks_s&cad=1#v=onepage&q=indium&f=false|ISBN= 9780486642352}}</ref> . Αυτό ενόχλησε το μεγάλο Ρώσο χημικό, δεδομένου ότι εκεί δεν υπήρχε θέση για το ίνδιο. Μετά από πολλή σκέψη, ο Μεντελέγιεφ, με μεγάλη διορατικότητα, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το ίνδιο, έπρεπε να είναι τρισθενές, με ατομικό βάρος τριπλάσιο του 38,3 δηλαδή 114,9 και με θέση ανάμεσα στο κάδμιο και στον κασσίτερο. Πράγματι, το ατομικό βάρος του ινδίου, όπως καθορίστηκε με [[ακτίνες Χ]] και με άλλες περισσότερο ακριβείς μεθόδους, βρέθηκε να είναι 114,82. Στο ίνδιο παραχωρήθηκε η θέση 49 στην τρίτη σειρά του περιοδικού πίνακα.<ref name="Schwarz" />.
Περαιτέρω μελέτες από τους Ράιχ και Ρίχτερ έδειξαν ότι ο σφαλερίτης είναι το κυριότερο ορυκτό που φιλοξενεί το ίνδιο. Μεταγενέστερες κατεργασίες στη σκόνη από τα κατάλοιπα της παραγωγής 2,15 τόνων ψευδαργύρου από τα κοιτάσματα του Φράιμπουργκ, απέδωσαν περίπου 1 Kg καθαρού ινδίου. Ο Ρίχτερ απομόνωσε τελικά το ίνδιο το 1867 και, εν αγνοία του Ράιχ, παρουσίασε για πρώτη φορά μια ράβδο ινδίου μισού κιλού στη Διεθνή Έκθεση του [[Παρίσι|Παρισιού]] τον Απρίλιο του ίδιου χρόνου διεκδικώντας για λογαριασμό του την ανακάλυψη και από τότε οι σχέσεις των δύο ανδρών διαταράχθηκαν.<ref name="Emsley" />.
 
Η αναζήτηση για ορυκτά του νέου στοιχείου ήταν άκαρπες μέχρι το 1876, όταν ανακαλύφθηκαν στο Κολοράντο και στο Bergamo της Ιταλίας κοιτάσματα σφαλερίτη πλούσια σε ίνδιο. Ίνδιο εντοπίστηκε επίσης και στην ελαφρόπετρα που εκτινάχθηκε από το ηφαίστειο Krakatoa, όταν εξερράγη το 1883.<ref name="Emsley" />.
 
== Εμφανίσεις ==
 
Η μέση περιεκτικότητα του ηπειρωτικού φλοιού της γης σε ίνδιο είναι περίπου 0,05 ppm<ref name="USGSDowns" /><ref name="DownsUSGS" /><ref group="Σημ.">Ορισμένες πηγές αναφέρουν περιεκτικότητα του φλοιού της γης (συμπεριλαμβανομένης της υδρόσφαιρας και της ατμόσφαιρας) σε ίνδιο 0,1 ppm, ενώ άλλες αναφέρουν μέχρι και 0,25 ppm</ref> και του ωκεάνιου φλοιού 0,072 ppm.<ref name="Schwarz" />. Το ίνδιο είναι πολύ διεσπαρμένο σε περιεκτικότητες 0,001 % ή και μικρότερες.<ref name="Downs" />. Οι μετεωρίτες και ειδικά οι χονδρίτες περιέχουν περίπου 0,08 ppm ίνδιο.<ref name="Schwarz" />. Η περιεκτικότητα του θαλασσινού νερού σε ίνδιο προσδιορίσθηκε μεταξύ 10<sup>-6−6</sup> και 10<sup>-7−7</sup> mg/L.<ref name="Downs" /><ref name="Crompton">{{cite book |title=Determination of Metals in Natural and Treated Water|author= T. R. Crompton|publisher=Taylor & Francis Ltd|year=2001|location=Oxford, England,UK|isbn=978-0-415-25072-6|chapter=|pages=|url=http://books.google.gr/books?id=dQ0neMLQNskC&pg=PA473&dq=#v=onepage&q=indium&f=false}}</ref>.
 
Το ίνδιο απαντάται σε ίχνη σε πολλά μεταλλεύματα θειούχων ορυκτών βασικών μετάλλων όπως ο χαλκός, ο ψευδάργυρος, ο σίδηρος, ο μόλυβδος, ο κασσίτερος, το βισμούθιο, ο άργυρος, το κάδμιο.<ref name="Lide">{{cite book|title= CRC Handbook Chemistry and Physics|edition = 85η|chapter = |author= David R. Lide|editor= Taylor & Francis Ltd|year= 2004|publisher= |pages= |url= http://books.google.gr/books?id=WDll8hA006AC&pg=SA4-PA26&dq=#v=onepage&q=indium&f=false|ISBN = 0849304857}}</ref>. Τέτοια ορυκτά είναι ο σφαλερίτης, ο χαλκοπυρίτης, ο σιδηροπυρίτης, ο αρσενοπυρίτης κ.ά. Επειδή το ιόν In<sup>3+</sup> έχει παραπλήσιο μέγεθος με το ιόν Zn<sup>2+</sup>, το ίνδιο αντικαθιστά μικρό μέρος του ψευδαργύρου στο κρυσταλλικό πλέγμα του σφαλερίτη (ZnS) και έτσι αυτός αποτελεί την κυριότερη πηγή ινδίου. <br />
Η μέση περιεκτικότητα ινδίου, στα κοιτάσματα ψευδαργύρου από τα οποία ανακτάται, κυμαίνεται από λιγότερο από 1 ppm έως 100 ppm.
 
== Γεωχημεία ==
 
Επειδή το ίνδιο βρίσκεται στην 13η ομάδα του περιοδικού πίνακα, οι γεωχημικές ιδιότητές του είναι τέτοιες ώστε ευνοούν την εμφάνισή του στη φύση μαζί με ορισμένα μέταλλα της 11ης ομάδας (χαλκός Cu, άργυρος Ag), της 12ης ομάδας (ψευδάργυρος Zn, κάδμιο Cd), της 14ης ομάδας (κασσίτερος Sn, μόλυβδος Pb) και της 15ης ομάδας (βισμούθιο Bi).<ref name="Schwarz" />.
 
Το In είναι πτητικό και χαλκόφιλο χημικό στοιχείο, προτιμά δηλαδή τα θειούχα ορυκτά και είναι συμβατό με το θειούχο τήγμα παρά με το πυριτικό μάγμα. Συμπεριφέρεται αρκετά έως πολύ ασυνήθιστα κατά τη διάρκεια της κλασματικής κρυστάλλωσης του ρευστού υλικού του μανδύα της γης, ενώ πολλές φορές παραμένει στο τήγμα μέχρι τα τελικά στάδια της κρυστάλλωσης του μάγματος.
 
Αυξημένες συγκεντρώσεις του μετάλλου παρατηρούνται σε μαφικά πετρώματα (δηλαδή σε πυριτικά ορυκτά ή πετρώματα που είναι πλούσια σε μαγνήσιο και σίδηρο) όπως βασάλτες και γάβριοι (20 - 220 ppb) και σε όξινα όπως γρανίτες και γνεύσιοι (40 - 200 ppb). Σε δουνίτες, περιδοτίτες και πυρόξενους η περιεκτικότητα σε ίνδιο είναι χαμηλή, μεταξύ 10 - 60 ppb. Σε διορίτες και συηνίτες είναι από 40 ppb έως 130 ppb, ενώ παραπλήσια είναι και σε τραχύτες, δασίτες και ρυόλιθους, 30 ppb έως 150 ppb. Σε ιζηαμτογενή πετρώματα η περιεκτικότητα σε ίνδιο δεν ξεπερνά τα 70 ppb.<ref name="Kabata" />.
 
Η παράξενη συμπεριφορά του ινδίου κατά τη διάρκεια της μαγματικής κλασματικής κρυστάλλωσης παραμένει ακόμα αδιευκρίνιστη.<ref name="Schwarz" />.
 
== Κοιτάσματα μεταλλευμάτων που φιλοξενούν ίνδιο ==
 
Το ίνδιο, εξαιτίας της πολύ μεγάλης διασποράς του στο στερεό φλοιό της γης, απαντάται σε πολλά μέρη του κόσμου και μέσα σε διάφορους τύπους γεωλογικών δομών όπως σε ηφαιστειακές και ιζηματογενείς θειούχες αποθέσεις, σε πολυμεταλλικού τύπου φλεβικούς σχηματισμούς, σε ενεργά ηφαιστειακά συστήματα, σε πορφυριτικά κοιτάσματα χαλκού και κασσιτέρου, σε φλεβικά κοιτάσματα κασσιτέρου-βολφραμίου, σε επιθερμικές αποθέσεις και σχηματισμούς τύπου skarn.<ref group="Σημ.">Είναι είδος μεταμορφωσιγενούς πετρώματος που σχηματίζεται συνήθως από χημικές διεργασίες στις ζώνες επαφής μαγματικών (πχ. γρανιτικών) διεισδύσεων με ανθρακούχα πετρώματα όπως ασβεστόλιθοι και δολομίτες</ref><ref name="Jorgenson" />.
 
Τα κυριότερα κοιτάσματα μεταλλευμάτων της [[Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας|Κίνα]]ς που περιέχουν ίνδιο έχουν ως βασικά μέταλλα Cu, Pb, Zn, Sn, Ag, είναι τύπου skarn [[Δεβόνια περίοδος|δεβόνιας]]-[[Κρητιδική περίοδος|κρητιδικής]] ηλικίας και περιέχουν περίπου 40 ppm In.<ref name="Schwarz" />. Υπάρχουν και φτωχότερα ηφαιστειακά συμπαγή του [[Λιθανθρακοφόρος περίοδος|λιθανθρακοφόρου]] με περίπου 8 [[ppm (μονάδα μέτρησης)|ppm]] In. Τύπου skarn είναι και ορισμένα Σουηδικά κοιτάσματα [[προτεροζωικός μεγααιώνας|προτεροζωικής]] ηλικίας με περιεκτικότητα σε In περίπου 10 ppm.<ref name="Schwarz" />.
[[Αρχείο:Kidd Mine 2.JPG|thumb|300px|right|Στο ορυχείο Kidd του Καναδά τα κοιτάσματα είναι θειούχα συμπαγή ηφαιστειακά και τα βασικά μέταλλα που εξορύσσονται είναι Zn και Cu. Δεξιά των εγκαταστάσεων διακρίνεται η εξόρυξη.]]
Τα φλεβικά κοιτάσματα κασσιτέρου-βολφραμίου εμφανίζονται με πολλές παραλλαγές (μεμονωμένες φλέβες, συστήματα πολλαπλών φλεβών κλπ). Τέτοια κοιτάσματα υπάρχουν στο όρος Pleasant στο New Brunswick του Καναδά<ref name="Jorgenson" /> και περιέχουν περίπου το 25 % των παγκόσμιων αποθεμάτων ινδίου. Η οικονομική αξία αυτού του κοιτάσματος το 2001 ήταν δύσκολο να εκτιμηθεί γιατί οι πολύπλοκες ορυκτολογικές συνθήκες που επικρατούν, κάνουν δύσκολη την ανάκτηση του μετάλλου. Φλεβικά [[γρανίτης|γρανιτικού]] τύπου είναι και τα ρωσικά κοιτάσματα<ref name="Schwarz" /> με βασικά μέταλλα Sn, W, Zn, Cu, Pb, [[Ιουράσια περίοδος|ιουράσιας]], [[Κρητιδική περίοδος|κρητιδικής]] αλλά και [[προτεροζωικός μεγααιώνας|προτεροζωικής]] ηλικίας, με μέση περιεκτικότητα σε In περίπου 2 έως 5 ppm.
 
Οι ηφαιστειακές θειούχες αποθέσεις είναι σημαντικές πηγές βασικών και πολύτιμων μετάλλων.<ref name="Schwarz" />. Στα κοιτάσματα αυτά αλλά και στα ιζηματογενή θειούχα, υπάρχει μεγάλη διασπορά σφαλερίτη και έτσι αυτές οι εμφανίσεις αποτελούν και τις κύριες πηγές ινδίου από την εξόρυξη και κατεργασία ψευδαργύρου. Παραδείγματα ηφαιστειακών θειούχων σχηματισμών υπάρχουν στο ορυχείο Kidd του Οντάριο στον Καναδά, στο Neves-Corvo της Πορτογαλίας, στο Brunswick αριθ. 12 του New Brunswick του Καναδά και στο Kuroko της Ιαπωνίας. Το κυριότερο παράδειγμα ιζηματογενούς θειούχου κοιτάσματος είναι το Rammelsberg της Γερμανίας από το οποίο για πρώτη φορά διαχωρίστηκε και ταυτοποιήθηκε το ίνδιο το 1863.<ref name="Jorgenson" />.
 
Οι πολυμεταλλικές φλεβικές αποθέσεις σχηματίζονται σε περιοχές με μεγάλα ρήγματα και κοντά στα όρια λιθοσφαιρικών πλακών. Οι αποθέσεις αυτές μπορούν να περιέχουν υψηλές συγκεντρώσεις ινδίου και οι χώρες που τις εκμεταλλεύονται είναι μεταξύ των σημαντικότερων παραγωγών ινδίου στον κόσμο. Πολυμεταλλικά κοιτάσματα εμφανίζονται στη χερσόνησο της Κορέας και στο τόξο νησιά Κουρίλλες-Ιαπωνία, παλαιόκαινης κυρίως αλλά και κρητιδικής ηλικίας με περιεκτικότητα σε ίνδιο περίπου 20 ppm, αλλά και στις Κορδιλλιέρες των Άνδεων της Νότιας Αμερικής, τριτογενούς και ηώκαινης ηλικίας με περιεκτικότητα σε In 5 - 50 ppm.<ref name="Schwarz" />.
 
