Πατριάρχης Μόσχας Κύριλλος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Ετικέτα: μεγάλη προσθήκη
RafaelPtol (συζήτηση | συνεισφορές)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 1:
Ο Αγιώτατος Πατριάρχης Μόσχας και πασών των Ρωσιών
=== κ.κ. Κύριλλος ===
(κατά κόσμο Βλαδίμηρ Μιχάϊλοβιτς Γκουντιάεφ) γεννήθηκε στις 20 Νοεμβρίου 1946 στο Λένινγκραντ.
Ο πατέρας του Μιχαήλ ήταν ιερέας (εκοιμήθη το 1974), ενώ η μητέρα του Ράϊσα Βλαδίμηροβνα ήταν δασκάλα γερμανικών σε σχολείο (εκοιμήθη το 1984). Ο πρεσβύτερος αδελφός του, πρωθιερέας Νικόλαος Γκουντιάεφ, είναι καθηγητής στην Θεολογική Ακαδημία της Αγίας Πετρουπόλεως, και προϊστάμενος του Ιερού ναού Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στην Αγία Πετρούπολη. Ο παππούς του ιερέας Βασίλειος Στεπάνοβιτς Γκουντιάεφ, ο οποίος λόγω της εκκλησιαστικής του δραστηριότητας και του αγώνα του κατά των «ανακαινιστών» στις δεκαετίες ΄20, ΄30 και ΄40 του 20 αιώνα φυλακίσθηκε επανειλημμένως και εξορίσθηκε. Για ένα διάστημα φυλακίσθηκε στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως των Σολοφκί της Βόρειας Ρωσίας.
 
Μετά την περάτωση των γυμνασιακών σπουδών του ο Βλαδίμηρ Γκουντιάεφ προσλήφθηκε ως τεχνικός-χαρτογράφος στην Γεωλογική εταιρία του Λένινγκραντ της Βόρειο-Δυτικής Γεωλογικής Διοίκησης όπου και εργάστηκε από το 1962 έως το 1965, συνεχίζοντας παράλληλα τις σπουδές του στο λύκειο.
 
Αμέσως μετά το πέρας των σπουδών του στο Λύκειο εισήλθε στο Θεολογικό Σεμινάριο του Λένινγκραντ και ακολούθως στην Θεολογική Ακαδημία, από την οποία αποφοίτησε με άριστα το 1970.
 
Στις 3 Απριλίου του 1969 εκάρη μοναχός με το όνομα Κύριλλος προς τιμήν του Αγίου Κυρίλλου του Ισαποστόλου, από τον Μητροπολίτη Λένινγκραντ και Νοβγκόροντ Νικόδημο (Ρότωφ). Στις 7 Απριλίου χειροτονήθηκε Ιεροδιάκονος, και την 1 Ιουνίου του ιδίου έτους Ιερομόναχος. Αφού υποστήριξε την Διδακτορική του Διατριβή παρέμεινε στην Ακαδημία ως Λέκτορας της Δογματικής Θεολογίας και βοηθός επιθεωρητής της Θεολογικής Ακαδημίας.
 
Στις 30 Αυγούστου του 1970 διορίσθηκε προσωπικός γραμματέας του Μητροπολίτη Λένινγκραντ και Νοβγκόροντ Νικοδήμου.
 
Στις 12 Σεπτεμβρίου του 1971 έλαβε το οφίκιο του Αρχιμανδρίτου. Διορίσθηκε εκπρόσωπος του Πατριαρχείου Μόσχας στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών στη Γενεύη και Προϊστάμενος της Σταυροπηγιακής Ενορίας της Γεννήσεως της Θεοτόκου στην Γενεύη. Στην θέση αυτή παρέμεινε έως το 1974.
 
Στις 26 Δεκεμβρίου του 1974 διορίσθηκε Πρύτανης της Θεολογικής Ακαδημίας και του Σεμιναρίου του Λένινγκραντ. Σε αυτές τις θέσεις υπηρέτησε έως την 26η Δεκεμβρίου 1984.
 
