Καθεδρικός Ναός Αγίου Στεφάνου (Βιέννη): Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ r2.7.2+) (Ρομπότ: Τροποποίηση: th:ชเตฟันสโดม
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 6:
Στα τέλη του 12ου αιώνα η Βιέννη είχε αναδειχθεί σε σημαντικό γερμανόφωνο πολιτισμικό κέντρο της ανατολικής Ευρώπης και οι τέσσερις τότε υπάρχουσες εκκλησίες δεν επαρκούσαν πλέον για τις θρησκευτικές ανάγκες των κατοίκων. Το 1137 ο Αρχιεπίσκοπος του [[Πάσσαου]] και ο [[Λεοπόλδος, Δούκας της Βαυαρίας|Μαργράβος Λεοπόλδος Δ']] υπογράφουν τη Συνθήκη του Μάουτερν, όπου για πρώτη φορά αναφέρεται η Βιέννη ως ''Civitas'' (πολιτεία), και κατά την οποία μεταφέρεται η Εκκλησία του Αγίου Πέτρου στη Μητρόπολη του Πάσσαου. Κατά την ίδια Συνθήκη, εδάφη της πόλης και των προαστίων της περιέρχονται στον Λεοπόλδο, με την εξαίρεση μιας περιοχής, η οποία προορίζεται για τη δημιουργία του νέου ενοριακού ναού, αυτού δηλαδή που εν τέλει θα αποτελέσει τον Καθεδρικό του Αγίου Στεφάνου. Αν και μέχρι πρότινος ο ενοριακός ναός τοποθετείτο εκτός των τειχών της πόλης, θεωρείται πλέον πιο πιθανή η τοποθεσία ενός αρχικά ρωμαϊκού νεκροταφείου· η ανασκαφή το 2000, για την εγκατάσταση συστήματος κεντρικής θέρμανσης, αποκάλυψε μνήματα σε βάθος 2,5 μέτρων, τα οποία χρονολογούνται στον 4ο π.Χ. αιώνα. Η ανακάλυψη αυτή υποδεικνύει την ύπαρξη ενός ακόμη αρχαιότερου ναού απ' αυτόν του Αγίου Ρούπερτ (''Ruprechtskirche''), ο οποίος και θεωρείται ο παλαιότερος της Βιέννης.
 
Με τη Συνθήκη του Μάουτερν σε ισχύ, το [[1137]] τίθεται ο θεμέλιος λίθος του νέου ναού και μία δεκαετία αργότερα, η ημιτελής εκκλησία σε Ρωμανικό ρυθμό καθαγιάζεται προς τιμή του [[Πρωτομάρτυρας Στέφανος|Αγίου Στεφάνου]]. Τα εγκαίνια τελούνται παρουσία του Βασιλέα [[Κονράδος Γ'Γ΄ της Γερμανίας|Κονράδου Γ΄ της Γερμανίας]], του Επισκόπου Όθωνος του Φράισινγκ, καθώς και άλλων Γερμανών της άρχουσας τάξης, οι οποίοι σύντομα θα απέπλεαν για τη [[Β'Β΄ Σταυροφορία]]<ref name="ce1">{{cite web |url=http://en.wikisource.org/wiki/Catholic_Encyclopedia_%281913%29/Vienna |title=The City Of Vienna |accessdate=11–26 2007 |coauthors= |work=Catholic Encyclopedia |quote= }}</ref>. Αν και το αρχικό κτήριο είχε ολοκληρωθεί μέχρι το 1160<ref name="aeiou1"/>, ανακατασκευές και επεκτάσεις καταγράφονται μέχρι το 1511· έκτοτε, οι επισκευές και οι βελτιώσεις επεκτείνονται μέρι τις μέρες μας. Από το 1230 έως το 1245 η Ρωμανικού ρυθμού ναοδομή επεκτείνεται δυτικά, με τα δυτικά τείχη και τους πύργους που σώζονται μέχρι σήμερα. Μια μεγάλη πυρκαϊά το 1258 κατέστρεψε μεγάλο μέρος του αυθεντικού κτηρίου, στη θέση του οποίου οικοδομήθηκε μια μεγαλύτερη κατασκευή - επίσης σε Ρωμανικό ρυθμό· η επέκταση αυτή καθαγιάστηκε το 1263 και εορτάζεται έκτοτε κάθε χρόνο, με τη σπάνια κωδωνοκρουσία της καμπάνας ονόματι «Pummerin», επί τρίλεπτο το βράδυ.
 
