Γεώργιος Τσολάκογλου: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Επιμέλεια
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 8:
Ως αξιωματικός του [[Ελληνικός Στρατός|Ελληνικού Στρατού]], ο Τσολάκογλου συμμετείχε στις κυριότερες μάχες στους [[Βαλκανικοί Πόλεμοι|Βαλκανικούς Πολέμους]] ([[Ελασσόνα|Ελασσόνα]], [[Μάχη του Σαραντάπορου|Σαραντάπορο]], [[Μάχη των Γιαννιτσών|Γιαννιτσά]], [[Μάχη Κιλκίς-Λαχανά|Λαχανάς]], [[Σιδηρόκαστρο Σερρών|Δεμίρ Ισάρ]], [[Μπλαγκόεβγκραντ|Άνω Τζουμάγια]] ) και στον [[Α' Παγκόσμιος Πόλεμος|Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο]], στο μέτωπο του Στρυμώνα<ref>Γ. Κ. Σ. Τσολάκογλου, Απομνημονεύματα, εκδ. Ακρόπολις, Αθήναι 1959, σελ 9</ref>. Συμμετείχε στις εκστρατείες στην [[Ουκρανία]] και στην [[Μικρασιατική εκστρατεία|Μικρά Ασία]] ως διοικητής τάγματος ευζώνων του 1/39ου και αργότερα ως επιτελάρχης της 4ης Μεραρχίας, κατά την επίθεση του Αυγούστου το [[1922]]. Στην επακολουθήσασα σύμπτυξη του Α΄ Σώματος Στρατού στο οποίο ανήκε ακολούθησε στην αρχή την φάλαγγα του στρατηγού Τρικούπη και λίγο πριν την [[Σμύρνη]] την φάλαγγα του στρατηγού Φράγκου. [[Αντισυνταγματάρχης]] το [[1923]], [[συνταγματάρχης]] το [[1925]] και ανώτατος πλέον αξιωματικός το [[1935]] διοίκησε διαδοχικά: Μεραρχία, την [[Σχολή Ευελπίδων]], και το Γ΄ Σώμα στρατού, του οποίου την διοίκηση ανέλαβε αφού παρέδωσε τη διοίκηση Κρήτης που είχε αναλάβει το [[1938]], όταν ξέσπασε ο [[Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος]].
==Ως διοικητής του Γ´ Σώματος Στρατού, στην επίθεση της Ιταλίας και την εισβολή της Γερμανίας==
Το [[1940]], είχε φθάσει στον βαθμό του αντιστρατήγου και ήταν διοικητής του Γ΄ Σώματος Στρατού (Δυτική Μακεδονία). Μετά την επίθεση των Ιταλών κατά τη [[Μάχη Μόροβα-Ιβάν|μάχη του Μόραβα]], με επιτυχημένο ελιγμό, και παρά τους δισταγμούς των ανωτέρων του, συνέβαλε στηστην πλήρη νίκη του υπ' αυτού Σώματος στρατού. Μετά την επίθεση όμως των [[Γερμανία|Γερμανών]] κατά της Ελλάδος ([[6 Απριλίου]] [[1941]]), την βαθιά στην συνέχεια διείσδυση αυτών προς τη [[Θεσσαλονίκη]] στις [[9 Απριλίου]] του [[1941]] και την υποχώρηση του [[Ελληνικός Στρατός|Ελληνικού Στρατού]] από το μέτωπο της [[Βόρεια Ήπειρος|Βορείου Ηπείρου]], ο Τσολάκογλου και ορισμένοι άλλοι ανώτεροι αξιωματικοί του [[Ελληνικός Στρατός|Στρατού]] έλαβαν την απόφαση, άνευ εγκρίσεως της προϊσταμένης τους Αρχής και μη λαμβάνοντας υπόψη αυτή εν καιρώ πολέμου, για [[συνθηκολόγηση]], κρίνοντας εκείνοι πως κάθε αντίσταση στους κατακτητές θα ήταν μάταιη. Σημειώνεται ότι πριν εκδηλωθεί η ιταλική επίθεση του Μαρτίου, στην ειδική σύσκεψη αντιστρατήγων που είχε γίνει στην Αθήνα ο ίδιος ο Τσολάκογλου είχε ταχθεί στη συνέχιση του αγώνα ακόμα και με το ενδεχόμενο γερμανικής επίθεσης που ήδη διαφαίνονταν στον ορίζοντα.
