Αρνησικυρία: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Templar52 (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Σε απόλυτες μοναρχίες και δικτατορίες τα κοινοβούλια κάνουν διακοπές σε βουνά και θάλασσες!
Templar52 (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Προσθ.
Γραμμή 1:
:Γραμμή με εσοχή
{{Πηγές|20|11|2010}}<br />
 
'''Αρνησικυρία''' ονομάζεται τόσο η άρνηση μιας [[Κράτος|κρατικής]] αρχής να επικυρώσει [[Νόμος|νόμο]] ή απόφαση κάποιας άλλης, έστω κι αν η δεύτερη είναι η καθ' ύλην αρμόδια, προκαλώντας επαναδιαπραγμάτευση ή σπανιότερα ακύρωσή του, όσο και το δικαίωμα ή ικανότητα άσκησης αυτής. Ο όρος χρησιμοποιείται επίσης στους περισσότερους [[Διεθνείς οργανισμοί|διεθνείς οργανισμούς]] και αναφέρεται στην άρνηση ενός εταίρου να συνυπογράψει απόφαση των συλλογικών οργάνων, με την έννοια άσκησης φραγμού, οδηγώντας έτσι στην ακύρωσή της.<br />
Συνεπώς πρόκειται για νομική δυνατότητα άσκησης εξουσίας (veto power) που παρέχεται από το νόμο σε πρόσωπα ή δημόσια όργανα, (οργανισμούς) προς παρεμπόδιση ή αποτροπή ενέργειας.
 
== Γενικά ==
'''Αρνησικυρία''' ονομάζεται η άρνηση μιας [[Κράτος|κρατικής]] αρχής να επικυρώσει [[Νόμος|νόμο]] ή απόφαση κάποιας άλλης, έστω κι αν η δεύτερη είναι η καθ' ύλην αρμόδια, προκαλώντας επαναδιαπραγμάτευση ή σπανιότερα ακύρωσή του. Ο όρος χρησιμοποιείται επίσης στους περισσότερους [[Διεθνείς οργανισμοί|διεθνείς οργανισμούς]] και αναφέρεται στην άρνηση ενός εταίρου να συνυπογράψει απόφαση των συλλογικών οργάνων, οδηγώντας στην ακύρωσή της.
ΣυχνάΣυχνότερα χρησιμοποιείται επίσης ο αντίστοιχος διεθνής όρος '''βέτο''', προερχόμενος από τη [[Λατινική γλώσσα|λατινικό]] ρήμα '''''veto''''' που σημαίνει ''παρεμποδίζω''. Η λέξη αυτή ως όρος μας φέρνει πίσω στα πρώτα χρόνια εφαρμογής της συγκεκριμένης πρακτικής, στην [[Αρχαία Ρώμη]] όταν ο "τριμπούνους πλέμπις" (η δεκαμελής αντιπροσωπεία που εκπροσωπούσε τα συμφέροντα των πληβείων) ασκούσε δικαίωμα veto ανακαλώντας αποφάσεις άλλων Αρχών, αλλά και όταν καθένας από τους δύο [[Ύπατος|υπάτους]] της [[Ρωμαϊκή Δημοκρατία|Ρωμαϊκής Δημοκρατίας]] μπορούσε να ακυρώσει τις αποφάσεις του άλλου - αν και τότεστην περίπτωση αυτή δεν ονομαζόταν στην πραγματικότητα ''veto'' αλλά '''''intercessio'''''.
 
Συχνά χρησιμοποιείται επίσης ο διεθνής όρος '''βέτο''', προερχόμενος από τη [[Λατινική γλώσσα|λατινικό]] ρήμα ''veto'' που σημαίνει ''παρεμποδίζω''. Η λέξη αυτή μας φέρνει πίσω στα πρώτα χρόνια εφαρμογής της συγκεκριμένης πρακτικής, όταν καθένας από τους δύο [[Ύπατος|υπάτους]] της [[Ρωμαϊκή Δημοκρατία|Ρωμαϊκής Δημοκρατίας]] μπορούσε να ακυρώσει τις αποφάσεις του άλλου - αν και τότε δεν ονομαζόταν στην πραγματικότητα ''veto'' αλλά ''intercessio''.
 