Το 1304 ο [[Αλβέρτος Α'Α΄ της Γερμανίας]] διατάσσει την κατασκευή ενός [[κλίτος|τρίκλιτου]] [[χοροστάσιο|χοροστασίου]] στο ανατολικό μέρος του ναού, οι διαστάσεις του οποίου θα πρέπει να συγκλίνουν με τις παλαιές [[πτέρυγα (ναοδομία)|πτέρυγες]]. Ο υιός του, [[Αλβέρτος Β'Β΄ της Γερμανίας|Αλβέρτος Β'Β΄]], επεκτείνει το εν λόγω έργο, κατασκευάζοντας το λεγόμενο ''Αλβερτινό Χοροστάσιο'', το οποίο και καθαγιάζεται το [[1340]], επί της 77ης επετείου του προηγούμενου καθαγιασμού. Το κεντρικό κλίτος είναι αφιερωμένο στον Άγιο Στέφανο και τους [[Άγιοι Πάντες|Αγίους Πάντες]], ενώ τα βόρειο και νότιο κλίτη «ανήκουν» στην [[Παναγία]] και τους [[Απόστολος#Οι Δώδεκα Απόστολοι|Δώδεκα Αποστόλους]] αντίστοιχα. Στις 7 Απριλίου [[1359]] ο υιός του Αλβέρτου Β'Β΄, [[Ροδόλφος Δ'Δ΄, Δούκας της Αυστρίας|Ροδόλφος Δ'Δ΄ ο Ιδρυτής]], θεμελιώνει κοντά στον σημερινό νότιο πύργο την περαιτέρω επέκταση του χοροστασίου: η γοτθικού ρυθμού επέκταση κατασκευάζεται από τη δυτική πλευρά του χοροστασίου και στην τελική του μορφή ενσωματώνει την παλαιά εκκλησία καθ' ολοκληρίαν. Στα 1430, καθώς προχωρά η κατασκευή του νέου καθεδρικού ναού, η δομή του παλαιού κτιρίου αφαιρείται εκ των έσω· ο νότιος πύργος ολοκληρώνεται το 1433 και οι αψίδες που διατρέχουν το κεντρικό κλίτος (έναρξη κατασκευής 1446) έχουν τοποθετηθεί μέχρι το 1474. Ένας βόρειος πύργος θεμελιώνεται το 1450, με ανάδοχο έργου τον Λορέντς Σπέννιγκ, ωστόσο η κατασκευή του εγκαταλείφθηκε, καθώς το 1511 έπαυσαν οι κατασκευαστικές εργασίες.
 
Έξι χρόνια μετά την έναρξη της γοτθικής επέκτασης του Αλβερτινού Χοροστασίου, το 1365, ο Ροδόλφος Δ'Δ΄ παραβλέπει το γεγονός ότι ο ναός αποτελεί μια κοινή ενοριακή εκκλησία και διορίζει ένα σώμα ιερέων κατάλληλο για τη στελέχωση ενός μεγάλου καθεδρικού ναού. Με την κίνηση αυτή, πραγματοποιείται το πρώτο βήμα ώστε η Βιέννη να αποκτήσει δική της επισκοπή· έτσι, το 1469, ο [[Φρειδερίκος Γ'Γ΄, Άγιος Ρωμαίος Αυτοκράτορας]] υπερισχύει του [[Πάπας Παύλος Β'Β΄|Πάπα Παύλου Β΄]] και διορίζει με αυτοκρατορικό διάταγμα τον πρώτο επίσκοπο της Βιέννης. Παρά τη δυσκαμψία των Επισκόπων του Πάσσαου, οι οποίοι δεν ήθελαν να παραχωρήσουν μια περιοχή υπό τον έλεγχό τους, η Επισκοπή της Βιέννης ιδρύεται στις 18 Ιανουαρίου [[1469]], με τον Καθεδρικό του Αγίου Στεφάνου ως μητροπολιτικό ναό. Το 1722, βασιλεύοντος του [[Κάρολος ΣΤ',ΣΤ΄ Άγιοςτης ΡωμαίοςΑγίας ΑυτοκράτοραςΡωμαϊκής Αυτοκρατορίας|Καρόλου ΣΤ΄]], ο [[επισκοπικός θρόνος]] ανάγεται σε αρχιεπισκοπικός, με τις ευλογίες του [[Πάπας Ιννοκέντιος ΙΓ΄|Πάπα Ιννοκέντιου ΙΓ΄]].
 