==Η συνθηκολόγηση==
Έτσι, στις [[20 Απριλίου]] [[1941]], ημέρα του [[Πάσχα]], σε συνεννόηση με τον διοικητή του Α΄ Σώματος Στρατού, αντιστράτηγο [[Παναγιώτης Δεμέστιχας|Παναγιώτη Δεμέστιχα]], τον διοικητή του Β΄ Σώματος Στρατού, αντιστράτηγο [[Γεώργιος Μπάκος|Γεώργιο Μπάκο]], και τον Μητροπολίτη Ιωαννίνων Σπυρίδωνα που ήταν ο κατ΄ εξοχήν φορέας και υποκινητής της δυσάρεστης αυτής απόφασης, κατάργησε πραξικοπηματικά τον διοικητή Στρατιάς Ηπείρου [[Ιωάννης Πιτσίκας|Ιωάννη Πιτσίκα]], ανέλαβε ο ίδιος διοικητής της Στρατιάς και υπέγραψε πρωτόκολλο ανακωχής με τον διοικητή της 1ης Μηχανοκίνητης Μεραρχίας Ες-Ες, υποστράτηγο [[Γιόζεφ (Σεπ) Ντήτριχ]] (Josef "Sepp" Dietrich), στο Βοτονόσι του [[Μέτσοβο|Μετσόβου]]. Ο αρχηγός του [[Ελληνικός Στρατός|Ελληνικού Στρατού]], αρχιστράτηγος [[Αλέξανδρος Παπάγος]], σε τηλεγράφημά του προς το Τμήμα Στρατιάς Ηπείρου, κατήγγειλε την πρωτοβουλία του Τσολάκογλου ως αντίθετη προς τα συμφέροντα της πατρίδας, διέταξε την αντικατάσταση του Τσολάκογλου και αγώνα «μέχρι εσχάτου ορίου δυνατοτήτων». Ήταν όμως ήδη αργά.
Γραμμή 14:
Την επόμενη ημέρα ([[21 Απριλίου]]) στην [[Λάρισα]], ο Τσολάκογλου, «υπό το κράτος βίας», υπέγραψε ως διοικητής της Ελληνικής Στρατιάς Ηπείρου και Μακεδονίας την άνευ όρων παράδοση του [[Ελληνικός Στρατός|Ελληνικού Στρατού]] στους [[Γερμανία|Γερμανούς]]. Εκ μέρους των [[Γερμανία|Γερμανών]], το πρωτόκολλο της παράδοσης συνυπέγραψε ο αρχηγός των [[Γερμανία|γερμανικών]] στρατευμάτων στην [[Ελλάδα]], στρατηγός φον Γκράιφφενμπεργκ (von Greinffenberg).
 
Στις [[23 Απριλίου]], ο Τσολάκογλου αναγκάσθηκε να υπογράψει στην [[Θεσσαλονίκη]] και τρίτο πρωτόκολλο με τον [[Γερμανία|Γερμανό]] στρατηγό [[Άλφρεντ Γιοντλ]] (Alfred Jodl) και τον Ιταλό στρατηγό [[Αλμπέρτο Φερρέρο]] (Alberto Ferrero), για να ικανοποιηθεί και το γόητρο των [[Ιταλία|Ιταλών]]. Την ίδια ημέρα ξεκίνησε και ο αεροπορικός βομβαρδισμός του Ναυστάθμου Σαλαμίνας και των γύρω της Αττικής λιμένων όπου και αναγκάσθηκε η ελληνική κυβέρνηση και ο Βασιλεύς Γεώργιος να μετακινηθούν με υδροπλάνο στηστην Κρήτη.