Στις 14 Μαρτίου του 1976 χειροτονήθηκε επίσκοπος με τον τίτλο Βίμποργκ, (βοηθός επίσκοπος της Επαρχίας Λένινγκραντ) στον Ιερό Ναό της Αγίας Τριάδας στην Λαύρα του Αγίου Αλεξάνδρου Νέφσκυ. Στις 2 Σεπτεμβρίου του 1977 προήχθη στο βαθμό αρχιεπισκόπου.
 
Στις 26 Δεκεμβρίου του 1984 διορίσθηκε Αρχιεπίσκοπος Σμολένσκ και Βιάζμα και το 1986 διορίσθηκε υπεύθυνος ενοριών του νομού Καλίνινγκραντ.
Το 1988 διορίσθηκε Αρχιεπίσκοπος Σμολένσκ και Καλίνινγκραντ. Στις 13 Νοεμβρίου του ιδίου έτους με απόφαση της Ιεράς Συνόδου διορίσθηκε Πρόεδρος του Τμήματος των Εξωτερικών Σχέσεων του Πατριαρχείου Μόσχας, και μόνιμο μέλος της Ιεράς Συνόδου.
 
Στις 25 Φεβρουαρίου του 1991 προήχθη στο βαθμό μητροπολίτου.
 
Στις 27 Ιανουαρίου του 2009 η Τοπική Κληρικό-Λαϊκή Σύνοδος της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρωσίας εξέλεξε τον Μητροπολίτη Σμολένσκ και Καλίνινγκραντ κ. Κύριλλο Πατριάρχη Μόσχας και πασών των Ρωσιών.
Η ενθρόνιση του Αγιωτάτου Πατριάρχη Μόσχας και πασών των Ρωσιών κ.κ. Κυρίλλου τελέστηκε στην 1 Φεβρουαρίου του 2009 στον Καθεδρικό Ναό του Σωτήρος Χριστού της Μόσχας.
 
Ανταποκρινόμενος στις εντολές της Εκκλησίας του ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Σμολένσκ και Καλινιγκράντ κ. Κύριλλος υπηρέτησε:
από το 1975 έως το 1982 ως Πρόεδρος του Επαρχιακού Συμβουλίου της Μητροπόλεως του Λένινγκραντ.,
Γραμμή 36 ⟶ 49 :
Προ της αναρρήσεως του στο Πατριαρχικό Θρόνο ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης κ. Κύριλλος διετέλεσε:
Μόνιμο Μέλος της Ιεράς Συνόδου (από το 1989),
 
Πρόεδρος του Τμήματος των Εξωτερικών Εκκλησιαστικών Σχέσεων (από το 1989),
 
Διευθύνων των Πατριαρχικών ενοριών της Φιλανδίας (από το 1990),
 
Μέλος της Συνοδικής Θεολογικής Επιτροπής (από τις 26 Φεβρουαρίου του 1994),
 
Μέλος της Πατριαρχικής και Συνοδικής Βιβλικής Επιτροπής (από το 1990),
 
Συμπρόεδρος (από το 1993) και αντιπρόεδρος (από το 1995) της Παγκοσμίου Ρωσικής Παλ- Λαϊκής Συνάξεως, Πρόεδρος των παραρτημάτων του ΠΡΠΣ στο Σμολένσκ (από το 1996) και το Καλίνινγκραντ (από το 1997),
 
Μέλος Συμβουλίου του Επαρχιακού (Ζέμσκογιε) κινήματος (από το 1993),
 
Μέλος της Ρωσικής Παλαιστινιακής Εταιρίας,
 
Δημιουργός και παρουσιαστής της εβδομαδιαίας εκπομπής «Ο λόγος του ποιμένα» από το πρώτο κανάλι της Ρωσικής τηλεόρασης (από το 1994),
 
Ομότιμος Πρόεδρος του Παγκοσμίου Συνεδρίου «Θρησκείας και ειρήνης» (από το 1994),
 
Μέλος Συμβουλίου για την συνεργασία με θρησκευτικά σωματεία παρά τω Προέδρω της Ρωσικής Ομοσπονδίας (από το 1995),
 
Μέλος της Επιτροπής για Κρατικά βραβεία στον τομέα λογοτεχνίας και τέχνης παρά τω Προέδρω της Ρωσικής Ομοσπονδίας ( από το 1995),
 