Κατά τη διάρκεια του [[Β'Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος|Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου]], ο Καθεδρικός του Αγίου Στεφάνου γλιτώνει από σκόπιμη καταστροφή, καθώς ο Λοχαγός Γκέρχαρτ Κλίνκιχτ της [[Βέρμαχτ]] λειτουργεί ερήμην του διοικητή της πόλης [[Γιόζεφ Ντήτριχ|Σεππ Ντήτριχ]], οι διαταγές του οποίου είναι να «καούν εκατό καταφύγια και να μη μείνει παρά μόνο στάχτη και θρύψαλα». Εντούτοις, στις 12 Απριλίου 1945, πυρκαϊές σε γειτονικά μαγαζιά -πυροδοτημένες από συμμορίτες κατά την είσοδο των Ρώσων στρατιωτών στην πόλη- μεταφέρθηκαν με τον άνεμο στον καθεδρικό, κατακαίγοντας και καταστρέφοντας τη στέγη, η οποία και κατέρρευσε. Ευτυχώς, η προστατευτική τοιχοποιία γύρω από τον άμβωνα και το μνήμα του Φρειδερίκου Γ΄ προστάτευσαν σε μεγάλο βαθμό τα πλέον πολύτιμα έργα τέχνης. Τα ξυλόγλυπτα στασίδια του 1487, όπως και άλλα περίτεχνα αντικείμενα του ναού δεν διασώθηκαν. Η αποκατάσταση άρχισε αμέσως μετά τη λήξη του πολέμου, ξανανοίγοντας τις πύλες του στις 12 Δεκεμβρίου 1948 και επανεγκαινιάζοντας την πλήρη του λειτουργία στις 23 Απριλίου 1952.
 
==Το εξωτερικό μέρος του ναού==
Γραμμή 49:
[[Αρχείο:StephansdomAnnotated.png|thumb|250px|Κάτοψη του Καθεδρικού του Αγίου Στεφάνου. Οι εμφαινόμενες συντομογραφίες με <font color=red>κόκκινα</font> γράμματα αναφέρονται σε αντίστοιχες τοποθεσίες που παρατίθενται στο λήμμα:
'''CT''' γλυπτό του "Χριστού με πονόδοντο"·
'''Fr3''' Μνήμα του Αυτοκράτορα [[Φρειδερίκος Γ',Γ΄ Άγιοςτης ΡωμαίοςΑγίας ΑυτοκράτοραςΡωμαϊκής Αυτοκρατορίας|Φρειδερίκου Γ΄]]·
'''G''' "Πύλη των Γιγάντων"·
'''HA''' Αγία Τράπεζα·
Γραμμή 65:
Υπάρχουν 18 [[Αγία Τράπεζα|Αγίες Τράπεζες]] <ref>Να σημειωθεί ότι σε αντίθεση με τους ναούς της Ορθόδοξης Εκκλησίας, η Αγία Τράπεζα είναι στο έμπροσθεν μέρος του Ιερού και έχει τη μορφή βωμού (απαντάται και ως ''βήμα'')· στον τοίχο πίσω του υψώνεται ζωγραφικό ή γλυπτό έργο, ανάλογο με το [[τέμπλο]] στις ορθόδοξες εκκλησίες, το οποίο δεν έχει μία συγκεκριμένη θεματολογία (συνήθως συσχετίζεται με τον Άγιο στον οποίο είναι αφιερωμένος ο ναός). Ένα από τα πλέον γνωστά παραδείγματα είναι η Αγία Τράπεζα στην [[Καπέλα Σιξτίνα]] του Βατικανού</ref> εντός του κυρίου ναού, αλλά και ακόμη περισσότερες στα διάφορα παρεκκλήσια του. Η Κύρια Αγία Τράπεζα ('''ΗΑ''') και η Αγία Τράπεζα Νεαπόλεως Βιέννης (''Wiener Neustädter Altar'' - '''WNA''') είναι οι πλέον περίφημες.
 