== Εξαγωγή του ινδίου από τα ορυκτά ==
Γραμμή 174:
[[Αρχείο:IndiumMetalUSGOV.jpg|thumb|right|Ράβδος καθαρού ινδίου]]
 
Το ίνδιο παράγεται ως υποπροϊόν της κατεργασίας των βασικών βιομηχανικών μετάλλων (Pb, Cu, Sn, Zn) και κυρίως από τα κατάλοιπα, τις σκουριές και τη σκόνη των καπνοδόχων της [[τήξη]]ς του σφαλερίτη. Η εξαγωγή ινδίου από κοιτάσματα των άλλων μετάλλων, ειδικά από φλεβικές εμφανίσεις κασσιτέρου και βολφραμίου παρόλο που φιλοξενούν και την υψηλότερη γνωστή συγκέντρωση ινδίου, είναι ασύμφορη οικονομικά.<ref name="USGS" />.<br />
Υπάρχουν πολλές μέθοδοι εξαγωγής του ινδίου από διάφορες πηγές. Μερικές απ΄τις σημαντικότερες περιγράφονται παρακάτω<ref name="Singh">{{cite book|title= Chemistry of d-block elements|author= G. Singh|year= 2007|publisher= New Delhi : Discovery Publ. House
|url= http://books.google.gr/books?id=SsGyVDLX7cAC&pg=PA3&dq=Chemistry+of+d-block+elements&hl=el&ei=KVE9TIONNISd4Qb6tLDGAg&sa=X&oi=book_result&ct=result&resnum=1&ved=0CCwQ6AEwAA#v=onepage&q=|ISBN = 8183562426|format=|accessdate=}}</ref> :
Γραμμή 190:
 
'''Μέθοδος Winkler'''. Το ίνδιο, μαζί με τον ψευδάργυρο, κατεργάζονται με πυκνό διάλυμα θειικού οξέος που όμως δεν είναι ικανό να διαλύσει όλο το μέταλλο. Στο υπόλλειμα του αδιάλυτου ψευδάργυρου υπάρχουν και σπογγώδεις μάζες μολύβδου, χαλκού, κασσιτέρου, αρσενικού, σιδήρου και ινδίου. Τα σπογγώδη αυτά υλικά συλλέγονται και αναμιγνύονται με πυκνό θειικό οξύ και μετά το μίγμα θερμαίνεται ισχυρά για να εξατμιστεί το περισσότερο οξύ. Στο διάλυμα που απομένει προστίθεται περίσσεια διαλύματος αμμωνίας οπότε καυταβυθίζεται υδροξείδιο του ινδίου μαζί με υδροξείδια σιδήρου, ψευδάργυρου και καδμίου. Το ίζημα ξεπλένεται και διαλύεται σε μικρή ποσότητα υδροχλωρικού οξέος οπότε τα ιόντα σιδήρου ανάγονται προς μεταλλικό σίδηρο από διοξείδιο του θείου. Το διάλυμα τέλος κατεργάζεται με ανθρακικό βάριο οπότε το ίνδιο καθιζάνει ως υδροξείδιο το οποίο μπορεί να διασπασθεί θερμικά δίνοντας οξείδιο του ινδίου (ΙΙΙ)<ref name="Manol" /> :
: 2In(OH)<sub>3</sub> → In<sub>2</sub>O<sub>3</sub> + 3H<sub>2</sub>O
Από το οξείδιο λαμβάνεται τελικά μεταλλικό ίνδιο με αναγωγή με υδρογόνο (βλέπε ''μεταλλουργία του ινδίου'')
 
Το πορώδες ίνδιο που παράγεται έτσι έχει καθαρότητα συνήθως 99 % έως 99,5 % και χρειάζεται περαιτέρω εξευγενισμό για της περισσότερες χρήσεις, κυρίως αν πρόκειται να χρησιμοποιηθεί στις βιομηχανίες ημιαγωγών. Σήμερα η μεγαλύτερες ποσότητες ινδίου εξευγενίζονται ηλεκτρολυτικά με αδρανή ηλεκτρόδια υδραργύρου αφού όμως πρώτα απομακρυνθεί το θάλλιο που έχει παραπλήσιες ιδιότητες.<ref name="CIT">Wilhelm Morawiez: ''Herstellung von hochreinem Indium durch Amalgam–Elektrolyse.'' In: ''Chemie Ingenieur Technik – CIT.'' 1964, 36, 4.</ref>. Οι διαδικασίες εξευγενισμού, εκτός του ηλεκτρολυτικού καθαρισμού, περιλαμβάνουν και άλλες τεχνικές, εφόσον απαιτείται κάτι τέτοιο, όπως ή τήξη κατά ζώνες, η κατ' επανάληψη ηλεκτρόλυση τήγματος χλωριούχου ινδίου(Ι), InCl κ.ά.
 
Το ίνδιο μπορεί επίσης να σχηματίσει ένα κράμα In-Pb-Sn περιεκτικότητας 0,1 % έως 0,2 % από όπου μετά θα ανακτηθεί. Το κράμα μπορεί να δημιουργηθεί από συμπύκνωμα κασσιτέρου που περιέχει 0,01 % In και στη συνέχεια λειώνει σε κλίβανο χωρητικότητας 20 τόνων. Η πρώτη ακατέργαστη ποσότητα ινδίου ανακτάται με χρήση ειδικής συσκευής απόσταξης σε κενό και μετά καθαρίζεται ηλεκτρολυτικά. Αυτή η συσκευή επιτρέπει επίσης και την κατεργασία άχρηστων υλικών που περιέχουν 0,1 % ίνδιο ή περισσότερο.<ref name="Jorgenson" />.
 
== Μεταλλουργία του ινδίου ==
Γραμμή 237:
[[Αρχείο:In Production 1972-2009.svg|thumb|right|300px|Παραγωγή ινδίου 1972 - 2009<ref name="DiFrancesco" />]]
 
Το μεταλλικό ίνδιο παράγεται σε διάφορες μορφές, οι οποίες περιλαμβάνουν ταινίες, κορδέλες, πλάκες, σκόνη, σκάγια, σβόλους και σύρματα. Οι ράβδοι που παράγονται είναι διαφόρων μεγεθών 0,5, 1,0 και 10 &nbsp;kg. Το ίνδιο του εμπορίου είναι συνήθως καθαρότητας 99,97 % και περιέχει 0,01 % κασσίτερο, μόλυβδο και κάδμιο και 0,001 % ή λιγότερο χαλκό, βισμούθιο, άργυρο, θάλλιο και σίδηρο.<ref name="Caleb" />. Η καθαρότητα του τελικώς παραγόμενου ινδίου μπορεί να φθάσει μέχρι και το 99,99999 %.<ref name="Tolcin" />.
 
Μικροποσότητες ινδίου παράγονταν στις Η.Π.Α. για ερευνητικούς σκοπούς ήδη από το 1926 ενώ το 1933 αναφέρεται η πρώτη χρήση του σε οδοντιατρικό κράμα μαζί με χρυσό. Κατά τη διάρκεια του Β' παγκοσμίου πολέμου χρησιμοποιήθηκε αρκετά στα ρουλεμάν των αεροσκαφών<ref name="Jorgenson">{{cite journal
|title= Indium|author= John D. Jorgenson and Micheal W. George
|journal= U.S. Geological Survey. Mineral Commodity Profile|publisher=
|volume= |issue Open-File Report 2004-1300= |year= 2005|pages= |format= PDF|url= http://pubs.usgs.gov/of/2004/1300/2004-1300.pdf|accessdate = 9/10/2010}}</ref> και στις Η.Π.Α. παράχθηκαν συνολικά την περίοδο 1941-1945 περίπου 7 τόνοι.<ref name="DiFrancesco" />.
 
Το ίνδιο άρχισε να παράγεται συστηματικά από τις αρχές της δεκαετίας του 1970, όταν ξεκίνησε η χρήση του στη βιομηχανία ημιαγωγών. Mέχρι το 1986, η παγκόσμια παραγωγή ινδίου δεν ξεπερνούσε τους 50 τόνους ετησίως. Το 1987 ήταν 53 τόνοι και διπλασιάστηκε το 1988 φθάνοντας τους 106 τόνους<ref name="DiFrancesco">{{cite journal|title= INDIUM STATISTICS U.S. GEOLOGICAL SURVEY|author= C.A. DiFrancesco (retired), M.W. George, J.F. Carlin, Jr., and A.C. Tolcin|journal= U.S. Geological Survey|format= PDF|url= http://minerals.usgs.gov/ds/2005/140/indium.pdf|accessdate = 9/7/2010}}</ref> ενώ το 2009 άγγιξε τους 600 τόνους περίπου λόγω της βελτίωσης της τεχνολογίας εξόρυξης και ανάκτησης, σε μια προσπάθεια να καλυφθεί η ολοένα και αυξανόμενη ζήτηση.
 
Όπως φαίνεται και στο σχετικό πίνακα, η χώρα με τη μεγαλύτερη παραγωγή ινδίου είναι η Κίνα η οποία καλύπτει πάνω από το 50 % της παγκόσμιας παραγωγής. Μικρότερες ποσότητες παράγονται στη Νότια Κορέα, στην Ιαπωνία, στην Καναδά, στη Γερμανία αλλά και σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες όπως στο Βέλγιο, στην Ολλανδία, στην Ιταλία και στη Μεγάλη Βρετανία, περίπου 5 τόνοι/έτος σε κάθε μία. Ίνδιο επίσης παράγουν και χώρες της Νότιας Αμερικής όπως το Περού και η Βραζιλία.<ref name="Tolcin">{{cite journal
|title= 2008 Minerals Yearbook INDIUM [ADVANCE RELEASE]|author= Amy C. Tolcin|journal= U.S. Geological Survey|year= December 2009|pages= |format= PDF|url= http://minerals.usgs.gov/minerals/pubs/commodity/indium/myb1-2008-indiu.pdf|accessdate = 10/7/2010}}</ref>. Από το 1969, οι Η.Π.Α. σταμάτησαν την παραγωγή ινδίου και εισάγουν όση ποσότητα χρειάζονται.<ref name="DiFrancesco" />.
 
Τα παγκόσμια αποθέματα βάσης<ref group="Σημ.">Σύμφωνα με το Γραφείο Ορυκτών και τη Γεωλογική Υπηρεσία των Η.Π.Α., τα ''αποθέματα'' αναφέρονται στην ποσότητα μετάλλου η οποία μπορεί να εξορυχθεί άμεσα και να γίνει η επεξεργασία της με κέρδος λόγω των τιμών του μετάλλου, της διαθέσιμης τεχνολογίας, και των οικονομικών συνθηκών που επικρατούσαν κατά το χρόνο που έγινε η εκτίμηση. Στα ''αποθέματα βάσης'' συμπεριλαμβάνονται όχι μόνο τα ''αποθέματα'' αλλά και οι ποσότητες του μετάλλου που υπάρχουν στο στερεό φλοιό της γης και για τις οποίες θα μπορούσε μελλοντικά να γίνει οικονομικά συμφέρουσα η εξόρυξή τους.</ref> για το ίνδιο μόνο όμως σε κοιτάσματα ψευδαργύρου εκτιμήθηκαν το 1999 σε 5.700 τόνους, από τους οποίους περίπου το 10 % κατέχουν οι Η.Π.Α. Αυτά τα αποθέματα βάσης θα μπορούσαν να ικανοποιήσουν την παγκόσμια ζήτηση για λίγο παραπάνω από 20 χρόνια και θα μπορούσαν να αυξηθούν με το συνυπολογισμό των επιπλέον αποθεμάτων που υπάρχουν στα κοιτάσματα χαλκού, μολύβδου και κασσιτέρου.<ref name="Jorgenson" />.<br />
Σύμφωνα με νεώτερες εκτιμήσεις της εταιρείας [http://www.indium.com/ Indium Corporation], τα πάσης φύσεως παγκόσμια αποθέματα ινδίου που εντοπίστηκαν σε βεβαιωμένα ορυχεία βασικών μετάλλων με τα οποία συνυπάρχει το ίνδιο σε όλο τον κόσμο, εκτιμώνται σε περίπου 50.000 τόνους. Τα υπάρχοντα ορυχεία που εξάγουν ίνδιο είναι διασπαρμένα σε όλο τον κόσμο, εξασφαλίζοντας έτσι σταθερότητα εφοδιασμού σε όλες τις χώρες που το χρησιμοποιούν.<ref name="Mikolajczak">{{cite journal|title= AVAILABILITY OF INDIUM AND GALLIUM|author= Claire Mikolajczak|journal= Indium Corporation|volume= | |year= September 2009|format= PDF|url= http://www.commodityintelligence.com/images/2010/jan/11%20jan/availability_of_indium_and_galliumwhite_papermikolajczak_sept09.pdf|accessdate = 9/7/2010}}</ref>. Αν διατηρηθούν οι ρυθμοί παραγωγής του 2008 (περίπου 500 τόνοι/έτος), σε συνδυασμό με τα αποθεματικά που υπάρχουν στα κατάλοιπα των διαφόρων χρήσεων (15000 τόνοι με ρυθμό ανάκτησης 500 τόνων/έτος), τότε το ίνδιο επαρκεί για τουλάχιστον 130 χρόνια.<ref name="Mikolajczak" />.
 