 
Στα απομνημονεύματα του,<ref>Γ. Κ. Σ. Τσολάκογλου, ''Απομνημονεύματα'', εκδ. Ακρόπολις, Αθήναι 1959, 250 σελ. Το απόσπασμα που παρατίθεται εδώ προέρχεται από την εφημερίδα ''Ριζοσπάστης'', 8 Απριλίου 2001.</ref> ο Τσολάκογλου γράφει :
Γραμμή 24:
Στις [[30 Απριλίου]] του [[1941]] και ώρα 11 το πρωί, ο Τσολάκογλου, χωρίς την παρουσία του [[Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος|Αρχιεπισκόπου Χρύσανθου]], ο οποίος είχε αρνηθεί να τον ορκίσει, πράγμα το οποίο ταυτόχρονα είχε απαγορεύσει και στους υπόλοιπους αρχιερείς και ιερείς της [[Εκκλησία της Ελλάδος|Ελλάδας]]<ref>Αθανασίου Αν. Αγγελόπουλου, Εκκλησιαστική Ιστορία- Ιστορία των δομών διοικήσεως και ζωής της Εκκλησίας της Ελλάδος (Εικοστός Αιώνας), εκδοτικός οίκος Αδελφών Κυριακίδη, σελ 65</ref>,με το επιχείρημα ότι η Ελλάδα είχε εθνική κυβέρνηση, την οποία είχε ορκίσει ο ίδιος, εννοώντας εκείνη που βρισκόταν ακόμα σε ελληνικό έδαφος, στην Κρήτη, πριν μετακινηθεί ακόμα στη Μέση Ανατολή ορκίσθηκε πρωθυπουργός, στα [[Παλαιά Ανάκτορα]], (σημερινή Βουλή), από τον πρωθιερέα του Ι. Ν. Αγίου Γεωργίου Καρύτση Ν. Παπαδόπουλο<ref>Αθανασίου Αν. Αγγελόπουλου, Εκκλησιαστική Ιστορία- Ιστορία των δομών διοικήσεως και ζωής της Εκκλησίας της Ελλάδος (Εικοστός Αιώνας), εκδοτικός οίκος Αδελφών Κυριακίδη, σελ 65</ref>, κατόπιν βεβαίως αποδοχής των κατοχικών δυνάμεων παρουσία των ανωτάτων διοικητών των δυνάμεων κατοχής, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι τις [[2 Δεκεμβρίου]] του [[1942]], όταν με διάγγελμά του προς τον ελληνικό λαό παραιτήθηκε ορίζοντας αντικαταστάτη του τον μέχρι τότε αντιπρόεδρο της κυβέρνησής του, καθηγητή του πανεπιστημίου Κ. Λογοθετόπουλο, χωρίς να αναμιχθεί έκτοτε στα κοινά.<br />
Οι Βρετανοί στο μεταξύ έσπευσαν να τον καταγγείλουν ως ''Έλληνα Κουΐσλιγκ'' (The Times, 30/04/1941)<ref>Xάγκεν Φλάισερ, «Ο δοσιλογισμός», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τομ. ΙΣΤ, 2000, σελ.44 </ref>. Την ίδια ημέρα που ανακήρυξε επίσημα την '''Ελληνική Πολιτεία''', εκπρόσωποι των δύο πολιτικών παρατάξεων (Βενιζελικοί, [[Λαϊκό Κόμμα]]), αναγνώρισαν την κυβέρνησή του ως «κυβέρνηση εθνικής ανάγκης» ([[Το Βήμα|Ελεύθερον Βήμα]], 08/05/1941).<ref>Χάγκεν Φλάϊσερ, «Ο παλαιός πολιτικός κόσμος»,Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τομ. ΙΣΤ, 2000, σελ.16 </ref> Κατά την πρωθυπουργία του, αρχικά υποχρέωσε σε παραίτηση τον τότε Αρχιεπίσκοπο Χρύσανθο προωθώντας στη θέση του τον μετέπειτα αντιβασιλέα Δαμασκηνό με σύμφωνη γνώμη και των κατοχικών δυνάμεων<ref>Αθανασίου Αν. Αγγελόπουλου, Εκκλησιαστική Ιστορία- Ιστορία των δομών διοικήσεως και ζωής της Εκκλησίας της Ελλάδος (Εικοστός Αιώνας), εκδοτικός οίκος Αδελφών Κυριακίδη, σελ 66</ref>. Επίσης προσπάθησε να διατηρήσει τη δραχμή ως κατοχικό νόμισμα, πλην όμως η δέσμευσή