Κεντρικό σημείο ενδιαφέροντος αποτελεί το Κυρίως Βήμα, η κατασκευή του οποίου διήρκεσε επτά χρόνια, από το 1641 έως το 1647, ως μέρος της πρώτης ανακαίνισης του ναού, σε [[μπαρόκ]] τεχνοτροπία. Φιλοτεχνήθηκε από τον [[Τομπίας Ποκ]], κατά τις οδηγίες του Αρχιεπισκόπου Φίλιπ Φρήντριχ Γκραφ Μπρόινερ, με [[μάρμαρο]] από την [[Πολωνία]] και τα τότε ανεξάρτητα κρατίδια της [[Στυρία]]ς και του [[Τιρόλο]]υ. Αποτελεί εξαιρετικό κομψοτέχνημα, στο οποίο αναπαρίστανται γλυπτά τοπικών Αγίων (πολιούχων): Άγιος [[Λεοπόλδος Γ'Γ΄, Μαργράβος της Αυστρίας|Λεοπόλδος Γ΄]], [[Άγιος Φλωριανός]], [[Άγιος Σεβαστιανός]] και [[Άγιος Ρόκκος]]. Τη σύνθεση συμπληρώνει άγαλμα της [[Παναγία]]ς, ενώ η κύρια θεματολογία της αναφέρεται στη θεμελίωση του ναού από τον [[Πρωτομάρτυρας Στέφανος|Πρωτομάρτυρα Στέφανο]].
 
Η Αγία Τράπεζα Νεαπόλεως Βιέννης βρίσκεται στην κεφαλή του βόρειου κλίτους και κατασκευάστηκε το 1447 επί παραγγελία του Αυτοκράτορα [[Φρειδερίκος Γ',Γ΄ Άγιοςτης ΡωμαίοςΑγίας ΑυτοκράτοραςΡωμαϊκής Αυτοκρατορίας|Φρειδερίκου Γ΄]], το μνήμα του οποίου βρίσκεται στην αντίθετη κατεύθυνση. Στην βάση του βήματος (''predella'') απεικονίζεται ο περίφημος μηχανισμός με την ακροστιχίδα [[A.E.I.O.U.]], τον οποίον ο Αυτοκράτορας παρήγγειλε για το Κιστερκιανό Αββαείο του Viktring (κοντά στο [[Κλάγκενφουρτ]]), όπου και παρέμεινε μέχρι το 1786, οπότε και σταμάτησε τη λειτουργία του, λόγω των αντικληρικών μεταρρυθμίσεων του Αυτοκράτορα [[Ιωσήφ Β΄ των Αψβούργων|Ιωσήφ Β΄]]. Κατόπιν, μεταφέρθηκε στην Κιστερκιανή Μονή του Αγ. Βερνάρδου του Κλαιρβώ (ιδρυθείσα υπό του Φρειδερίκου Γ΄) στη Νεάπολη Βιέννης ([[Βίνερ Νόιστατ]]), απ' όπου επωλήθη το 1885 στον Καθεδρικό του Αγίου Στεφάνου, αφού η προαναφερθείσα Μονή συγχωνεύτηκε με το Αββαείο του Τιμίου Σταυρού (''Stift Heiligenkreuz'').
 