== Οικονομικά στοιχεία ==
Γραμμή 256:
[[Αρχείο:Indiumprices 1972-2008.svg|right|thumb|Μεταβολή τιμών ινδίου από το 1972 έως το 2008<ref name="DiFrancesco" />|300px]]
 
Το ίνδιο βρίσκεται μέσα στα 15 ακριβότερα μέταλλα, παρόλο που είναι λιγότερο ακριβό από το γάλλιο.<ref>[http://www.lipmann.co.uk/facts/expensive.html Lipmann Walton & Co Ltd. THE MOST EXPENSIVE ELEMENTS]</ref>. Η τιμή του ινδίου τον Ιούλιο του 2010 ήταν μεταξύ 500 και 550 δολαρίων/κιλό ενώ το Μάιο του 2011 άγγιξε τα 800 δολάρια/κιλό. Το Νοέμβριο του ίδιου χρόνου , η τιμή έπεσε ξανά στα 550 δολάρια/κιλό.<ref name="MinorMetalsCharts" />.
 
Πριν από το 1940, το ίνδιο, χρησιμοποιούνταν σχεδόν αποκλειστικά για πειραματικούς σκοπούς οπότε και πουλιόνταν σε μικρές ποσότητες και σε πολύ υψηλές τιμές, πάνω από 950 δολάρια/κιλό.<ref group="Σημ.">Τιμές δολαρίου 2008</ref>. Από το 1940 μέχρι το 1945, οι τιμές συνήθως καθορίζονταν μέ απευθείας διαπραγματεύσεις μεταξύ παραγωγών και καταναλωτών.<ref name="Brown">{{cite journal|title= Annual Average U.S. Indium Price1959-1998|author= Robert D. Brown, Jr|journal= U.S. Geological Survey|pages= 57-59|format= PDF|url= http://minerals.usgs.gov/minerals/pubs/commodity/indium/490798.pdf|accessdate = 12/7/2010}}</ref>. Στις Η.Π.Α. η τιμή παραγωγού ινδίου καθιερώθηκε το 1945 και παρέμεινε στα ίδια επίπεδα, περίπου 72 δολάρια/κιλό,<ref name="DiFrancesco" />, μέχρι το 1963.
 
'''Περίοδος 1973 - 1980'''. Είναι περίοδος υψηλής ζήτησης του ινδίου λόγω της σημαντικής αύξησης της
κατανάλωσης του στις ράβδους ελέγχου των πυρηνικών αντιδραστήρων. Το ίνδιο είναι ακόμα δυσεύρετο.<ref
name="Brown" />. Η τιμή του το 1973 είναι 57 δολάρια/κιλό και το 1980 αγγίζει τα 550 δολάρια/κιλό.<ref name="DiFrancesco" />.
 
'''Περίοδος 1980 - 1986'''. Μετά το πυρηνικό ατύχημα στο εργοστάσιο Three Mile Island (Μάρτιος 1979), η χρήση πυρηνικής ενέργειας για παραγωγή ηλεκτρισμού έπεσε στις Η.Π.Α., χωρίς αντίστοιχη πτώση της παραγωγήςινδίου.<ref name="Brown" />. Σε συνδυασμό με την οικονομικη ύφεση της διετίας 1980-82, η τιμή του ινδίου έπεσε το 1986 στα 84 δολάρια/κιλό.<ref name="DiFrancesco" />.
 
'''Περίοδος 1986 - 1996'''. Αρχίζει η ανάπτυξη των ημιαγωγών που χρησιμοποιούν ίνδιο και των λεπτών υμενίων από οξείδιο ινδίου-κασσιτέρου (indium-tin oxide, ITO) που χρησιμοποιείται στην κατασκευή οθονών LCD, ιδιαίτερα στην Ιαπωνία το 1988.<ref name="Brown" />. Η μέση τιμή αυτη τη δεκαετία, κυμαίνεται στα 300 δολάρια/κιλό.<ref name="DiFrancesco" />. Η σταθερή αύξηση των τιμών το 1995 αποδίδεται στην περιορισμένη προσφορά και μεγάλη ζήτηση της χρονιάς εκείνης.
 
'''Περίοδος 1996 - 2002'''. Η σταθερή πτώση των τιμών οφείλεται στη μεγαλη προσφορά, στη σημαντική
ανακύκλωση αλλά και στην παραγωγή από την Κίνα φθηνού πρωτογενούς ινδίου.<ref>[http://www.roskill.com/reports/minor-and-light-metals/indium Roskill : Minor & Light Metals/The Economics of Indium]</ref>. Το 1998 η παραγωγή οθονών LCD παρουσιάζει μικρή κάμψη,<ref name="Brown" />, ενώ εμφανίζονται νέες τεχνολογίες κατασκευής τους που απαιτούν το 1/3 του ινδίου. Το 2002 η τιμή του ινδίου επανέρχεται στα επίπεδα του 1984, περίπου 97 δολάρια/κιλό.<ref name="DiFrancesco" />.
 
'''Περίοδος 2002 - 2006'''. Παρά τα χαμηλά επίπεδα παραγωγής ημιαγωγών που περιέχουν ίνδιο, η τιμή του ινδίου αυξήθηκε παρα πολύ, φθάνοντας τα 946 δολάρια/κιλό το 2005, εξαιτίας μειώσεων στην παραγωγή, μεγάλης αύξησης της ζήτησης για το ΙΤΟ που χρησιμοποιείται στην κατασκευή επίπεδων οθονών<ref>[http://findarticles.com/p/articles/mi_go2351/is_200311/ai_n6520720/ MARKET TRENDS: Price of Indium Rises Steeply]</ref> και στη και χρονική υστέρηση μεταξύ ζήτησης και διαθέσιμων προμηθειών.<ref>[http://www.indium.com/supply.php Indium Corporation of America. The Indium Corporation is confident of the sustained indium metal supply]</ref>.
 
== Φυσικές ιδιότητες ==
[[Αρχείο:Indiumunitcell.svg|thumb|right|230px|Κρύσταλλος ινδίου. Οι αποστάσεις σε pm. 1 pm = 10<sup>–12</sup> m]]
 
Το ίνδιο είναι αργυρόλευκο λαμπερό μέταλλο, πολύ ελατό και όλκιμο. Κρυσταλλώνεται στο τετραγωνικό σύστημα με ενδοκεντρωμένο πλέγμα.<ref name="Schwarz" />. Στην κυψελίδα, ένα άτομο ινδίου έχει δώδεκα γειτονικά χωρισμένα σε δύο ομάδες, τέσσερα σε απόσταση 325 pm (οι δεσμοί σημειώνονται με κόκκινη γραμμή στην εικόνα) και οκτώ στα 338 pm (με πράσινη γραμμή).<ref name="Housecroft">{{cite book
|title= Inorganic chemistry|edition = 3η|author= Catherine E. Housecroft, A. G. Sharpe
|year= Nov 2007|publisher= Pearson|url= http://books.google.gr/books?id=_1gFM51qpAMC&printsec=frontcover&dq=Inorganic+chemistry&hl=el&ei=JbhdTIrEA8qHsAaF35TxBw&sa=X&oi=book_result&ct=result&resnum=1&ved=0CCoQ6AEwAA#v=onepage&q&f=false
|ISBN = 0131755536}}</ref>. <br />
Έχει χαμηλό σημείο τήξης (156,5985&nbsp;°C),<ref>[http://www.physics.rutgers.edu/ugrad/387/388s06/material_phys_pc_I/Int_Temp_Scale_1990.pdf The International Temperature Scale of 1990 (ITS-90)]</ref>, 74ο μεταξύ 80 μεταλλικών στοιχείων, μεγαλύτερο μόνο από τα αλκαλιμέταλα (εκτός του λιθίου), το γάλλιο και τον υδράργυρο<ref>[http://www.wolframalpha.com/input/?i=metals+melting+point WolframAlpha : metallic elements melting point]</ref> και μέτριο σημείο βρασμού, 43ο μεταξύ 73 μετάλλων.<ref>[http://www.wolframalpha.com/input/?i=metallic+elements+boiling+points WolframAlpha : metallic elements boiling point]</ref>.<br />
Έχει υψηλή σχετικά ηλεκτρική και θερμική αγωγιμότητα, 20ο και 23ο αντίστοιχα μεταξύ 70 μετάλλων<ref>[http://www.wolframalpha.com/input/?i=metallic+elements+electrical+conductivity+ WolframAlpha : metallic elements electrical conductivity]</ref> ενώ παραμένει υγρό σε μεγάλο εύρος θερμοκρασιών και γιαυτό χρησιμοποιείται για συγκολλήσεις σε κρυογονικές θερμοκρασίες (κάτω από -150&nbsp;°C).<ref name="IndiumCorporation" />.<br />
Είναι σκληρότερο μόνο από τα αλκαλιμέταλλα και μαλακότερο από όλα τα άλλα μέταλλα, 43ο μεταξύ 48 μετάλλων. Έχει σκληρότητα 1,2 (μεταξύ [[τάλκης|τάλκη]] και [[γύψος|γύψου]]) στην [[κλίμακα Μος|κλίμακα Mohs]]. Μπορεί να κοπεί με μαχαίρι, όπως το νάτριο, αφήνει μια ορατή γραμμή όταν συρθεί πάνω σε χαρτί και μπορεί να μορφοποιηθεί σχεδόν χωρίς όρια με άσκηση πίεσης.<ref name="Chandler">{{cite book|title= Metallurgy for the non-metallurgist|edition = |chapter = |author= Harry Chandler|editor= |year= 01-01-98|publisher= ASM International|pages= |url= http://books.google.gr/books?id=arupok8PTBEC&printsec=frontcover&dq=Metallurgy+for+the+non-metallurgist&hl=el&ei=v3MkTOz2GpmgOPLFnN4C&sa=X&oi=book_result&ct=result&resnum=1&ved=0CCsQ6AEwAA#v=onepage&q&f=false|ISBN = 0-87170-652-0|format=|accessdate=}}</ref>.<br />
Είναι μέταλλο διαμαγνητικό με μοριακή μαγνητική επιδεκτικότητα χ<sub>m</sub> = – 10,2×10<sup>-6−6</sup> cm<sup>3</sup>/mol.<ref name="Magnetic" />.<br />
Σε στερεή κατάσταση έχει μέτρια πυκνότητα (7,31 g/cm<sup>3</sup>), 30η μεταξύ 75 μετάλλων, την ίδια περίπου με του κασσίτερου. Σε υγρή κατάσταση η πυκνότητά του είναι 6,99 g/cm<sup>3</sup> και το ιξώδες του 1,65 mPa'''.'''s.<ref name="Martienssen" />.<br />
Η ταχύτητα ήχου συχνότητας 12 &nbsp;MHz στο υγρό ίνδιο είναι 2215 &nbsp;m/s, ενώ η ταχύτητα εγκάρσιων ηχητικών κυμάτων στο στερεό ίνδιο είναι 710 &nbsp;m/s και διάμηκων κυμάτων 2460 &nbsp;m/s.<ref name="Martienssen" />.<br />
Το ίνδιο γίνεται υπεραγώγιμο στους -269,74&nbsp;°C (3,41 Κ).<ref name="webelements">[http://www.webelements.com/ WebElements : Indium]</ref>.
 
