Μυοσφαιρίνη: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Petef (συζήτηση | συνεισφορές)
Petef (συζήτηση | συνεισφορές)
Γραμμή 22:
Οι μηχανικές βλάβες των σκελετικών μυών κατά την διάρκεια του συνδρόμου καταχώσεως οφείλονται στην διαρροή του σαρκειλήμματος. Η αυξημένη διαπερατότητα της μεμβράνης των μυϊκών κυττάρων επιτρέπει την είσοδο μέσα σ' αυτά νατρίου, ασβεστίου και νερού από τον εξωκυττάριο χώρο, με αποτέλεσμα την μείωση του τελευταίου και την υπασβεστιαιμία. Η αύξηση του ενδοκυττάριου ασβεστίου ενεργοποιεί καταστροφικά αυτολυτικά ένζυμα των κυττάρων, με αποτέλεσμα την νέκρωση των μυϊκών κυττάρων. Τότε εξέρχονται από τα κύτταρα κάλιο, φωσφόρος, μυοσφαιρίνη και ουρικό οξύ, με αποτέλεσμα εκτός από την υπασβεστιαιμία να διαπιστώνεται και έντονη υπερκαλιαιμία, υπερουριχαιμία, υπερφωσφαταιμία και κλινικές εκδηλώσεις όπως βραδυαρρυθμίες (λόγω υπερκαλιαιμίας), καταστολή της μυοκαρδιακής λειτουργίας (λόγω υπασβεστιαιμίας), shock και ΟΝΑ (Better 1993) [3].
 
==Η μυοφαιρίνημυοσφαιρίνη στα ούρα (Μυοσφαιρινουρία)==
Η μυοσφαιρίνη είναι μια αναπνευστική πρωτεΐνη η οποία είναι μοναδική για τους σκελετικούς μύες και το μυοκάρδιο. Ελευθερώνεται σε σημαντικές ποσότητες στο κυκλοφοριακό σύστημα σε περιπτώσεις οξείας καταστροφής των μυϊκών ινών -κυττάρων. Η κατά τη ραβδομυόλυση απελευθερωμένη ποσότητα μυοσφαιρίνης απομακρύνεται γρήγορα από την κυκλοφορία και δίδει στα ούρα καφέ ερυθρά χροιά. Τα προηγούμενα ευρήματα προκύπτουν σε σοβαρές κακώσεις μυϊκών μαζών (συνθλίψεις), οπότε η ποσότητα της μυοσφαιρίνης είναι σημαντική. Η αποβαλλόμενη μυοσφαιρίνη συνιστά σοβαρό κίνδυνο πρόκλησης νεφρικής βλάβης, που όμως εμφανίζεται αρκετές ημέρες μετά τη μυοσφαιρινουρία [2].<br />
Μικρές ποσότητες μυοσφαιρίνης ελευθερώνονται και σε μικρότερες μυϊκές καταστροφές, όπως σε μικροτραυματισμούς και θλάσεις μυών από έντονη σωματική προσπάθεια. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η αυξημένη αποβολή μυοσφαιρίνης, σε ποσότητες όμως μικρογραμμαρίων, σε περίπτωση οξέος εμφράγματος του μυοκαρδίου, οπότε η καταστροφή των νεκρωμένων μυϊκών ινών οδηγεί σε μυοσφαιριναιμία μικρής χρονικής διάρκειας και μυοσφαιρινουρία η οποία παρατείνεται για μερικές ημέρες.<br />
Η μυοσφαιρινουρία και η μυοαφαιριναιμία αποτελούν τελευταία ένα σημαντικό διαφοροδιαγνωστικό δείκτη, παράλληλα με τα ένζυμα του ορού και ειδικά το καρδιακό κλάσμα της κρεατινο¬φωσφοκινάσης, το CK-ΜΒ, σε περίπτωση υποψίας εμφράγματος του μυοκαρδίου.<br />
Μυοσφαιρινουρία μπορεί να παρατηρηθεί στις ακόλουθες περιπτώσεις:
* Αλκοολική πολυμυοπάθεια
Γραμμή 43:
Οι μέθοδοι αυτοί χρησιμοποιούνται για να διακριθεί αν το κόκκινο χρώμα των ούρων ή η θετική αντίδραση του αίματος στην ταινία ούρων οφείλεται στην μυοσφαιρίνη ή στην αιμοσφαιρίνη [5].
====Μέθοδος προσδιορισμού μυοσφαιρίνης με διήθηση με θειοσαλικυλικό====
Χρησιμοποιούνται ούρα όξινα και διαυγή. Αν τα ούρα είναι αλκαλικά προσθέτονται λίγες σταγόνες οξικού οξέος για να αποφευχθεί ψευδώς θετικό αποτέλεσμα. Μέσα σε δοκιμαστικό σωληνάριο προσθέτονται 2,5 ml ούρα και 7,5 ml θειοσαλικυλικό οξύ 3%. Ανακατεύουμε.Ανάδευση ΔιηθούμεΔιήθηση με χωνί και διηθητικό χαρτί. Αν το χρώμα οφείλεται στην μυοσφαιρίνη δεν απομακρύνεται με την διήθηση, ενώ τόσο η αιμοσφαιρίνη όσο και οι άλλες χρωμογόνες ουσίες καθιζάνουν μαζί με το λεύκωμα.
====Μέθοδος προσδιορισμού μυοσφαιρίνης με βρασμό====
Σε δύο δοκιμαστικά σωληνάρια τοποθετούνται από 5 ml διαυγή ούρα. Αν τα ούρα δεν είναι διαυγή τότε προσθέτονται 3 σταγόνες πυκνού οξικού οξέος ή 5 - 10 οξικού οξέος 33%. κολουθείΑκολουθεί διήθηση με χωνί και διηθητικό χαρτί. Αν το χρώμα οφείλεται στην μυοσφαιρίνη δεν απομακρύνεται με την διήθηση, ενώ τόσο η αιμοσφαιρίνη όσο και οι άλλες χρωμογόνες ουσίες καθιζάνουν μαζί με το λεύκωμα.
====Μέτρηση μυοσφαιρίνης με μίγμα οξειδωτικών – αναγωγικών ουσιών====
Φυγοκεντρούνται 10 ml ούρα και στο ίζημα προσθέτονται 2 σταγόνες διαλύματος αναγωγικής ουσίας και 2 σταγόνες διαλύματος Η2Ο2Η<sub>2</sub>Ο<sub>2</sub>. Η αντίδραση δίνει πράσινο έως σκούρο μπλε χρώμα, σε περίπτωση ύπαρξης αιμοσφαιρίνης.
Οι αναγωγικές ουσίες που χρησιμοποιούνται είναι η βενζιδίνη, η ο-τολιδίνη και η πυραμιδόνη. Οι ουσίες αυτές πρέπει να χρησιμοποιούνται με προσοχή, γιατί είναι καρκινογόνες. Δεύτερο αντιδραστήριο που απαιτείται είναι το Η<sub>2</sub>Ο<sub>2</sub> σε όξινο περιβάλλον (με οξικό οξύ).