Η Αγία Τράπεζα Νεαπόλεως Βιέννης αποτελείται από δύο [[τρίπτυχο|τρίπτυχα]], το άνω μέρος της οποίας είναι τετραπλάσιο σε ύψος από το κάτω μέρος, το οποίο όταν ανοίγει αποκαλύπτεται η γοτθικής τεχνοτροπίας λειψανοθήκη. Τις καθημερινές, οι τέσσερις πτυχές παραμένουν κλειστές και απεικονίζουν μια πολυσυλλεκτική σκηνή με 72 Αγίους· τις Κυριακές, οι πτυχές ανοίγονται και προβάλλουν επίχρυσα αγαλματίδια, τα οποία αναπαριστούν σκηνές από τον βίο της Παρθένου Μαρίας. Το 1985, συμπίπτοντας με την εκατονταετή της επετηρίδα, άρχισε η αναστήλωσή της η οποία διήρκεσε 20 χρόνια, ενώ απαιτήθηκαν δέκα συντηρητές, 40.000 ώρες εργασίας και το ποσό του 1,3 εκατομμυρίων ευρώ, κυρίως λόγω του μεγάλου της εμβαδού (100&nbsp;m<sup>2</sup>).
Γραμμή 75:
Η εικόνα της Μαρίας του Πετς (''Maria Pötsch'' - '''MP''') αποτελεί μια [[Βυζαντινή τέχνη|Βυζαντινής τεχνοτροπίας]] εικονογράφηση της Παναγίας με το Θείο Βρέφος, η οποία έλαβε το προσωνύμιό της από το ιερό λείψανο της Μαρίας, στο Ουγγρικό χωριό [[Πετς]] (''Máriapócs'')· το λείψανο υπήρξε αντικείμενο της [[Ουγγρική-Ελληνική Καθολική Εκκλησία|Ουγγρικής Βυζαντινής Εκκλησίας]], απ' όπου μεταφέρθηκε στη Βιέννη. Απεικονίζεται η Παρθένος Μαρία κρατούσα το Θείο Βρέφος, το οποίο κρατά ένα τρίμισχο ρόδο (συμβολίζοντας την [[Αγία Τριάδα]]) και φέρει τον προφητικό σταυρό στο λαιμό. Η εικόνα, διαστάσεων 50 x 70&nbsp;εκ., είναι έργο του Ίστβαν Παπ (István Papp), κατόπιν παραγγελίας του Λάσλο Τσίγκρι (László Csigri), ο οποίος το 1676 απελευθερώθηκε από τους [[Οθωμανική Αυτοκρατορία|Τούρκους]] εισβολείς. Ο Τσίγκρι δεν μπόρεσε να πληρώσει το ποσό των έξι [[Φιορίνι Ουγγαρίας|φιορινίων]] για την εικόνα, την οποία και αγόρασε ο Λέριντς Χούρτα (Lőrinc Hurta), για να την δωρίσει αργότερα στην Εκκλησία του Πετς.
 
Ύστερα από δύο [[Θαύμα|θαυματουργές]] περιστάσεις το 1696, κατά τις οποίες η Παναγία της εικόνας δάκρυσε αληθινά δάκρυα, ο Αυτοκράτορας [[Λεοπόλδος Α',Α΄ Άγιοςτης ΡωμαίοςΑγίας ΑυτοκράτοραςΡωμαϊκής Αυτοκρατορίας|Λεοπόλδος Α΄]] διέταξε την εγκατάσταση της εικόνας στον Καθεδρικό του Αγίου Στεφάνου, όπου θα ήταν ασφαλής από τους Τούρκους επιδρομείς που κατέτρεχαν το μεγαλύτερο μέρος της Ουγγαρίας. Κατά την άφιξή της, μετά από έναν μαραθώνιο πέντε μηνών το 1697, η Αυτοκράτειρα [[Ελεωνόρα Μαγδαληνή του Νόιμπουργκ|Ελεωνόρα Μαγδαληνή]] παρήγγειλε την επένδυσή της -επονομαζόμενη και ''Rosa Mystica''- και μία κορνίζα (πλέον υπάρχουν περισσότερες)· ο δε Αυτοκράτορας διέταξε την τοποθέτησή της κοντά στην Κύρια Αγία Τράπεζα, όπου και παρέμεινε έως το 1945. Έκτοτε φέρεται εντός διαφορετικής κορνίζας και έχει τοποθετηθεί πάνω σε μια Αγία Τράπεζα, κάτω από έναν ''ουρανό'' (περίτεχνο στέγαστρο παρόμοιο μ' αυτό του επιταφίου), κοντά στη νοτιοδυτική γωνία του κλίτους, όπου ο μεγαλος αριθμός των κεριών μαρτυρά την αγάπη του κόσμου προς το αντικείμενο, ιδίως των Ούγγρων. Από την εγκατάστασή της εκεί η εικόνα δεν έχει δακρύσει ξανά, ωστόσο της αποδίδονται άλλα θαύματα, όπως τη νίκη του [[Πρίγκηπας Ευγένιος της Σαβοΐας|Πρίγκηπα Ευγένιου της Σαβοΐας]] έναντι των Τούρκων στη [[Σέντα (Σερβία)|Σέντα]], λίγες μόλις εβδομάδες μετά την άφιξή της στον Καθερδικό του Αγίου Στεφάνου.
 