== Χημικές ιδιότητες ==
Γραμμή 314:
Ηλεκτρονιακή διαμόρφωση In</div>]]
 
Το ίνδιο ανήκει στην 13η ομάδα (παλιότερος συμβολισμός ΙΙΙΑ) και στον τομέα p, δηλαδή τα εξωτερικά του ηλεκτρόνια ανήκουν σε p-τροχιακό. Τα στοιχεία του τομέα p παρουσιάζουν μεταξύ τους μεγάλες διαφορές στις φυσικοχημικές ιδιότητες, διότι είναι ο μόνος τομέας που περιέχει μέταλλα, αμέταλλα και ευγενή αέρια.<ref name="Mpa">{{cite book |author= Μπαζάκης Ι.Α. |title= Γενική Χημεία |publisher= Αθήνα}}</ref>.<br />
Το ίνδιο, ταξινομείται επίσης στα λεγόμενα ''πτωχά μέταλλα'', χημικός όρος που δεν είναι αναγνωρισμένος από την IUPAC (poor metals). Αυτά είναι 14 στοιχεία του τομέα-p που δημιουργούν ένα τρίγωνο δεξιά των στοιχείων μετάπτωσης στον περιοδικό πίνακα και είναι το [[αργίλιο]], το [[γάλλιο]], το ίνδιο, το [[θάλλιο]], το [[γερμάνιο]], ο [[κασσίτερος]], ο [[μόλυβδος]], το [[αντιμόνιο]], το [[βισμούθιο]], το [[πολώνιο]] και τα στοιχεία 113, 114, 115 και 116. Είναι ηλεκτραρνητικότερα των μεταβατικών μετάλλων, πιο μαλακά απ' αυτά και έχουν θερμοκρασίες τήξης και βρασμού γενικά χαμηλότερες. Διακρίνονται ωστόσο από τα μεταλλοειδή επειδή έχουν πολύ μεγαλύτερα σημεία βρασμού.<ref name="Mpa" />.<br />
'''Σχετικιστικά φαινόμενα στα τροχιακά - Φαινόμενο αδρανούς ζεύγους'''. Καθώς ο πυρήνας ενός ατόμου έλκει ένα ηλεκτρόνιο, θεωρούμενο ως σωματίδιο, αυτό επιταχύνεται εξαιτίας της ακτινικής ταχύτητας που αποκτά και η οποία αυξάνεται, προσεγγίζοντας την ταχύτητα του φωτός, καθώς αυξάνεται το φορτίο, άρα και η έλξη, του πυρήνα. Η αύξηση της ταχύτητας του ηλεκτρονίου όμως συνεπάγεται και σχετικιστική αύξηση της μάζας του και κατά συνέπεια ελάττωση (συστολή) της ακτίνας του Bohr του ηλεκτρονίου, αφού μάζα και ακτίνα είναι μεγέθη αντιστρόφως ανάλογα. Το φαινόμενο αυτό ονομάζεται ''σχετικιστική συστολή'' (relativistic contraction) και είναι υπολογίσιμο στα δύο ηλεκτρόνια s τροχιακών, λιγότερο στα p και δεν εμφανίζεται στα d και f τροχιακά των οποίων τα ηλεκτρόνια δε σπαταλούν πολύ χρόνο κινούμενα κοντά στον πυρήνα.<ref name=Wulfsberg>{{cite book|title= Inorganic chemistry|author= Gary Wulfsberg|editor= |year= 2000|publisher= Sausalito, Calif. ;[Great Britain] : University Science Books|pages= |url= http://books.google.gr/books?id=hpWzxTnQH14C&printsec=frontcover&dq=Inorganic+chemistry&hl=el&ei=t3B3TN6lIZKA4AammYWFBg&sa=X&oi=book_result&ct=result&resnum=1&ved=0CCgQ6AEwAA#v=onepage&q=
|ISBN = 1891389017}}</ref>.
Όταν το ηλεκτρικό φορτίο του πυρήνα αυξάνεται, αυξάνεται και η σχετικιστική συστολή με αποτέλεσμα τα δύο ηλεκτρόνια σε απομακρυσμένα, από τον πυρήνα, s τροχιακά να μην ιονίζονται εύκολα και επομένως να μη συμμετέχουν εύκολα σε χημικούς δεσμούς. Αυτό το φαινόμενο είναι γνωστό ως ''φαινόμενο αδρανούς ζεύγους'' (inert pair effect) και παρουσιάζει μεγάλη ένταση στο θάλλιο
αλλά ελαττώνεται στο ίνδιο.<ref name=Wulfsberg/>. Έτσι το ίνδιο εμφανίζεται στις ενώσεις του και με αριθμό οξείδωσης +1.
 
=== Χημικές αντιδράσεις του μετάλλου ===
Γραμμή 368:
|}
 
Σε υδατικό [[διάλυμα]], μόνο το ιόν In<sup>3+</sup> είναι [[θερμοδυναμική|θερμοδυναμικά]] σταθερό παρόλο που και το In<sup>+</sup> βρίσκεται και σε διαλύματα και σε [[τήγμα]]τα.<ref name="Manous">{{cite book |author= Mανουσάκης Γ.Ε. |title= Γενική και Ανόργανη Χημεία|year=1994|ISBN =9603432725|publisher=Αφοι Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη|edition =}}</ref>. Το In<sup>3+</sup> σε όξινο περιβάλλον βρίσκεται με τη μορφή του συμπλόκου [In(H<sub>2</sub>O)<sub>6</sub>]<sup>3+</sup> το οποίο είναι ισχυρό οξύ και εύκολα μετατρέπεται σε σύμπλοκο [[ιόν|ανιόν]]<ref name="Henderson">{{cite book|title= Main Group Chemistry|author= Henderson W.|editor=|year= 2000|publisher= Cambridge : Royal Society of Chemistry|pages= |url= http://books.google.gr/books?id=twdXz1jfVOsC&printsec=frontcover&dq=Main+group+chemistry&hl=el&ei=tUY9TLDPOOKfONr8wMIP&sa=X&oi=book_result&ct=result&resnum=1&ved=0CCcQ6AEwAA#v=onepage&q&f=false|ISBN = 978-0-85404-617-1}}</ref> :
: [In(H<sub>2</sub>O)<sub>6</sub>]<sup>3+</sup> + 5Cl<sup>–</sup> → [InCl<sub>5</sub>]<sup>2–</sup> + 6H<sub>2</sub>O
Σε [[pH]] πάνω από 3 - 4, το ίνδιο έχει την τάση να καθιζάνει ως In(OH)<sub>3</sub>.<ref name="Abrams">{{cite book|title= Radioimmunotherapy of cancer|author= Paul G. Abrams, Alan R. Fritzberg|editor= |year= 2000|publisher= Informa Healthcare|url= http://books.google.gr/books?id=z0BSGG0cnEwC&printsec=frontcover&dq=Radioimmunotherapy+of+cancer&hl=el&ei=xkE9TLHgIsG44gaS-9DGAg&sa=X&oi=book_result&ct=result&resnum=1&ved=0CCoQ6AEwAA#v=onepage&q&f=false
|ISBN = 0824702778}}</ref>.
 
Όταν το ίνδιο εκτεθεί στον αέρα και σε [[θερμοκρασία]] δωματίου, σχηματίζεται ένα προστατευτικό επιφανειακό φιλμ "σκουριάς" το οποίο εμποδίζει τη [[διάβρωση]] από το [[ατμόσφαιρα|ατμοσφαιρικό]] [[οξυγόνο]]. Όταν όμως η θερμοκρασία ανεβεί πάνω από το σημείο τήξης, το [[μέταλλα|μέταλλο]] καίγεται με μπλε φλόγα<ref name="Wiberg">{{cite book|title= Inorganic chemistry|author= Egon Wiberg; Nils Wiberg; A F Holleman|year= 2001|publisher= San Diego, Calif. : Berlin : Academic Press, W. de Gruyter
Γραμμή 386:
|ISBN = 0071410600 }}</ref> και στο πυκνό και θερμό [[θειικό οξύ]] δίνοντας θειικό άλας<ref name="Manol" /> :
: In + 6H<sub>2</sub>SO<sub>4</sub> → In<sub>2</sub>(SO<sub>4</sub>)<sub>3</sub> + 3SO<sub>2</sub> + 6H<sub>2</sub>O
Διαλύεται επίσης στο [[αιθανοδιικό οξύ|οξαλικό οξύ]] αλλά όχι στο [[αιθανικό οξύ|οξικό]]<ref>{{cite book|title= Handbook of electron tube and vacuum techniques|author=Fred Rosebury|editor= New York : American Inst. of Physics|year= 1993|publisher= Springer|url= http://books.google.com/books?id=yBmnnaODnHgC&printsec=frontcover&hl=el&source=gbs_similarbooks_s&cad=1#v=onepage&q=indium&f=false|ISBN =978-1-56396-121-2}}</ref> ενώ δεν αντιδρά με θερμά καυστικά αλκάλια .<ref name="Wiberg" />.
 
Τα τριαλογονίδια της μορφής InX<sub>3</sub> (X = Cl, Br, I) προκύπτουν με απευθείας αντίδραση του μετάλλου με το [[αλογόνα|αλογόνο]] στους 25&nbsp;°C ή και σε μεγαλύτερη θερμοκρασία<ref name="Housecroft" /> :
Γραμμή 395:
=== Ανίχνευση του ινδίου με φασματοσκοπικές μεθόδους ===
 
Συνήθως το ίνδιο δεν ανιχνεύεται με χημικές αλλά με κατάλληλες φασματοσκοπικές μεθόδους. Η ανίχνευση είναι σχετικά εύκολη με φλογοφασματοσκοπία εκπομπής (flame emission spectroscopy, FES) αφού είναι χαρακτηριστικές οι φασματικές γραμμές στα 451,13 &nbsp;nm (451,13×10<sup>-9−9</sup> m) και 410,18 &nbsp;nm (410,18×10<sup>-9−9</sup> m) και δευτερευόντως στα 325,61 &nbsp;nm (325,61×10<sup>-9−9</sup> m) και 303,94 &nbsp;nm (303,94×10<sup>-9−9</sup> m).<ref name="Dean" />. Στη φασματοσκοπία ατομικής εκπομπής (atomic absorption spectroscopy, AAS) είναι πιο χαρακτηριστική η γραμμή στα 325,61 &nbsp;nm. Για πιο ακριβή ποσοτικό προσδιορισμό όμως, χρησιμοποιούνται ως μέθοδοι έρευνας ο φθορισμός ακτίνων Χ και η φασματομετρία μάζας.
 
== Ισότοπα ==
Γραμμή 401:
{{Κύριο|Ισότοπα του ινδίου}}
 
Το ίνδιο στη φύση αποτελείται από 39 ισότοπα από το <sup>97</sup>In έως το <sup>135</sup>In.<ref>{{cite journal|title= The NUBASE evaluation of nuclear and decay properties|author= G. Audi, O. Bersillon, J. Blachot, A. H. Wapstra|journal= Nuclear Physics. Bd|volume= A|issue = 729|year= 2003|pages= |format= PDF|url= http://www.nndc.bnl.gov/amdc/nubase/Nubase2003.pdf|accessdate = 12/7/2010}}</ref>. Απ' αυτά δύο είναι αρχέγονα [[νουκλίδιο|νουκλίδια]].<ref group="Σημ.">Αρχέγονα νουκλίδια ή αρχέγονα ισότοπα είναι εκείνα που βρέθηκαν στη Γη και τα οποία υπήρχαν με τη σημερινή τους μορφή πριν σχηματιστεί η Γη, σύμφωνα με τη θεωρία της αστρικής εξέλιξης.</ref>. Μια ασυνήθιστη ιδιότητά του, που απαντάται μόνο στο στοιχείο ρήνιο, είναι ότι το ίνδιο παρά το γεγονός ότι διαθέτει ένα μόνο σταθερό [[ισότοπο]], το <sup>113</sup>In (σε ποσοστό 4,29 %), το μεγαλύτερο μέρος της φυσικής εμφάνισης (σε ποσοστό 95,71 %) αποτελείται από το <sup>115</sup>In που είναι ελαφρώς [[ραδιενέργεια|ραδιενεργό]] και έχει πολύ μεγάλο [[χρόνος ημιζωής|χρόνο ημιζωής]], 4,41×10<sup>14</sup> χρόνια. Αυτό το ισότοπο, το ίνδιο-115, διασπάται με πολύ αργό ρυθμό με β<sup>–</sup>-διάσπαση προς <sup>115</sup>Sn. Το ισότοπο <sup>111</sup>In χρησιμεύει ως ιχνηθέτης στην πυρηνική [[ιατρική]].
 
== Τοξικότητα του ινδίου ==
 
Δεν έχουν αναφερθεί συστηματικά αποτελέσματα της έκθεσης του ανθρώπινου οργανισμού στο ίνδιο. Πιθανόν τα μεγαλύτερα προβλήματα προέρχονται από τους ατμούς κατά τη διάρκεια της επεξεργασίας και χρήσης του ινδίου μαζί με [[αρσενικό]], [[αντιμόνιο]] και [[γερμάνιο]] στη βιομηχανία ηλεκτρονικών υλικών.
Το ίνδιο δε φαίνεται να επιδρά σοβαρά στο [[δέρμα]] και οι επιδράσεις των ενώσεών του έχουν μελετηθεί μόνο σε πειραματόζωα.<ref name="Stellman" />.<br />
Τα όργανα του οργανισμού στα οποία συσσωρεύεται το ίνδιο είναι τα νεφρά, η [[σπλήνα]], το [[ήπαρ|συκώτι]] και οι σιελογόνοι αδένες. Μετά από παρατεταμένη εισπνοή, παρατηρήθηκαν πνευμονική εμβολή, αναπνευστική ανεπάρκεια και οξεία [[πνευμονία]].<br />
Τα αποτελέσματα μελετών σε πειραματόζωα έδειξαν ότι τα περισσότερο διαλυτά άλατα του ινδίου είναι και τα πιο τοξικά με θανατηφόρα δόση μικρότερη από 5 &nbsp;mg ανά Kg σωματικού βάρους. Εντούτοις, μετά από λήψη τροφής, το ίνδιο απορροφήθηκε λίγο και κατέστη μη τοξικό. Ιστοπαθολογικές μελέτες έδειξαν ότι ο θάνατος από ίνδιο προέρχεται κυρίως από βλάβη του συκωτιού και της σπλήνας ενώ παρατηρήθηκαν και μικροαλλοιώσεις στο αίμα. Σε χρόνια δηλητηρίαση από χλωριούχο ίνδιο, η βασική επίπτωση ήταν χρόνια [[νεφρίτιδα]] και πρωτεϊνουρία. Η τοξικότητα της πιο διαλυτής ένωσης του ινδίου, του οξειδίου του ινδίου (ΙΙΙ), In<sub>2</sub>O<sub>3</sub>, ήταν από μικρή έως μέτρια και η θανατηφόρα δόση ήταν πολλές εκατοντάδες mg/Kg. Μετά από χορήγηση αρσενικούχου ινδίου, InAs σε χάμστερ, η απορρόφηση στα διάφορα όργανα διέφερε από την κατανομή των ιόντων ινδίου ή αρσενικούχων ενώσεων.<ref name="Stellman">{{cite book|title= Encyclopaedia of Occupational Health and Safety: Chemical, industries and occupations|edition = 4η|editor= Jeanne Mager Stellman|year= 1998|publisher= International Labour Office|pages= |url= http://books.google.gr/books?id=nDhpLa1rl44C&pg=PT139&dq=#v=onepage&q=indium&f=false|ISBN = 92-2-109816-8|format=|accessdate=}}</ref>.
 