Ομότιμο Μέλος της διανοητικής-επιχειρηματικής λέσχης της Μόσχας (από το 1995),
 
Συμπρόεδρος της Χριστιανικής Διομολογιακής Γνωμοδοτικής Επιτροπής (από το 1996),
 
Μέλος της Εκτελεστικής Γραμματείας του Διαθρησκειακού Συμβουλίου της Ρωσίας (από το 1998),
 
Αρχισυντάκτης των περιοδικών «Εκκλησία και χρόνος» (από το 1991), «Δελτίο της επαρχίας Σμολένσκ» (από το 1993), «Ορθόδοξος προσκυνητής» (από το 2001),
 
Μέλος του Εκκλησιαστικού-Επιστημονικού Συμβουλίου για την έκδοση της «Ορθόδοξης εγκυκλοπαίδειας» (από το 1999),
 
Μέλος του Εποπτικού Συμβουλίου του Ι. Ναού του Σωτήρος (από το 2002),
 
Συμπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου θρησκευτικών ηγετών (από το 2002),
 
Πρόεδρος της Οργανωτικής Επιτροπής της Εκθέσεως «Ορθόδοξη Ρωσία» (από το 2003),
 
Συμπρόεδρος της Ομάδας Εργασίας για την συνεργασία της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας με το Υπουργείο Εξωτερικών της Ρωσίας (από το 2003),
 
Πρόεδρος της Εκτελεστικής Επιτροπής του Διαθρησκειακού Συμβουλίου της Κοινοπολιτείας Ανεξαρτήτων Κρατών (από το 2004),
 
Μέλος του Συμβουλίου για την συνεργασία με θρησκευτικά σωματεία παρά τω Προέδρω της Ρωσικής Ομοσπονδίας (από το 2004),
 
Πρόεδρος της Επιτροπής για τις υποθέσεις των παλαιόπιστων ενοριών και τη συνεργασία με τους παλαιόπιστους (από το 2005),
 
Πρόεδρος της Ομάδας Εργασίας για την σύνταξη του δογματικού κειμένου της θέσεως της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας στον τομέα των διαθρησκευτικών σχέσεων (από το 2005),
 
Πρόεδρος της Ομάδας Εργασίας για την σύνταξη του κειμένου της θέσεως της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας επί θεμάτων της παγκοσμιοποιήσεως (από το 2005),
 
Μέλος της Ενωμένης Επιτροπής για την εθνική πολιτική και τη συνεργασία του κράτους με τα θρησκευτικά σωματεία (από το 2006),
 
Συμπρόεδρος της Παγκοσμίου Συνδιασκέψεως των Θρησκειών για την ειρήνη (από το 2006),
 
Επικεφαλής της Ομάδας Εργασίας για την εκπόνηση των «Αρχών της διδασκαλίας της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας για την αξιοπρέπεια, την ελευθερία και τα δικαιώματα του ανθρώπου»,
 
Τοποτηρητής του Πατριαρχικού Θρόνου (από τις 6 Δεκεμβρίου του 2008).
 
