Διάκονος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Robot: Προσθήκη ημερομηνίας στην ετικέτα του προτύπου {{πηγές}}
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 1:
{{πηγές|16|06|2012}}
Ο όρος '''διάκονος''' σημαίνει κατά βάση «υπηρέτης». Στην ορολογία των [[Χριστιανισμός|χριστιανικών]] εκκλησιών μπορεί να σημαίνει είτε γενικότερα τον χριστιανό ως υπηρέτη του Θεού είτε ειδικότερα εκκλησιαστικό αξίωμα.
==Στην Παλαιά Διαθήκη==
Έχει κοσμική σημασία αναφερόμενο στον υπηρέτη του βασιλέως. Στο βιβλίο των [[Παροιμίες|Παροιμιών]] (Παρ.10,4), δηλώνει τον υπηρέτη των σοφών.
 
Στον [[Ιώσηπος|Ιώσηπο]] για πρώτη φορά υπάρχει η σύνδεση με το Θεό του διακόνου.
== Στην Ορθόδοξη Εκκλησία ==
{{Βαθμοί Ορθόδοξης Χριστιανικής Ιεροσύνης}}
Γραμμή 7 ⟶ 10 :
'''Διάκονος''' στην [[Ορθόδοξη Εκκλησία|Ορθόδοξη]], αλλά και σε άλλες Εκκλησίες, είναι ο κληρικός που φέρει τον πρώτο βαθμό της ιεροσύνης.
 
 
==Πηγή==
*Πρωτοπρεσβύτερου Δήμητριου Βακάρου, Η ιερωσύνη στην εκκλησιαστική γραμματεία των πέντε πρώτων αιώνων, Θεσσ/ίκη 1986, σελ.169-171, 179-183, 250-263
== Δείτε επίσης ==
* [[Αρχιδιάκονος]]