Τα όρια έκθεσης για τον άνθρωπο που καθόρισαν οι Η.Π.Α. για το μεταλλικό ίνδιο είναι<ref>{{cite book|title= NIOSH Pocket Guide to Chemical Hazards, August 2006 (Book)
|author= |editor= Health and Human Services Dept., Centers for Disease Control and Prevention, National Institute for Occupational Safety and Health, Education and Information Division
|year= 2005|url= http://books.google.gr/books?id=Za1ci8pBpP0C&pg=PA261&dq=platinum+exposure+limits&as_brr=3&ei=emgRTMv8IovuywTc0YTaCg&cd=5#v=onepage&q=indium%20&f=false |ISBN = 9780160727511}}</ref> : NIOSH ''REL''<ref group="Σημ.">National Institute for Occupational Safety and Health (NIOSH). Είναι το Εθνικό Ινστιτούτο Επαγγελματικής Ασφάλειας και Υγείας των Ηνωμένων Πολιτειών. Το NIOSH είναι υπεύθυνο για την έρευνα και την ανάπτυξη, προτείνει πρότυπα υγείας και ασφάλειας αλλά δε νομοθετεί. Το ''REL'' (Recommented Exposure Limit) είναι το μέγιστο όριο έκθεσης στο ρυπαντή.</ref>: TWA<ref group="Σημ.">Time Weighted Average (TWA). Είναι η χρονικά σταθμισμένη μέση τιμή που αποτελεί όριο έκθεσης βασισμένο στην εργασία 8 ωρών/ημέρα και 40 ωρών/εβδομάδα.</ref> 0,1 &nbsp;mg/m<sup>3</sup>.
 
== Το ίνδιο στο έδαφος ==
 
Το In στα εδάφη φαίνεται να συνδέεται με την οργανική ύλη και ως εκ τούτου η συγκέντρωσή του είναι αυξημένη στους επιφανειακούς εδαφικούς ορίζοντες. Αυτή η συγκέντρωση μπορεί να υποδηλώνει ρύπανση του εδάφους. Η περιεκτικότητα του φυσικού ινδίου σε διάφορα εδάφη των Η.Π.Α. κυμαίνεται κατά μέσο όρο στα 0,2 ppm, ενώ σε εδάφη άλλων χωρών αναφέρεται περιεκτικότητα κατά μέσο όρο 0,01 ppm. Σε καλλιεργούμενα εδάφη, αναφέρεται αυξημένη ποσότητα έως και 2,6 ppm. Η φυσική συγκέντρωση ινδίου σε εδάφη της Ιαπωνίας κυμαινόταν από 0,02 ppm έως 0,08 ppm, ενώ εδάφη μολυσμένα με μέταλλα περιείχαν από 0,107 ppm έως 1,92 ppm. Στην Κίνα, εδάφη περιείχαν ίνδιο κατά μέσο όρο 0,675 ppm. Κάπως αυξημένες ποσότητες In (έως 4,2 ppm) υπήρξαν σε εδάφη κοντά σε χώρους επεξεργασίας μολύβδου και ψευδαργύρου καθώς και σε λάσπες επεξεργασίας λυμάτων.<ref name="Kabata">{{cite book|title= Trace Elements in Soils and Plants|edition = 3η|author= Alina Kabata-Pendias|year= 2001|publisher= CRC Press|pages= |url= http://books.google.gr/books?id=Nowwb0xl9fYC&printsec=frontcover&dq=Trace+Elements+in+Soils+and+Plants&hl=el&ei=2CRFTK1o24g4icS4twg&sa=X&oi=book_result&ct=result&resnum=1&ved=0CCcQ6AEwAA#v=onepage&q&f=false|ISBN = 0849315751}}</ref>.
 
== Το ίνδιο στα φυτά ==
 
Οι συγκεντρώσεις του In στα περισσότερα φυτά δεν είναι σημαντικές. Οι επιδράσεις που αναφέρθηκαν σχετίζονται κυρίως με την τοξικότητα του ινδίου στις ρίζες διαφόρων φυτών στις οποίες συγκεντρώνεται σε ποσότητα 1 ppm έως 2 ppm. Περισσότερα αποτελέσματα προέκυψαν από μελέτες των επιπτώσεων του ινδίου στους μικροοργανισμούς, οι οποίοι παρουσιάζουν μεγαλύτερη αντίσταση στη συσσώρευση του ινδίου από τα φυτά. Ωστόσο, συγκεντρώσεις από 5 ppm έως 9 ppm αναφέρθηκε ότι αναστέλλουν την δραστηριότητα του νιτροβακτηριδίων του εδάφους.<ref name="Kabata" />.<br />
Τα λίγα στοιχεία που υπάρχουν δείχνουν ότι το ινδίου που περιέχεται στη βλάστηση ρυπασμένων τοποθεσιών, κυμαίνεται από 30 ppb έως 710 ppb (με μέση τιμή 210 ppb), ενώ σε άπλυτα φυτά (κυρίως χόρτα) από βιομηχανική περιοχή, οι εν λόγω τιμές ήταν 0,008 ppm έως 2,1 ppm. Το ίνδιο που περιέχονταν τεύτλα που καλλιεργούνται σε χώμα στο οποίο που προστέθηκε ιλύς καθαρισμού λυμάτων ήταν από 80 ppb έως 300 ppb.
 
Γραμμή 432:
: InCl<sub>3</sub> + 3NH<sub>3</sub> + 3H<sub>2</sub>O → In(OH)<sub>3</sub> + 3NH<sub>4</sub>Cl
Έχει παραμορφωμένη κυβική δομή, είναι ασθενής [[βάση]] έχει δηλαδή αλκαλικό χαρακτήρα (παρόλο που τόσο το [[υδροξείδιου του αργιλίου]] όσο και του γαλλίου είναι [[επαμφοτερίζουσα χημική ένωση|επαμφοτερίζοντα]]<ref>{{cite book|title= Dictionary Of Chemistry|author= N. Pradeep Sharma|editor= |year= 1998|publisher= Gyan Publishing House
|pages= |url= http://books.google.gr/books?id=tz5dh8VoIfQC&printsec=frontcover&dq=Dictionary+Of+Chemistry&hl=el&ei=qHc9TP32IomA4Qbp3fnFAg&sa=X&oi=book_result&ct=result&resnum=1&ved=0CC4Q6AEwAA#v=onepage&q&f=false|ISBN = 81-212-0593-X}}</ref>). Διαλύεται στα οξέα δίνοντας σύμπλοκα άλατα [In(H<sub>2</sub>O)<sub>6</sub>]<sup>3+</sup> και ινδικά ανιόντα [In(OH)<sub>6</sub>]<sup>3–</sup>. Σε [[πίεση]] 10 MPa και στους 250-400° C μετατρέπεται σε InO(OH).<ref name="Wiberg" />. Διασπάται με [[θέρμανση]] δίνοντας [[οξείδιο του ινδίου (ΙΙΙ)]].<ref name="Singh" />.
 
'''Οξείδια''' : Το κίτρινο In<sub>2</sub>O<sub>3</sub> έχει βασικό χαρακτήρα. [[Αντίδραση αποσύνθεσης|Αποσυντίθεται]] στους 2000&nbsp;°C, είναι διαλυτό στα οξέα αλλά όχι στις βάσεις.<ref name="Downs" />. Μπορεί να παραχθεί με απευθείας σύνθεση In και Ο<sub>2</sub>, όπως αναφέρθηκε στις "Αντιδράσεις", αλλά και με [[θερμική διάσπαση]] του υδροξειδίου, του νιτρικού, του ανθρακικού ή του θειικού άλατος.<ref name="Manol" />.
: 2In(OH)<sub>3</sub> → In<sub>2</sub>O<sub>3</sub> + 3H<sub>2</sub>O
: 2In(NO<sub>3</sub>)<sub>3</sub> → In<sub>2</sub>O<sub>3</sub> + 6NO<sub>2</sub> + 3/2O<sub>2</sub>
Γραμμή 442:
Το οξείδιο In<sub>3</sub>O<sub>4</sub> είναι μικτό οξείδιο αποτελούμενο από In<sub>2</sub>O<sub>3</sub> και InO, ενώ έχουν περιγραφεί και υπεροξείδια του τύπου In<sub>2</sub>O<sub>x</sub>•nH<sub>2</sub>O (x = 4, 5, 6, 7, 8, 9).
 
'''Αλογονίδια''' : Τα τριαλογονίδια προκύπτουν με απευθείας αντίδραση του μετάλλου με το αλογόνο, όπως αναφέρθηκε στις "Αντιδράσεις" και, εκτός των φθοριδίων, είναι ισχυρά οξέα κατά Lewis.<ref name="Manous" />. Το InF<sub>3</sub> είναι ιοντική ένωση με [[μακρομόριο|μακρομοριακή]] δομή και υψηλό σημείο τήξης. Το InCl<sub>3</sub> είναι άχρωμο, υγροσκοπικό και καλός αγωγός του ηλεκτρισμού. Το InBr<sub>3</sub> είναι επίσης άχρωμο, ενώ το InI<sub>3</sub> είναι κίτρινο. Τα αλογονίδια αυτά δημιουργούν σύμπλοκα των μορφών InX<sub>3</sub>•D, InX<sub>3</sub>•2D και InX<sub>3</sub>•3D όπου D είναι δότης ηλεκτρονίων. <br />
Το InF είναι σταθερό μόνο στην αέρια φάση και σε υψηλή θερμοκρασία. Το κίτρινο InCl μπορεί να απομονωθεί από αντιδρόν μίγμα InCl<sub>3</sub>/In, έχει τη δομή του NaCl και είναι πρακτικά αδιάλυτο σε οργανικούς διαλύτες. Το [[άλας]] InSO<sub>3</sub>CF<sub>3</sub> διαλύεται σε ποικιλία διαλυτών και είναι η καλύτερη πηγή του In(I).<ref name="Housecroft" />.<br />
Τα διαλογονίδια της μορφής InX<sub>2</sub> (X = Cl, Br, I) είναι στην πραγματικότητα ενώσεις που περιέχουν κατιόν In(I) και ανιόν In(III), I<sup>+</sup>[InX<sub>4</sub>]<sup>–</sup>. Παραπλήσια δομή έχει και η ένωση In<sub>2</sub>Cl<sub>3</sub> που περιέχει οκταεδρικό σύμπλοκο In(III) ανιόν, In<sup>3+</sup>[InX<sub>6</sub>]<sup>3–</sup>.<ref name="Mackay">{{cite book
|title= Introduction to modern inorganic chemistry|edition = 6η
|author= Kenneth Malcolm Mackay, Rosemary Ann Mackay, W. Henderson
|year= November 18, 2002|publisher= CRC Press|url= http://books.google.gr/books?id=STxHXRR4VKIC&printsec=frontcover&dq=industrialinorganicchemistry&lr=&source=gbs_similarbooks_s&cad=1#v=onepage&q=|ISBN = 9780748764204 }}</ref>.
 
'''Υδρίδια''' : Το [[υδρίδιο]] InH σχηματίζεται με μορφή ασταθών σωματιδίων όταν διέλθει ατομικό [[υδρογόνο]] πάνω από το μέταλλο σε υψηλή θερμοκρασία ή με ηλεκτρική εκκένωση μεταξύ [[ηλεκτρόδιο|ηλεκτροδίων]] χαλκού και ινδίου σε ατμόσφαιρα Η<sub>2</sub>.<ref name="Wiberg" />.<br />
Η ύπαρξη του InH<sub>3</sub> έχει επιβεβαιωθεί από το 2004 με [[φασματοσκοπία|φασματοσκοπικά]] δεδομένα υπερύθρου, ενώ πολλά παράγωγά του σύμπλοκα έχουν απομονωθεί που περιέχουν ως δότη ηλεκτρονίων παράγωγα [[φωσφίνη]]ς πχ. (Cy)<sub>3</sub>P→InH<sub>3</sub> και (Cy)<sub>3</sub>P→InH<sub>3</sub>←P(Cy)<sub>3</sub> όπου Cy– = κυκλοεξύλιο, C<sub>6</sub>H<sub>11</sub>–. Τα σύμπλοκα αυτά είναι σταθερά στη στερεή φάση αλλά ασταθή σε διαλύματα.<ref name="Housecroft" />.<br />
Το In<sub>2</sub>H<sub>4</sub> περιέχει δεσμό μετάλλου-μετάλλου, έχει τη δομή H<sub>2</sub>In-InH<sub>2</sub> και είναι ασταθές. Έχουν όμως παρασκευαστεί οργανικά του παράγωγα όπου ογκώδεις οργανικοί υποκαταστάτες, όπως ο disyl = –CH(SiMe<sub>3</sub>)<sub>2</sub> ή ο trisyl = –C(SiMe<sub>3</sub>)<sub>3</sub> όπου Me = μεθύλιο, CH<sub>3</sub>–, αντικαθιστούν τα υδρογόνα πχ In<sub>4</sub>(trisyl)<sub>4</sub>.<ref name="Wiberg" />.<br />
Τα [[ινδάνια|'''ινδάνια''']] είναι ασταθείς ενώσεις του τύπου (ΙnH<sub>3</sub>)<sub>n</sub> όπου n = ακέραιος τα οποία στην πραγματικότητα δεν έχουν ακόμα χαρακτηριστεί.<ref name="Wiberg" />.
 