O Αγιώτατος Πατριάρχης κ.κ. Κύριλλος είναι:
Διδάκτωρ Θεολογίας της Θεολογικής Ακαδημίας του Λένινγκραντ (1970), Ομότιμος Διδάκτωρ Θεολογίας της Θεολογικής Ακαδημίας της Βουδαπέστης (1987), Επίκουρος καθηγητής στον τομέα Πατρολογίας της Θεολογικής Ακαδημίας του Λένινγκραντ (από το 1974 έως το 1984), Ομότιμο μέλος της Θεολογικής Ακαδημίας του Λένινγκραντ (από το 1986), Μέλος της Ακαδημίας της Δημιουργίας (από το 1992), Ομότιμο Μέλος της Διεθνούς Ακαδημίας Ευρασίας (από το 1994), Ομότιμος καθηγητής της Στρατιωτικής Ακαδημίας (σήμερα Πανεπιστημίου) εναέριας άμυνας στρατού (από το 1996), Ενεργό Μέλος της Ακαδημίας της ρωσικής λογοτεχνίας (από το 1997), Ενεργό Μέλος της Ακαδημίας Κοινωνικών και Ανθρωπιστικών επιστημών (από το 2002) (από το 2003 είναι Δημόσια Ρωσική Ακαδημία των Κοινωνικών Επιστημών), Ομότιμος Διδάκτωρ Πολιτικών Σπουδών του Κρατικού Πανεπιστημίου Περούτζια Ιταλίας (από το 2002), Ομότιμος Διδάκτωρ Θεολογίας της Χριστιανικής Ακαδημίας Βαρσοβίας (από το 2004), Ομότιμος καθηγητής του Ανθρωπιστικού Πανεπιστημίου Σμολένσκ (από το 2004), Ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αστραχάν (από το 2005), Ομότιμος Διδάκτωρ του Ρωσικού κρατικού κοινωνικού πανεπιστημίου (από το 2005), Ομότιμος καθηγητής του Ναυτικού Ινστιτούτου του ναυάρχου Θεόδωρου Ουσακόφ (από το 2006), Ομότιμος Πρόεδρος της Ακαδημίας της ρωσικής λογοτεχνίας (από το 2007), Ομότιμος Διδάκτωρ του Κρατικού Πολυτεχνικού Πανεπιστημίου της Αγίας Πετρούπολης (από το 2007).
Γραμμή 71 ⟶ 114 :
Εργάστηκε και συνεχίζει να εργάζεται στον τομέα των διορθοδόξων σχέσεων. Υπήρξε πρώτος αντιπρόσωπος της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας στο ΣΥΝΔΕΣΜΟ — Παγκόσμια αδελφότητα Ορθοδόξων Νεολαίων, Μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής του Συνδέσμου από το 1971 έως το 1977, συμμετείχε στις Γενικές Συνελεύσεις της αδελφότητας: 8ης στη Βοστόνη 1971, 9ης στη Γενεύη 1977, 10ης στη Φιλανδία 1980 και 14ης στη Μόσχα 1992, συμμετείχε στην Πρώτη Προσυνοδική Πανορθόδοξο Διάσκεψη στο Σαμπεζύ το 1976 και στην Διορθόδοξο Προπαρασκευαστική Επιτροπή της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας στο Σαμπεζύ το 1993 και το 1999, κύριος ομιλητής της Ορθοδόξου Συσκέψεως «Κοινή αντίληψη και όραση του ΠΣΕ» (Σαμπεζύ, 1995), συμμετείχε: στην Πανορθόδοξη Σύσκεψη επί οικουμενικών ζητημάτων (Θεσσαλονίκη, 1998), στη Σύναξη των Προκαθημένων των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών για την θεραπεία του βουλγαρικού εκκλησιαστικού σχίσματος (Σόφια, 1998), στους Πανορθόδοξους Εορτασμούς στη Βηθλεέμ 2000ης επετείου του Χριστιανισμού στις 7 Ιανουαρίου του 2000, στις συνομιλίες μεταξύ των Πατριαρχείων Κωνσταντινουπόλεως και Μόσχας (Κωνσταντινούπολη 1977, Γενεύη 1978, Κωνσταντινούπολη 1990, Μόσχα 1991, Κωνσταντινούπολη 1993 και στις τακτικές συσκέψεις μεταξύ των δυο Εκκλησιών επί των τρεχόντων προβλημάτων, διεξήγαγε συνομιλίες με την Ορθόδοξη Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως επί του θέματος της Εσθονίας και με την Ορθόδοξη Εκκλησία Ρουμανίας επί του θέματος της Μητροπόλεως Βεσσαραβίας στη Μολδαβία (το 1997 στη Γενεύη και το 1999 στο Κισινέβ).
Το 2005, ως Αρχηγός της αντιπροσωπείας της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, συμμετείχε στην ενθρόνιση του Μακ. Πατριάρχου Ιεροσολύμων Θεοφίλου Γ΄.
 
Ως μέλος επίσημων αποστολών επισκέφθηκε όλες τις κατά τόπους Ορθόδοξες Εκκλησίες. Πολλάκις συνόδευσε τους Αγιωτάτους Πατριάρχες Μόσχας κ.κ. Ποιμένα και Αλέξιο στα ταξίδια τους στο εξωτερικό.
 