Η αρνησικυρία αποτελεί ένα ακραίο μέσο για την άσκηση πολιτικής, αξιοποιούμενο κυρίως σε διεθνείς οργανισμούς, όταν κάποιος από τους εταίρους νιώθει ότι μια απόφαση απειλεί τα κυριαρχικά δικαιώματα ή ζωτικά συμφέροντά του. Αντίθετα, στο εσωτερικό δίκαιο (ιδίως στις σύγχρονες [[Δημοκρατία|δημοκρατίες]]) αποφεύγεται, λόγω της μεγάλης πιθανότητας να οδηγήσει σε κρίση.
 
Σε κάθε περίπτωση, το ποιοι έχουν δικαίωμα αρνησικυρίας, έναντι ποίου, για ποια ζητήματα και τι συνέπειες αυτή παράγει, καθορίζεται όχι από απλές διατάξεις, αλλά από κείμενα αυξημένης ισχύος, όπως: για το εσωτερικό δίκαιο από τα [[Σύνταγμα|συντάγματα]], ενώ για τους διεθνείς οργανισμούς από τους καταστατικούς χάρτες τους.
 
=== Μορφές αρνησικυρίας ===
'''1'''. Ανάλογα με τις συνέπειες που παράγει η άσκηση αυτής, η αρνησικυρία διακρίνεται σε:
 
* ''Απόλυτη'', όταν η άσκησή της συνεπάγεται την ακύρωση του νόμου/απόφασης μιας πολιτείας. Τούτο συνηθίζεται κυρίως σε διεθνείς οργανισμούς, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα το [[Συμβούλιο Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών|Συμβούλιο Ασφαλείας]] του [[ΟΗΕ]]: όπου σύμφωνα με το καταστατικό εάν κάποιο από τα πέντε μόνιμα μέλη του ασκήσει βέτο, αυτό οδηγεί αυτομάτως σε ακύρωση της απόφασης, ακόμα και εάν αυτή έχει ληφθεί από όλους τους υπολοίπους. Παρόμοιο ισχύει και για τα κράτη μέλη της Ε.Ε. ή άλλους διεθνείς Οργανισμούς όπου η λήψη αποφάσεων προβλέπει παμψηφία, και όχιαντί πλειοψηφία, ή όπως καθιερώθηκε να λέγεται "''Αρχή ομοφωνίας''", ή "''Κανόνας ομοφωνίας''".
 
* ''Αναβλητική'', όταν οδηγεί σε αναστολή εφαρμογής και αναπομπή του νόμου/απόφασης στο αρμόδιο όργανο, ώστε να ξανασυζητηθεί. Τέτοιας μορφής είναι για παράδειγμα το δικαίωμα αρνησικυρίας του αρχηγού κράτους στις περισσότερες δημοκρατίες, σύμφωνα με τα οικεία ισχύοντα συντάγματα, που βεβαίως οι συνέπειές του δεν είναι και εξ ανάγκης ομοιόμορφες, π.χ. στην Ελλάδα, εάν ο [[Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας|πρόεδρος της Δημοκρατίας]] αρνηθεί να επικυρώσει κάποιο νόμο, τότε αυτός επανεισάγεται στη [[Βουλή των Ελλήνων|Βουλή]] για επανεξέταση και ψήφιση. Σε άλλες χώρες, όπως στις ΗΠΑ, ο νόμος ακυρώνεται εάν δεν ξαναψηφιστεί με αυξημένη πλειοψηφία. Τέλος, υπάρχουν περιπτώσεις που η προεδρική αρνησικυρία οδηγεί όχι σε νέα συζήτηση στη Βουλή αλλά σε [[δημοψήφισμα]], όπως στην [[Ισλανδία]].
 
'''2'''. Ανάλογα του προσώπου που ασκεί αυτήν, η αρνησικυρία διακρίνεται α) Κατά [[Δημόσιο Δίκαιο]] και β) Κατά [[Διεθνές Δίκαιο]].
 
== Παρατηρήσεις ==
* Ο όρος "Κανόνας ομοφωνίας" (''rule of unamity'') λεγόταν η άσκηση του βέτο στην [[Κοινωνία των Εθνών]]. Τον όρο αυτό συνέχισαν να χρησιμοποιούν μετά τον [[Β' Π.Π.]] οι χώρες του Σοβιετικού συνασπισμού, έναντι του όρου "βέτο" που χρησιμοποιούσαν οι δυτικές.
 
[[Κατηγορία:Συνταγματικό Δίκαιο]]