=== Δυαδικές ενώσεις με θείο, σελήνιο, τελλούριο ===
Γραμμή 459:
Το InS μπορεί να αποδοθεί από τον τύπο In<sub>2</sub><sup>4+</sup> 2S<sup>2–</sup> όπου το In έχει αριθμό οξείδωσης +2.Η ένωση In<sub>6</sub>S<sub>7</sub> περιέχει άτομα ινδίου με τρεις διαφορετικούς αριθμούς οξείδωσης και μπορεί να αποδοθεί από τον τύπο In<sup>+</sup> In<sub>2</sub><sup>4+</sup> 3In<sup>3+</sup> 7S<sup>2−</sup>. Όλες οι παραπάνω ενώσεις χρησιμοποιούνται ως [[ημιαγωγός|ημιαγωγοί]] n-τύπου.
 
'''Σεληνίδια'''. Για το In<sub>2</sub>Se<sub>3</sub> αναφέρονται οι μορφές α, β, γ, δ, κ.<ref>{{cite journal|title= Crystal structure of κ-In<sub>2</sub>Se<sub>3</sub>|author= Jasinski J., Swider W., Washburn J., Liliental-Weber Z., Chaiken A., Nauka K., Gibson G. A., Yang C. C|journal= Applied Physics Letters|volume= 81|issue = 23|year= 2002|pages= |format=|url= http://apl.aip.org/applab/v81/i23/p4356_s1?isAuthorized=no|accessdate = 15/7/2010}}</ref>. Το μαύρο κρυσταλλικό In<sub>4</sub>Se<sub>3</sub> αποδίδεται από τον τύπο In<sup>+</sup> In<sub>3</sub><sup>5+</sup> 3Se<sup>2<nowiki>−</nowiki></sup>.<ref name="InSeTe">''In<sub>4</sub>Te<sub>3</sub> und In<sub>4</sub>Se<sub>3</sub>: Neubestimmung der Kristallstrukturen, druckabhängiges Verhalten und eine Bemerkung zur Nichtexistenz von In<sub>4</sub>S<sub>3</sub>.'' U. Schwarz, H. Hillebrecht, H.J. Deiseroth, R. Walther Z. Krist. 210, 342-347 (1995)</ref>. Το InSe έχει δύο κρυσταλλικές μορφές β-InSe και γ-InSe. Η ένωση In<sub>6</sub>Se<sub>7</sub> περιέχει άτομα ινδίου με τρεις διαφορετικούς αριθμούς οξείδωσης και μπορεί να αποδοθεί από τον τύπο In<sup>+</sup> In<sub>2</sub><sup>4+</sup> 3In<sup>3+</sup> 7Se<sup>2−</sup><ref>{{cite journal|title= The crystal structure of In6Se7|author= J. H. C. Hogg|journal= Acta Cryst.|volume= B27|issue =
|year= 1971|pages= 1630|format=|url= http://scripts.iucr.org/cgi-bin/paper?S056774087100445X
|accessdate = 15/7/2010}}</ref>
 
'''Τελλουρίδια'''. Το μαύρο κρυσταλλικό In<sub>4</sub>Te<sub>3</sub> αποδίδεται από τον τύπο In<sup>+</sup> In<sub>3</sub><sup>5+</sup> 3Te<sup>2<nowiki>−</nowiki></sup>.<ref name="InSeTe" />. Το InTe περιέχει In<sup>+</sup> και In<sup>3+</sup> και αποδίδεται από τον τύπο In<sup>+</sup> In<sup>3+</sup> 2Te<sup>2–</sup>. Η ένωση In<sub>3</sub>Te<sub>4</sub> έχει αναφερθεί ως [[υπεραγωγός]]<ref>{{cite journal|title= Superconductivity of Intermetallic Compounds with NaCl-Type and Related Structures|author= S. Geller and G. W. Hull|journal= Phys. Rev. Lett.|volume= 13|issue = 4 |year= 1964|pages= 127-129|format=|url= http://prl.aps.org/abstract/PRL/v13/i4/p127_1|accessdate = 15/7/2010}}</ref> και έχει μια ασυνήθιστη δομή<ref>{{cite journal|title= The ordered state of In<sub>3</sub>Te<sub>4</sub>|author= T. Karakostas, N. F. Flevaris, N. Vlachavas, G. L. Bleris and N. A. Economou|journal= Acta Cryst.
|volume= A34|issue =|year= 1978|pages= 123-126|format=|url= http://scripts.iucr.org/cgi-bin/paper?S0567739478000224|accessdate = 15/7/2010}}</ref> που αντιστοιχεί στον τύπο In<sub>4</sub>Te<sub>4</sub> αλλά με το 1/4 των θέσεων του ινδίου κενό. Φαίνεται μάλιστα ότι η απόσταση μεταξύ των ατόμων In δεν είναι μικρή πράγμα που θα υποδείκνυε δεσμό In-In. Το τελλουρίδιο In<sub>7</sub>Te<sub>10</sub> αντιστοιχεί στον τύπο In<sub>2</sub><sup>4+</sup> 12In<sup>3+</sup> 20Te<sup>2-</sup>.<ref>{{cite journal|title= The Crystal Structures of Heptagallium- and Heptaindiumdecatellurides'': Ga<sub>7</sub>Te<sub>10</sub> and In<sub>7</sub>Te<sub>10</sub>
|author= H.J. Deiseroth, H.D. Müller|journal= Z. Krist.|volume= 210|issue =|year= 1995|pages= 57-58
}}</ref>. Το μαύρο In<sub>2</sub>Te<sub>3</sub> έχει υψηλό σημείο τήξης και απαντάται με τις μορφές α- και β-. Η ένωση In<sub>2</sub>Te<sub>5</sub> είναι ένα πολυ-τελλουρίδιο όπου υπάρχουν άτομα Te ξεχωριστά από τις αλυσίδες. Έχει τον τύπο (2In<sup>3+</sup> Te<sup>2<nowiki>−</nowiki></sup>Te<sub>3</sub><sup>2<nowiki>−</nowiki></sup>)<sub>n</sub>που εξισορροπείται από τα χωριστά ιόντα Te<sup>2–</sup>.<ref>{{cite journal
|title= Die Pentatelluride M<sub>2</sub>Te<sub>5</sub> (M = Al, Ga, In): Polymorphie, Strukturbeziehungen und Homogenitätsbereiche|author= H. J. Deiseroth, H. Thurn, P. Amann|journal= Z für anorg und allgem Chemie|volume= 622|issue = 6|year= 9 Nov 2004|pages= 985 - 993|format=|url= http://www3.interscience.wiley.com/journal/109785527/abstract?CRETRY=1&SRETRY=0|accessdate = 15/7/2010}}</ref>.   
 
=== Δυαδικές ενώσεις με άζωτο, φωσφόρο, αρσενικό, αντιμόνιο ===
[[Αρχείο:Indium antimonide.jpg|upright|thumb|right|To InSb είναι ημιαγώγιμο υλικό]]
Η ένωση InN σχηματίζεται με αντίδραση In<sub>2</sub>O<sub>3</sub> και NH<sub>3</sub> στους 630&nbsp;°C. Οι ενώσεις InP, InAs, InSb σχηματίζονται με απευθείας αντίδραση μεταξύ In και του άλλου στοιχείου σε υψηλή θερμοκρασία, μερικές φορές και υπό πίεση.<ref name="Wiberg" />. Έχουν παρασκευαστεί και ενώσεις μικτές με ίνδιο, [[αρσενικό]] και [[αντιμόνιο]]<ref name="Semi">[http://www.ioffe.ru/SVA/NSM/Semicond/index.html New Semiconductor Materials. Characteristics and Properties]</ref> όπως πχ. InAs<sub>1-x</sub>Sb<sub>x</sub>. Όλες οι παραπάνω ενώσεις χρησιμοποιούνται ως ημιαγωγοί.
 
=== Κράματα ===
 
Από τη δεκαετία του 1980 έχουν παρασκευαστεί και μελετηθεί διάφορα κράματα του ινδίου με το [[γάλλιο]] (Ga) τα οποία χρησιμοποιούνται ως ημιαγωγοί. Οι ενώσεις αυτές αποδίδονται με μη στοιχειομετρικούς τύπους και περιέχουν επίσης και κάποιο αμέταλλο όπως αρσενικό, αντιμόνιο, φωσφόρο.<ref name="Semi" />. Παραδείγματα : Ga<sub>x</sub>In<sub>1-x</sub>As<sub>y</sub>Sb<sub>1-y</sub>, Ga<sub>x</sub>In<sub>1-x</sub>As, Ga<sub>x</sub>In<sub>1-x</sub>P, Ga<sub>x</sub>In<sub>1-x</sub>Sb, Ga<sub>x</sub>In<sub>1-x</sub>As<sub>y</sub>P<sub>1-y</sub>. Οι φυσικοχημικές τους ιδιότητες εξαρτώνται από τις τιμές των παραμέτρων x, y που δεν είναι πάντα ακέραιες πχ. Ga<sub>0,47</sub>In<sub>0,53</sub>As<sub>0,24</sub>P<sub>0,76</sub>.
 
Η προσθήκη μικρών ποσοτήτων ινδίου σε κράματα διαφόρων μετάλλων αλλάζει πάρα πολύ τις μηχανικές τους ιδιότητες. Γι' αυτό το ίνδιο είναι γνωστό και ως ''μέταλλο βιταμίνη''.<ref name="Hasan" />. Μερικές φορές προστίθεται στο λευκόχρυσο ή στο χρυσό για να κάνει τα μέταλλα αυτά περισσότερο σκληρά. Όταν προστίθεται στο αργίλιο, το [[βηρύλλιο]], το χαλκό, το μόλυβδο και το [[μαγνήσιο]] αυξάνει τη σκληρότητα και την αντοχή των μετάλλων αυτών στη διάβρωση.<ref name="Caleb">{{cite book|title= Construction Materials: Types, Uses and Applications|edition = 2η|author= Caleb Hornbostel|year= 1991|publisher= New York [u.a.] : Wiley|url= http://books.google.gr/books?id=oaxKD0pEKxkC&pg=PA362&dq=#v=onepage&q&f=false|ISBN = 978-0-471-85145-5}}</ref>.
[[Αρχείο:Galinstan on glass.jpg|thumb|uprigh|left|Μικρή σταγόνα του κράματος galinstan από σπασμένο θερμόμετρο]]
Τα σημαντικότερα κράματα με ίνδιο που κατασκευάζονται είναι '''εύτηκτα''' (fusible) δηλαδή λιώνουν σε χαμηλή θερμοκρασία συνήθως κάτω από τους 150&nbsp;°C. Τα εύτηκτα κράματα διαφόρων μετάλλων είναι πάνω από 100 και εκείνα που περιέχουν ίνδιο, περιέχουν ακόμα βισμούθιο (Bi), κασσίτερο (Sn), μόλυβδο (Pb) και [[κάδμιο]] (Cd). Συνήθως μικρή προσθήκη ινδίου αυξάνει τη λάμψη του κράματος και ελαττώνει το σημείο τήξης κατά 1,45&nbsp;°C για κάθε 1 % In που προστίθεται μέχρι μέγιστο 18 %.<ref>{{cite book|title= Encyclopedia of materials, parts, and finishes |author= Mel Schwartz|year= 2002|publisher= CRC Press|url= http://books.google.gr/books?id=6fdmMuj0rNEC&printsec=frontcover&dq=Encyclopedia+of+materials,+parts,+and+finishes&hl=el&ei=Jw9ETIeLGZiT4gazq_SZDg&sa=X&oi=book_result&ct=result&resnum=1&ved=0CC4Q6AEwAA#v=onepage&q&f=false|ISBN = 1566766613}}</ref>. Είναι κράματα διμερή (με δύο μέταλλα), τριμερή, τετραμερή, πενταμερή ενώ έχουν πολύ μεγάλη ποικιλία στη σύνθεσή τους.<ref name="Bauccio">{{cite book|title= ASM metals reference book|edition = 3η|author= Michael Bauccio|year= 1993|publisher= Metals Park, Ohio : American Society for Metals|url= http://books.google.gr/books?id=9ohkDUryVZ0C&pg=PA42&dq=indium+fusible+alloys&hl=el&ei=kgZETMmMJYX94AbZ3oCfDg&sa=X&oi=book_result&ct=result&resnum=10&ved=0CGAQ6AEwCQ#v=onepage&q=indium%20fusible%20alloys&f=false|ISBN = 0871704781}}</ref>.
Έχουν υψηλό βαθμό θερμικής [[αγωγιμότητα]]ς κατά πολύ ανώτερη από τα κοινά μη μεταλλικά υγρά αλλά και υψηλή πυκνότητα και [[ηλεκτρική αγωγιμότητα]].<ref name="IndiumCorporation1" />. Για παράδειγμα, κράμα που περιέχει Bi, Sn και 26 % In λιώνει στους 78,89&nbsp;°C, ένα άλλο με Bi, Pb, Sn και 21 % In λιώνει στους 57,78&nbsp;°C, ενώ ένα τρίτο που περιέχει μαζί με τα προηγούμενα μέταλλα και Cd και 19,1 % In έχει σημείο τήξης 47,22&nbsp;°C.<ref name="Caleb" />.
Διμεταλλικό κράμα αποτελούμενο από 76 % Ga - 24 % In, λιώνει στους 16&nbsp;°C. Το κράμα με το εμπορικό όνομα '''galinstan''', αποτελούμενο από Ga (gal-), In (-in-)και Sn (-stan), στερεοποιείται περίπου στους –20&nbsp;°C και βράζει στους 2300&nbsp;°C. Έτσι, έχει ένα πολύ μεγάλο εύρος θερμοκρασιών όπου μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως υγρό. Η τάση ατμών του είναι επίσης αρκετά χαμηλή, ουσιαστικά μηδενική στους 20&nbsp;°C<ref>[http://www.osti.gov/bridge/purl.cover.jsp;jsessionid=0369917CFB0021E5F9B8CEBE804A4543?purl=/811932-smXmM0/native/ Information Bridge: DOE Scientific and Technical Information. Gallium Safety in the Laboratory (PDF)]</ref>
 