Ως απεσταλμένος της Ρωσικής Εκκλησίας συμμετείχε στις εργασίες των διαχριστιανικών οργανισμών όπως: Δ΄, Ε΄, ΣΤ΄, Ζ΄ Γενικές Συνελεύσεις του ΠΣΕ, στην Παγκόσμια Ιεραποστολική Συνδιάσκεψη «Η σωτηρία σήμερα» (Μπανγκόκ, 1973), στις Συνελεύσεις της Επιτροπής «Πίστη και Τάξη» του ΠΣΕ στην Άκκρα της Γκάνας (1974), στη Λίμα του Περού (1982) και στη Βουδαπέστη (1989), τέλεσε πρόεδρος της Παγκοσμίου Συνδιασκέψεως «Πίστη, επιστήμη και μέλλον» (Βοστόνη, 1979) και της Παγκοσμίου Συνάξεως «Ειρήνη, δικαιοσύνη και ακεραιότητα της δημιουργίας» (Σεούλ, 1990).
 
Στα πλαίσια των καθηκόντων του ο Αγιώτατος Πατριάρχης κ.κ. Κύριλλος είχε επαφές με τις Εκκλησίες ΗΠΑ, Ιαπωνίας, ΓΛΔ, ΟΔΓ, Φιλανδίας, Ιταλίας, Ελβετίας, Μεγάλης Βρετανίας, Βελγίου, Ολλανδίας, Γαλλίας, Ισπανίας, Νορβηγίας, Ισλανδίας, Πολωνίας, Τσεχίας, Σλοβακίας, Αιθιοπίας, Αυστραλίας, Νέας Ζηλανδίας, Ινδίας, Ταϊλάνδης, Σρι-Λάνκα, Λαός, Τζαμάικας, Καναδά, Κονγκό, Ζαΐρ, Αργεντινής, Χιλής, Κύπρου, Κίνας, Δημοκρατίας της Νοτίου Αφρικής, Ελλάδας.
 
Διετέλεσε Μέλος της Επετειακής Τοπικής Κληρικό-Λαϊκής Συνόδου της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας (τον Ιούνιο του 1988 στο Ζαγκόρσκ), Πρόεδρος της Συντακτικής Επιτροπής της Συνόδου αυτής και συντάκτης του σχεδίου του Καταστατικού Χάρτου της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, ο οποίος ενεκρίθη από την Επετειακή Σύνοδο. Συμμετείχε στην Σύνοδο της Ιεραρχίας, αφιερωμένη στα 400 χρόνια από την ίδρυση του Πατριαρχείου (τον Οκτώβριο του 1989) και στην Έκτακτη Σύνοδο της Ιεραρχίας (30-31 Ιανουαρίου του 1990), όπως επίσης στην Τοπική Κληρικό-Λαϊκή Σύνοδο (6 έως 10 Ιουνίου του 1990), στις Συνόδους της Ιεραρχίας (25 έως 26 Οκτωβρίου 1991, 31 Μαρτίου έως 4 Απριλίου του 1992, 11 Ιουνίου του 1992, 29 Νοεμβρίου έως 2 Δεκεμβρίου του 1994, 18 έως 23 Φεβρουαρίου του 1997, 13 έως 16 Αυγούστου του 2000, 3 έως 6 Οκτωβρίου του 2004, 24 έως 29 Ιουνίου του 2008).
 
Αντιπροσώπευσε την Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία στις Επιτροπές για την εκπόνηση του Νόμου της Ρωσικής Σοβιετικής Ομοσπονδιακής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας «Περί της ελευθερίας των θρησκειών» της 25ης Οκτωβρίου του 1990 και του Ομοσπονδιακού νόμου της Ρωσικής Ομοσπονδίας «Περί της ελευθερίας συνειδήσεως και θρησκευτικών σωματείων» της 26ης Σεπτεμβρίου του 1997. Έλαβε μέρος στη διατύπωση της θέσεως της Εκκλησίας και στις ειρηνευτικές πρωτοβουλίες κατά τα γεγονότα του Αυγούστου του 1991 και του Οκτωβρίου του 1993.
 