του από τις Αρχές κατοχής είχε σαν συνέπεια τη συνεχή υποτίμηση, που οδήγησε σε ραγδαίες αυξήσεις τιμών και πείνα, ενώ η χρυσή λίρα τότε αποθησαυριζόταν. Για την κατάσταση εκείνη οι Γερμανοί επέρριψαν ακέραιη την ευθύνη στους Ιταλούς που δεν έπραξαν τίποτε, κατά αρμοδιότητα που διατηρούσαν, για να προλάβουν αυτή την οικονομική εξέλιξη, αν και εισήγαγαν στη συνέχεια τη λεγόμενη "μεσογειακή δραχμή". Τελικά ο Τσολάκογλου παραιτούμενος από το αξίωμά του, μετά από πολλές πιέσεις που του άσκησαν εγγράφως οι άλλοι πολιτικοί αρχηγοί, μεταξύ των οποίων οι [[Γεώργιος Καφαντάρης|Καφαντάρης]], [[Θεμιστοκλής Σοφούλης|Σοφούλης]], [[Στυλιανός Γονατάς|Γονατάς]], [[Δημήτριος Μάξιμος|Μάξιμος]], [[Θεόδωρος Πάγκαλος (στρατηγός)|Πάγκαλος]], ακόμη και ο [[Ιωάννης Ράλλης|Ράλλης]], αλλά και μετά από δύο ανεπιτυχείς γύρους διαπραγματεύσεων με τους Γερμανούς ([[Βερολίνο]] - Σεπτέμβριος 1942) και Ιταλούς ([[Ρώμη]] - Οκτώβριος 1942), που αφορούσαν τα ελληνικά δημοσιονομικά, στη συνέχεια ιδιώτευσε. Στην πρώτη αυτή κατοχική κυβέρνηση συμμετείχαν οι άλλοι δύο αντιστράτηγοι της συνθηκολόγησης, Δεμέστιχας και Μπάκος, ο επόμενος κατοχικός πρωθυπουργός (ιατρός) [[Κωνσταντίνος Λογοθετόπουλος]], που τελούσε χρέη αντιπροέδρου, καθώς και ο τότε υπουργός οικονομικών [[Σωτήριος Γκοτζαμάνης]] που διατηρήθηκε στην ίδια θέση από την επόμενη κυβέρνηση.
==Η δίκη και η καταδίκη σε θάνατο==
Αμέσως μετά την απελευθέρωση, ο Τσολάκογλου συνελήφθη και φυλακίσθηκε στις φυλακές Αβέρωφ,. Παραπέμφθηκε στο δια της Συντακτικής Πράξεως με αριθμό 6/1945, της κυβέρνησης Ν. Πλαστήρα, συσταθέν Ειδικό Δικαστήριο, κατηγορούμενος για παράνομη συνθηκολόγηση που είχε προβεί με τον εχθρό, χαρακτηριζόμενη ως «''συνθηκολόγησιν εν ανοικτώ πεδίω''» και «''πριν η υπ' αυτόν στρατιωτική δύναμις εκπληρώση πάν ό,τι το στρατιωτικόν καθήκον επιβάλλει''» , καθώς και για [[εθνική αναξιότης|εθνική αναξιότητα]] για την συνεργασία του, στη συνέχεια, με τις κατοχικές Δυνάμεις, αναλαμβάνοντας Πρωθυπουργός της χώρας. Η δίκη του ξεκίνησε στις 21 Φεβρουαρίου και έληξε στις [[31 Μαΐου]] του [[1945]]. Η δε απολογία του ήταν ιδιαίτερα λακωνική αλλά και περιεκτική.<br />
Τελικά το Ειδικό αυτό Δικαστήριο την τελευταία ημέρα της δίκης τον καταδίκασε σε θάνατο, ενώ ταυτόχρονα το ίδιο δικαστήριο ζήτησε την μετατροπή της ποινής σε ισόβια δεσμά για τις "πολλαπλές υπηρεσίες του στη χώρα ως στρατιωτικός"<ref>[http://www.nlg.gr/digitalnewspapers/ns/pdfwin_ftr.asp?c=108&pageid=-1&id=51419&s=0&STEMTYPE=0&STEM_WORD_PHONETIC_IDS=ARwASbASXASTASEASSASXASLASTASXASd&CropPDF=0 Εφημερίδα Εμπρός, 1/6/1945, σελ 1]</ref>. Έτσι το Συμβούλιο Χαρίτων συνήλθε στις 19 Αυγούστου του 1945 όπου και μετέτρεψε την ποινή σε ισόβια κάθειρξη και ακολούθως οδηγήθηκε στις "φυλακές Ζελιώτη" (όπου αργότερα το μέγαρο Μινιόν), της Αθήνας.