Γραμμή 500:
== Εφαρμογές ==
 
Αν και το ίνδιο ανακαλύφθηκε το 1863, δε χρησιμοποιήθηκε σε μεγάλη κλίμακα για πολλά χρόνια και η παγκόσμια παραγωγή του ήταν μερικά [[γραμμάριο|γραμμάρια]] για ερευνητικούς σκοπούς μέχρι τη δεκαετία του 1930. Η πρώτη εγχώρια παραγωγή ινδίου στις [[Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής|Η.Π.Α.]] άρχισε το 1926,<ref name="Brown" />, ενώ το 1933 προστέθηκε σε μικρές ποσότητες στο χρυσό σε ορισμένα [[οδοντιατρική|οδοντιατρικά]] κράματα όπου χρησίμευε στο καθάρισμα του [[οξυγόνο]]υ. Στο Β' παγκόσμιο πόλεμο χρησιμοποιήθηκε πολύ στην κατασκευή εδράνων για τα [[ρουλεμάν]] των αεροπλάνων, ενώ η συστηματική χρήση ενώσεών του άρχισε μετά το 1950, πρώτα σε ημιαγωγούς και μετά σε επίπεδες οθόνες.<br />
Από το 2000 και μετά, πάνω από το 50 % της πρωτογενούς παραγωγής και το 80 % του συνόλου της διαθέσιμης ποσότητας ινδίου<ref name="Mikolajczak" /> κατευθύνονται στην κατασκευή επίπεδων οθονών κάθε τύπου και δευτερευόντως, ένα 15 % περίπου,<ref name="Hasan">{{cite book|title= The boron elements : boron, aluminum, gallium, indium, thallium|author= Heather Hasan|year= 2010|publisher= New York : Rosen Pub.|pages= |url= http://books.google.gr/books?id=46FLKqyFdDsC&printsec=frontcover&dq=The+Boron+Elements:+Boron,+Aluminum,+Gallium,+Indium,+Thallium&hl=el&ei=8uZDTMzZO4GRjAfxxuVV&sa=X&oi=book_result&ct=result&resnum=1&ved=0CCwQ6AEwAA#v=onepage&q&f=false|ISBN = 9781435853331}}</ref>, στην κατασκευή ημιαγωγών. Κράματά του αλλά και το ίδιο το ίνδιο χρησιμοποιούνται στη βιομηχανία για συγκολλήσεις μετάλλων. Μικρό μέρος του παραγόμενου ινδίου χρησιμοποιείται για ερευνητικούς σκοπούς, ενώ το [[ισότοπο]] <sup>111</sup>In χρησιμοποιείται στην πυρηνική [[ιατρική]].<br />
Οι ενώσεις του ινδίου με τη μεγαλύτερη εμπορική σημασία είναι<ref name="Jorgenson" /> το τριμεθυλ-ίνδιο, In(CH<sub>3</sub>)<sub>3</sub>, το τριαιθυλ-ίνδιο, In(C<sub>2</sub>H<sub>5</sub>)<sub>3</sub>, το τριφαινυλ-ίνδιο, In(C<sub>6</sub>H<sub>5</sub>)<sub>3</sub>, το χλωριούχο ίνδιο (ΙΙ), InCl<sub>2</sub>, το υδροξείδιο, In(OH)<sub>3</sub>, το νιτρικό ίνδιο (ΙΙΙ), In(NO<sub>3</sub>)<sub>3</sub>, τα οξείδια In<sub>2</sub>O<sub>3</sub>, In<sub>2</sub>O και InO, το φωσφορικό ίνδιο (ΙΙΙ), InPO<sub>4</sub>, το θειούχο ίνδιο (ΙΙΙ), In<sub>2</sub>S<sub>3</sub>, το χλωριούχο ίνδιο (ΙΙΙ), InCl<sub>3</sub> και το θειικό ίνδιο (ΙΙΙ), In<sub>2</sub>(SO<sub>4</sub>)<sub>3</sub>.
 
Γραμμή 515:
6. Ανακλαστική επιφάνεια που επιστρέφει το [[φως]] στο θεατή</small>]]
 
* Το '''οξείδιο του ινδίου (ΙΙΙ), In<sub>2</sub>O<sub>3</sub>''', χρησιμοποιείται σε ορισμένους τύπους [[μπαταρία|μπαταριών]], ως πολύ λεπτή επικάλυψη σε υπέρυθρους ανακλαστήρες διαπερατούς στο ορατό [[φως]], σε αντιστατικά επιχρίσματα, ως [[ημιαγωγός]] n-τύπου, σε αντιστάσεις ολοκληρωμένων [[ηλεκτρικό κύκλωμα|κυκλωμάτων]], στην κατασκευή μονοκρυσταλλικών νανο-συρμάτων διαμέτρου 10 &nbsp;nm που χρησιμοποιούνται ως ευαίσθητοι και ειδικοί [[οξειδοαναγωγή|οξειδοαναγωγικοί]] αισθητήρες [[πρωτεΐνη|πρωτείνη]]ς<ref>[http://www.foresight.org/Conferences/MNT11/Abstracts/Rouhanizadeh/index.html Applying Indium Oxide Nanowires as Sensitive and Specific Redox Protein Sensors ]</ref> και ως πρόδρομη ένωση για την παρασκευή [[άλας|αλάτων]] ινδίου. Χρησιμοποιείται επίσης για να προσδίδει στο [[γυαλί]] χρώματα που κυμαίνονται από ανοικτό κίτρινο έως σκούρο πορτοκαλί<ref name="Stuart" />
 
* Το '''οξείδιο ινδίου-κασσιτέρου''' (indium tin oxide) πιό γνωστό με τη συντομογραφία '''ITO''' είναι στερεό [[διάλυμα]] αποτελούμενο συνήθως από 90% w/w In<sub>2</sub>O<sub>3</sub> και 10 % w/w SnO<sub>2</sub>.<ref name="Jorgenson" />. Έχει χρώμα κιτρινωπό προς το γκρι αλλά όταν παράγεται σε φύλλα πολύ μικρού πάχους είναι διαφανές, άχρωμο, με [[ηλεκτρική αγωγιμότητα]] ενώ απάγει και τη [[θερμότητα]]. Στην υπέρυθρη περιοχή του [[φάσμα]]τος δίνει την εντύπωση καθρέφτη με μεταλλική επίστρωση. Εξαιτίας αυτών των σημαντικών ιδιοτήτων του χρησιμοποιείται ευρύτατα στην κατασκευή διαφανών αγώγιμων επικαλύψεων για επίπεδες οθόνες πλάσματος, αφής, υγρών κρυστάλλων ([[LCD]]), για οργανικές διόδους εκπομπής φωτός (OLED), για ηλιακά [[φωτοκύτταρο|φωτοκύτταρα]], αντιστατικά επιχρίσματα κλπ. Χρησιμοποιείται ακόμα ως [[φίλτρο]] φωτός σε [[λαμπτήρας|λαμπτήρες]] χαμηλής πίεσης ατμών [[νάτριο|νατρίου]]. Η υπέρυθρη [[ακτινοβολία]] αντανακλάται πίσω στο λαμπτήρα, αυξάνει τη [[θερμοκρασία]] στο εσωτερικό του σωλήνα και έτσι βελτιώνει τις επιδόσεις του λαμπτήρα.<ref name="Downs" />. Η αστάθεια όμως των τιμών του ινδίου αλλά και η αβεβαιότητα σχετικά με την απρόσκοπτη προμήθεια του μετάλλου έχουν επιταχύνει την ανάπτυξη διαφορετικών υποκατάστατων τόσο του ΙΤΟ όσο και άλλων ενώσεων του ινδίου.<ref name="MineralCommoditySummaries" />. Υποκατάστατα του ΙΤΟ που αναπτύσσονται είναι :
: Το [[οξείδιο]] αντιμονίου-κασσιτέρου για τις οθόνες LCD.
: Οι νανοσωλήνες [[άνθρακας|άνθρακα]] για εύκαμπτες οθόνες, ηλιακά κύτταρα και οθόνες αφής.
: Το πολυ(3,4-αιθυλενο-διοξυθειοφαίνιο (PEDOT)για εύκαμπτες οθόνες και οργανικές διόδους εκπομπής φωτός.
: Το [[γραφένιο]]<ref group="Σημ.">Το γραφένιο (graphene) είναι μια μορφή του άνθρακα που ανακαλύφθηκε το 2004 και χρησιμοποιείται για την κατασκευή εξαιρετικά λεπτών φύλλων. Αποτελείται από άτομα άνθρακα διατεταγμένα σε ένα επίπεδο, αντί σε τρεις διαστάσεις όπως συμβαίνει με το ατομικό πλέγμα του [[γραφίτης|γραφίτη]]. Αν αφεθούν ελεύθερα, αυτά τα επίπεδα φύλλα άνθρακα «τσαλακώνονται» και σχηματίζουν άμορφες μάζες. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί ώστε να αναπτυχθούν νέα είδη κβαντικών transistors.</ref> για ηλεκτρόδια σε ηλιακά κύτταρα αλλά και για οθόνες LCD.
: Συγκολλητική σκόνη οξειδίου του ψευδαργύρου για οθόνες LCD.
 
* Ενώσεις του ινδίου με τα στοιχεία της 15ης ομάδας ([[άζωτο]], [[φωσφόρος]], [[αρσενικό]], [[αντιμόνιο]]) όπως InP, InAs, InSb, χρησιμοποιούνται ως '''ημιαγωγοί''' με πολύ χρήσιμες ιδιότητες.<ref name="Semi" />. Το ίνδιο σ'αυτά τα υλικά έχει καθαρότητα μέχρι και 99,9999 %.<ref group="Σημ.">Η καθαρότητα 99,9999 % ενός οποιουδήποτε υλικού είναι γνωστή με το εμπορικό όνομα "έξι εννιάρια"</ref>. Ως ημιαγωγοί χρησιμοποιούνται και ενώσεις όπως το Ga<sub>x</sub>In<sub>1-x</sub>As<sub>y</sub>Sb<sub>1-y</sub>, Ga<sub>x</sub>In<sub>1-x</sub>As, In<sub>x</sub>Ga<sub>1-x</sub>N κ.ά. Το τριμεθυλ-ίνδιο χρησιμοποιείται ως πρόδρομη ένωση για την κατασκευή ημιαγωγών ΙΙΙ-VI ή ΙΙΙ-V με χημικά στοιχεία των ομάδων 13-16 και 13-15 του [[περιοδικός πίνακας των χημικών στοιχείων|περιοδικού πίνακα]] αντίστοιχα,<ref>{{cite journal|title = Correlation of film properties and reduced impurity concentrations in sources for III/V-MOVPE using high-purity trimethylindium and tertiarybutylphosphine|first = Deodatta V.|last = Shenai|coauthors = Timmons, Michael L.; DiCarlo Jr., Ronald L.; Marsman, Charles J.|journal = Journal of Crystal Growth|volume = 272|issue = 1–4|year = 2004|pages = 603–608 |url = http://www.sciencedirect.com/science?_ob=ArticleURL&_udi=B6TJ6-4DHXJV5-8&_user=10&_coverDate=12/10/2004&_rdoc=1&_fmt=high&_orig=search&_sort=d&_docanchor=&view=c&_acct=C000050221&_version=1&_urlVersion=0&_userid=10&md5=eb4867da9419b4c225235a171c4920f4}}</ref>, ενώ η ένωση InSb έχει χρησιμοποιηθεί και για υπέρυθρους ανιχνευτές σε στρατιωτικές εφαρμογές αλλά η χρήση της είναι περιορισμένη, διότι πρέπει να διατηρείται σε πολύ χαμηλή θερμοκρασία με [[ψύξη]] με υγρό [[άζωτο]] , ώστε να επιτευχθεί βέλτιστη απόδοση.<ref name="Downs" />. Ειδικά ο InP μπορεί να αντικατασταθεί από το [[αρσενικούχο γάλλιο]] στα ηλιακά κύτταρα και στους ημιαγωγούς.<ref name="MineralCommoditySummaries" />.
 