Οι κάτοικοι του Πετς είχαν ζητήσει επανειλημένως την επιστροφή της θαυματουργής εικόνας, ωστόσο ο Αυτοκράτορας απέστειλε αντίγραφό της. Έκτοτε, υπάρχουν αναφορές στα δάκρυα και τα θαύματα του αντιγράφου, οπότε το χωριό του Πετς μετονομάστηκε σε [[Μαρίαπετς]] (''Máriapócs''), έχοντας πλέον αναδειχθεί σε σημαντικό τόπο προσκυνήματος.
Γραμμή 109:
Όπως και οι περισσότεροι καθεδρικοί, ο Άγιος Στέφανος διαθέτει [[κρύπτη|κρύπτες]], όπου αναπαύονται οι αποδημήσαντες Επίσκοποι, Δούκες και Πρυτάνεις (''provost'')· ο πιο πρόσφατος ενταφιασμός στην Επισκοπική κρύπτη του 1952, ήταν αυτός του 98 ετών Καρδιναλίου Φραντς Κένιχ, λαμβάνοντας χώρα το 2004. Οι πρυτάνεις ενταφιάζονται σε διαφορετική κρύπτη, ενώ για τους υπόλοιπους κληρικούς έχει χωροθετηθεί ένα μέρος του [[Κεντρικό Νεκροταφείο Βιέννης|Κεντρικού Νεκροταφείου]] (''Zentralfriedhof'').
 
Η Δουκική Κρύπτη, που βρίσκεται κάτω από το οστεοφυλάκιο, διαθέτει 78 μπρούτζινα δοχεία, στα οποία φυλάσσονται ολόκληρα τα σώματα (ή τα σπλάχνα) 72 μελών της [[Οίκος των Αψβούργων|Δυναστείας των Αψβούργων]]. Ο [[Ροδόλφος Δ'Δ΄, Δούκας της Αυστρίας|Δούκας Ροδόλφος Δ΄]], πριν τον θάνατό του το 1365, είχε διατάξει την κατασκευή μιας τέτοιας κρύπτης εντός του νεόδμηττου καθεδρικού, όπου και θα φυλάσσονταν το σώμα του. Μέχρι το 1754, η κρύπτη φιλοξενούσε 12 σαρκοφάγους και 39 υδρίες, έχοντας ξεπεράσει τη δυναμική της χωρητικότητάς της· η επέκταση του χώρου, ο οποίος ανακαινίστηκε το 1956, αποσυμφόρησε την κατάσταση, ενώ τα δοχεία αναδιατάχθηκαν, με τελευταία προσθήκη αυτή του [[Αρχιδούκας Φραγκίσκος Κάρολος της Αυστρίας|Αρχιδούκα Καρόλου]] (υιού του [[Φραγκίσκος Ιωσήφ Α΄ της Αυστρίας|Φραγκίσκου Ιωσήφ Α΄]]) το 1878.
 
===Εκκλησιαστικά όργανα===