Τσακώνικη ενδυμασία: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ αλλαγή προτύπου βελτίωσης |
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
||
Γραμμή 3:
Η [[Τσακωνιά]] περιλαμβάνει το νοτιανατολικό τμήμα της σημερινής επαρχίας της [[Κυνουρία]]ς. Εκτείνεται από τον [[ποταμός Βρασιάτης|ποταμό Βρασιάτη]] μέχρι το [[Λεωνίδιο]] και περιλαμβάνειτις κομωπόλεις του [[Τυρός|Τυρού]] και του [[Λεωνίδιο|Λεωνιδίου]] και τα χωριά Άγιο Ανδρέα, Πραστό, Καστάνιτσα, Σίταινα, Μέλανα, Πραγματευτή, Βασκίνα.
Η Τσακώνικη φορεσιά έχει κύριο χαρακτηριστικό τον τζουμπέ – το μακρύ πλούσιο εξωτερικό ένδυμα.
Η ενδυμασία ανδρών και γυναικών διέφερε ανάλογα με την οικονομική κατάσταση του καθένα: οι περισσότεροι εύποροι διέθεταν ανάλογα μεγάλα ποσά και για την ενδυμασία τους,
==Γυναικεία ενδυμασία==
Γραμμή 12:
'''Φόρεμα (Βραχάνι)''' – Για την φούστα βάζανε τέσσερα-πέντε φύλλα. Τα έραβαν στο χέρι. Το μάκρος έως τους αστραγάλους. Στη μέση ήταν μαζεμένο ίσα με τη μέση της γυναικός που θα το φορούσε. Τα επανωκόρμι ήταν γιλέκο, ίσα-ίσα, χωρίς μανίκια και στην μασχάλη γύρω-γύρω ανοικτό. Το πίσω μέρος είχε δύο εξώραφα, από τη μέση του μανικιού, πήγαιναν καμπύλη, ως τη μέση (του φουστανιού). Το γιορτιάτικο, μια μεσόκοπη, το έκανε μπροστά ανοικτό πολύ, ως κάτω από το στήθος. Και έτσι ώστε να σηκώνει το στήθος και να φαίνεται και το μεταξωτό πουκάμισο που ήταν γαζιά-γαζιά.
'''Τζουμπές (Ντζουμπές)''' – Οι γυναίκες την εορτή φορούσαν τον τζουμπέ. Άμα λέμε «τζουμπέ», ονομάζουμε όλη την ενδυμασία. Στην πραγματικότητα όμως, δεν ονομάζουμε παρά μόνο ένα κομμάτι από όλη την ενδυμασία. Γιατί μόνον το κόκκινο, τσόχινο, ζιπούνι
'''Κουτουνί''' – Έτσι το έλεγαν από το ύφασμα. Εκείνο (ύφασμα) το έφερναν από τα ξένα. Το ράψιμό του ήταν ίσιο αλλά το έραβε ο τερζής (μάστορας).
Γραμμή 22:
'''Μακρυμάνικο (Μακρζιμάνικο)''' – Ήταν ένα μπλουζάκι, αλλά χωρίς μέση και ανοικτό εμπρός με μανίκια μακριά και πλατιά, και ήταν από στόφα. Αυτό το έραβαν οι πλούσιες. Είχαν μαζί τους και μαντήλια μεταξωτά, ένα στη μέση, και άλλο στη μασχάλη, και άλλη, μεγαλύτερο, που το έβαζαν στο λαιμό – το σπαλέτο. Ένα ατλάζι το ζητούσε και μία κατωτέρα για να ντυθεί νύφη (το είχαν σε καλό να τύχαινε να το ζητήσουν για να ντυθεί η νύφη). Η ενδυμασία αυτή για το χειμώνα είχε και ένα τσόχινο μαύρο μακρυμάνικο. Κάλτσες φορούσαν βαμβακερές και παντοφλάκια βελούδινα, κόκκινα, πράσινα, θαλασσιά. Έβαζαν και ζωνάρι από στόφα και ασημένιες πόρπες.
'''Φέσι''' – Στον τζουμπέ το φέσι το τύλιγαν με τις κοτσίδες και η φούντα πήγαινε στο πλάι.
Στους υστερότερους χρόνους όποια ήθελε έκανε '''γούνα (παλτό)'''.
Το καθημερινό τους ντύσιμο ήταν διαφορετικό. Την καθημερινή φορούσε ένα απλό φουστάνι. Στο επάνω (κορμό) ίσα-ίσα, κούμπωνε με κόπιτσες σειρά-σειρά. Το κάτω ήταν με τέσσερα φύλλα πλάτος και μάκρος έως τον αστράγαλο. Στο κεφάλι αργότερα, φορούσαν αντί για φέσι, ένα γεμενί (μαντήλι), το οποίο έπαιρναν από την Πόλη, την Σύρα, την Σμύρνη…
|