* H ένωση CuIn<sub>x</sub>Ga<sub>(1-x)</sub>Se<sub>2</sub>, με το εμπορικό όνομα CIGS (από τα αρχικά Copper Indium Gallium Selenide) χρησιμοποιείται στα '''φωτοβολταϊκά κύτταρα''' και για την παρασκευή λεπτών [[υμένιο|υμενίων]] ηλιακών κυψελίδων<ref>{{cite journal|title = Scaling up issues of CIGS solar cells| volume = 361-362|year = 21 February 2000| pages = 540–546|url = http://www.sciencedirect.com/science?_ob=ArticleURL&_udi=B6TW0-40962H5-3P&_user=10&_coverDate=02%2F21%2F2000&_rdoc=1&_fmt=high&_orig=search&_sort=d&_docanchor=&view=c&_acct=C000050221&_version=1&_urlVersion=0&_userid=10&md5=604c4f516ab0bcaaddbde86115305bbf|first = M.|last = Powalla|coauthors = Dimmler, B.|journal = Thin Solid Films}}</ref>
Γραμμή 538:
* Κράματα με Au και In έχουν απαλή μεταλλική λάμψη, καλή [[ελατότητα]] και [[ολκιμότητα]] και χρησιμοποιούνται για ανθεκτική [[συγκόλληση]] αντικείμενων σε σημεία που περιέχουν και γυάλινες προσθήκες.
* Κράμα που περιέχει 80 % άργυρο, 15 % ίνδιο και 5 % κάδμιο χρησιμοποιείται από την εταιρεία Westinghouse Electric για ράβδους πυρηνικού ελέγχου.<ref name="Stuart">{{cite book|title= Materials Handbook|edition = 15η|author= George Stuart,Brady, John A.,Vaccari, Henry R.,Clauser|year=2002|publisher= McGraw-Hill Education - Europe|url= http://books.google.gr/books?id=vIhvSQLhhMEC&printsec=frontcover&dq=Materials+handbook:+an+encyclopedia+for+managers,+technical+professionals&hl=el&ei=IBtETMvkAsKN4gbsm4SjAQ&sa=X&oi=book_result&ct=result&resnum=1&ved=0CCoQ6AEwAA#v=onepage&q&f=false|ISBN = 007136076X}}</ref>. Το στοιχείο [[άφνιο]] μπορεί να αντικαταστήσει το ίνδιο σ' αυτές τις ράβδους.
 
* Τα [[εύτηκτα κράματα]] με ίνδιο έχουν πολλές βιομηχανικές εφαρμογές. Επειδή πολλά απ' αυτά δεν είναι καθόλου τοξικά και έχουν πολύ χαμηλό [[σημείο τήξης]] δηλ. είναι υγρά σε θερμοκρασία δωματίου, βρίσκουν αυξημένη χρήση σε διάφορες εφαρμογές στις οποίες παλιότερα ήταν απαραίτητος ο, εξαιρετικά τοξικός, [[υδράργυρος]]. Το πιο σημαντικό είναι ότι οι τάσεις ατμών τους είναι σημαντικά χαμηλότερες από του υδραργύρου. Χρησιμοποιούνται ακόμα σε ειδικές εφαρμογές απαγωγής της θερμότητας από τα ευαίσθητα μέρη διαφόρων οργάνων καθώς και σε τυπικές εφαρμογές που περιλαμβάνουν [[θερμοστάτης|θερμοστάτες]], [[διακόπτης|διακόπτες]], [[βαρόμετρο|βαρόμετρα]], συστήματα μεταφοράς θερμότητας, θερμικής ψύξης και θέρμανσης.<ref name="IndiumCorporation1">[http://www.indium.com/products/fusiblealloys.php Indium Corporation of America. Fusible Alloys]</ref>. Εύτηκτα κράματα του ινδίου με κασσίτερο, κάδμιο άργυρο, μόλυβδο, βισμούθιο χρησιμοποιούνται για ειδικές συγκολλήσεις.<ref name="Downs" />.
 
* Άλλα κράματα χρησιμοποιούνται στη [[διαφορική θερμιδομετρία σάρωσης]] κατά την οποία η διαφορά στο ποσό της θερμότητας προκειμένου να αυξηθεί η θερμοκρασία ενός δείγματος αναφοράς, μετριέται ως [[συνάρτηση]] της θερμοκρασίας.
Γραμμή 548:
* Επειδή το ίνδιο είναι πολύ μαλακό και ελατό, μπορεί να συμπληρώσει τα κενά μεταξύ δύο επιφανειών σε επαφή, ακόμη και σε θερμοκρασίες υγρού αζώτου.
 
* Το σημείο τήξης του ινδίου, 429,7485 Κ (156,5985&nbsp;°C), αποτελεί σταθερό σημείο αναφοράς στη [[διεθνή κλίμακα θερμοκρασίας]] ITS-90.<ref>[http://www.bipm.org/utils/common/pdf/its-90/ITS-90_metrologia.pdf The official reference for the International Temperature Scale of 1990 (ITS-90) (PDF)]</ref>.
 
* Η χρήση του στις περισσότερες αλκαλικές [[μπαταρία|μπαταρίες]] τις καθιστά πιο φιλικές προς το περιβάλλον, καταργώντας τον υδράργυρο και παρέχοντας περισσότερη [[ενέργεια]] ανά μπαταρία.
 
* Χρησιμοποιείται ακόμα στις συγκολλήσεις υλικών που δε μπορούν να κολλήσουν με παραδοσιακούς τρόπους όπως τα [[κεραμικά]], ο [[χαλαζίας]] ή κρύσταλλα ειδικών χρήσεων. Επίσης αξιοποιείται στη συγκόλληση υλικών με διαφορετική θερμική αγωγιμότητα για να μην ξεκολλάν με τις αλλαγές της θερμοκρασίας.<ref name="IndiumCorporation1" />.
 
* Στεγανωτικά παρεμβύσματα ινδίου συνήθως με μορφή σύρματος διαμέτρου 0,7-1,5 &nbsp;mm, [[βαλβίδα|βαλβίδες]], [[φλάντζα|φλάντζες]], μεταλλικοί σύνδεσμοι, δακτύλιοι χρησιμοποιούνται ευρύτατα σε στεγανοποιήσεις κενού.<ref>{{cite book|title= Vacuum sealing techniques|author= A. Roth|year= 1994|publisher= Springer-Verlag New York, LLC |url= http://books.google.com/books?id=sdKAPJh5RgQC&printsec=frontcover&dq=#v=onepage&q&f=false|ISBN = 1563962594}}</ref>.
 
* Ειδικό επίστρωμα ινδίου που κατασκευάστηκε από την εταιρεία Davidson Instrument Panels Textron με εναπόθεση υπό κενό του μετάλλου πάνω σε προκατεργασμένο μαλακό υπόστρωμα [[πολυμερές|πολυμερούς]] με τη μορφή ασυνεχών μικροσκοπικών νησίδων, μπορεί να κάμπτεται συνεχώς πολλές φορές χωρίς ρωγμές και χρησιμοποιείται σε θερμοπλαστικά ελαστομερή πολυουρεθάνης τα οποία τοποθετούνται σε σχάρες των ψυγείων των αυτοκινήτων.<ref name="Stuart" />.
 
* Το ουδέτερο ένυδρο [[θειικό ίνδιο (ΙΙΙ)]], In<sub>2</sub>(SO<sub>4</sub>)<sub>3</sub>.9H<sub>2</sub>O, χρησιμοποιείται σε επικαλύψεις και επιστρώματα.
 
* Ενώσεις στις οποίες το ίνδιο έχει αριθμό οξείδωσης +2, όπως το InCl<sub>2</sub>, χρησιμοποιούνται συχνά ως μονο-ηλεκτρονιακά αναγωγικά μέσα οπότε [[οξειδοαναγωγή|οξειδώνονται]] και το ίνδιο αποκτά αριθμό οξείδωσης +3 που είναι και σταθερότερος.<ref>[http://www.organic-chemistry.org/chemicals/reductions/indiumlowvalent.shtm Organic Chemistry Portal. Indium (low valent)]</ref>.
 
* Το [[ραδιενέργεια|ραδιενεργό]] <sup>111</sup>In, το οποίο εκπέμπει [[ακτινοβολία]] γ με ενέργεια 172 και 245 KeV, χρησιμοποιείται κυρίως συνδεδεμένο με το διαιθυλενο-τριαμινο-πενταοξικό οξύ, DTPA, για τη δεξαμενογραφία του [[εγκέφαλος|εγκεφάλου]] και συνδεδεμένο με το [[οκτρεοτίδιο]]<ref group="Σημ.">Το οκτρεοτίδιο είναι συνθετικό ανάλογο της [[σωματοστατίνη]]ς η οποία είναι μια ορμόνη που εκκρίνεται από κύτταρα του παγκρέατος και ασκεί ανασταλτική δράση στην έκκριση [[ινσουλίνη]]ς και [[γλυκαγόνη]]ς</ref> για την απεικόνιση διαφόρων όγκων, αλλά η κυριότερη χρησιμότητά του προκύπτει από τη σύνδεσή του με διάφορα [[αντισώματα]] ή [[αντιγόνα]] για τη σπινθηρογραφική απεικόνιση διαφόρων καρκινωμάτων και των μεταστάσεων αυτών. Επίσης χρησιμοποιείται το <sup>113</sup>In ως <sup>113m</sup>InCl και ως <sup>113m</sup>In-DTPA.<ref>{{cite journal |title= Φυσικοχημικές Ιδιότητες και Φυσική Διασπορά των Κυριότερων Ραδιονουκλιδίων που Χρησιμοποιούνται στην Πυρηνική Ιατρική |author= Βασιλική Μήρτσου-Φιδάνη |journal= Τετραμηνιαίο Περιοδικό της Ελληνικής Εταιρείας Πυρηνικής Ιατρικής |volume= 1 |issue = 1 |year= 1998 |pages= |format= |url= http://www.med.auth.gr/pub/nuclmed/gr/jan98/5.html#2 |accessdate = 20/7/2010 }}</ref>.
 
== Ανακύκλωση ινδίου ==
 
Δεδομένα για την ποσότητα της δευτεροβάθμιας ανάκτησης ινδίου από τα [[απορρίμματα]] δεν είναι διαθέσιμα. Το [[ανακύκλωση|ανακυκλούμενο]] In συνήθως ανακτάται από το οξείδιο ινδίου-κασσιτέρου (ITO). Η μέθοδος ψεκασμού που εφαρμόζεται για την επικάλυψη με λεπτό υμένιο ΙΤΟ του υποστρώματος είναι αναποτελεσματική γιατί μόνο περίπου το 30 % του ITO επικάθεται επάνω στο υπόστρωμα και το υπόλοιπο 70% κάθεται κυρίως πάνω στα τοιχώματα του θαλάμου ψεκασμού. Από το ΙΤΟ που χάνεται, εκτιμάται ότι ανακτάται περίπου το 60 % με 65 % ενώ γίνονται συνεχείς προσπάθειες για να αυξηθούν αυτά τα ποσοστά. Η ανακύκλωση του ΙΤΟ επικεντρώνεται στην Κίνα, στην Ιαπωνία και στη Νότια Κορέα, χώρες που το παράγουν και εφαρμόζουν τη μέθοδο του ψεκασμού. <br />
Ένας κατασκευαστής οθονών LCD έχει αναπτύξει μια διαδικασία για ανάκτηση του ινδίου απευθείας από θραύσματα των πάνελ LCD. Τα εν λόγω απορρίμματα όμως αφενός περιέχουν μικρές ποσότητες ινδίου και αφετέρου είναι δύσκολη η επεξεργασία τους. Ωστόσο, οι πρόσφατες βελτιώσεις στην τεχνολογία έχουν κάνει την ανάκτηση του ινδίου από απορρίμματα βιώσιμη εφόσον η τιμή του ινδίου παραμένει υψηλή.<ref name="MineralCommoditySummaries">{{cite journal|title= U.S. Geological Survey, Mineral Commodity Summaries |author= Amy C. Tolcin|year= January 2010|format= PDF|url=http://minerals.usgs.gov/minerals/pubs/commodity/indium/mcs-2010-indiu.pdf|accessdate = 20/7/2010}}</ref>.
 
==Σημειώσεις==
Γραμμή 588:
* {{cite book |author= Downs A. J. |title= Chemistry of aluminium, gallium, indium and thallium |year= 1993 |ISBN = 075140103X |publisher= Blackie Acad. & Professional |edition = }}
* {{cite book |author= Mανουσάκης Γ.Ε. |title= Γενική και Ανόργανη Χημεία |year= 1994 |ISBN = 9603432725 |publisher= Αφοι Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη |edition = }}
* {{cite book |title= General Chemistry|edition = 3η |chapter = |author= Pauling L.|editor=
|year= 2003|publisher= Dover Publications Inc.|pages= |url=|ISBN = 9780486656229}}
* {{cite book |author= Schwarz-Schampera, Ulrich, Herzig, Peter M. |title= Indium |year= 2002 |ISBN = 978-3-540-43135-0|publisher= Springer|edition = }}
* {{cite book|title= Encyclopedia of materials, parts, and finishes
|author=Schwartz Μ.|year= 2002|publisher= CRC Press|ISBN = 1566766613}}</ref>
* {{cite book |author= Weeks M.E. |title= Discovery of the elements |year= 1933 |ISBN = 0766138720 |publisher= Journal of Chemical Education |edition = }}
Γραμμή 611:
 
{{Link FA|de}}
 
[[vep:Indii (himine element)]]
 
[[af:Indium]]
[[an:Indio (elemento)]]
Γραμμή 699 ⟶ 696 :
[[uk:Індій]]
[[uz:Indiy]]
[[vep:Indii (himine element)]]
[[vi:Indi]]
[[war:Indyo (elemento)]]
Ανακτήθηκε από "https://el.wikipedia.org/wiki/Ίνδιο"