Υπήρξε συνιδρυτής της Παγκοσμίου Ρωσικής Παλλαϊκής Συνάξεως το 1993.
 
Με πρωτοβουλία του, ως προέδρου της Συνοδικής Επιτροπής για την αναγέννηση της θρησκευτικής ηθικής αγωγής και φιλανθρωπίας, συγκροτήθηκαν τα εξής Συνοδικά Τμήματα: α) της Θρησκευτικής Παιδείας, β) της Κοινωνικής Διακονίας και Φιλανθρωπίας, γ) για τη Συνεργασία με τις ένοπλες δυνάμεις και τα όργανα της Τάξεως. Υπήρξε ο Συντάκτης των Αρχών για την αναγέννηση της φιλανθρωπίας και θρησκευτικής παιδείας το οποίο επικυρώθηκε από την Ιερά Σύνοδο στις 30 Ιανουαρίου του 1991. Το 1994 εκπόνησε και εισηγήθηκε προς επικύρωση από την Ιερά Σύνοδο τις «Αρχές για την συνεργασία της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας με τις ένοπλες δυνάμεις».
 
Από το 1996 έως το 2000 διηύθυνε τις εργασίες της ομάδας για την εκπόνηση των «Αρχών του κοινωνικού δόγματος της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας» τις οποίες και εισηγήθηκε στην Επετειακή Σύνοδο της Ιεραρχίας του 2000.
 
Συμμετείχε ενεργά στην εξομάλυνση της εκκλησιαστικής καταστάσεως στην Εσθονία. Σε αυτά τα πλαίσια επισκέφθηκε τα Πατριαρχεία Αντιόχειας και Ιεροσολύμων (το Λίβανο, τη Συρία, την Ιορδανία και το Ισραήλ το έτος 1996) όπως επίσης συμμετείχε στις συνομιλίες με τους εκπροσώπους του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως το Μάρτιο και τον Απρίλιο του 1996 στη Ζυρίχη, στη Θεσσαλονίκη, στο Ταλίν και την Αθήνα επίσης το έτος 1996, την Οδησσό (1997), τη Γενεύη (1998), τη Μόσχα, τη Γενεύη και τη Ζυρίχη (2000), τη Βιέννη, το Βερολίνο και τη Ζυρίχη (2001), τη Μόσχα και την Κωνσταντινούπολη (2003). Επίσης, πάλι σε αυτά τα πλαίσια, επισκέφθηκε επανειλημμένως την Εσθονία όπου διεξήγε συνομιλίες με τους εκπροσώπους της κυβέρνησης, βουλευτές και επιχειρηματικούς παράγοντες της χώρας. Συμμετείχε ενεργά στης ειρηνευτικές πρωτοβουλίες στη Γιουγκοσλαβία. Στη διάρκεια του πολέμου πολλές φορές επισκέφθηκε το Βελιγράδι διεξάγοντας συνομιλίες με την ηγεσία της χώρας. Με την πρωτοβουλία του κ. Κυρίλλου συγκροτήθηκε η Ανεπίσημη Διεθνής Χριστιανική Ομάδα για την ειρήνη στη Γιουγκοσλαβία (Βιέννη, Μάιος του 1999) και συνεκλήθη η Διεθνής Διαχριστιανική Συνδιάσκεψη με θέμα: «Η Ευρώπη μετά την κρίση του του Κοσσυφοπέδιου: οι επόμενες ενέργειες των Εκκλησιών» στο Όσλο το Νοέμβριο του 1999.
 
Από το 1984 έως το 2008 στην επαρχία Σμολένσκ και Καλίνινγκραντ έχουν ανεγερθεί 143 και έχουν αναστηλωθεί 65 Ιεροί Ναοί. Έτσι σήμερα στην επαρχία αυτή υπάρχουν συνολικά 287 Ιεροί Ναοί: 183 στο νομό Σμολένσκ και 104 στο Καλίνινγκραντ. Ο ιερός κλήρος της επαρχίας αριθμεί 214 κληρικούς: 202 ιερείς και 12 διακόνους, όπως επίσης και 80 διευθυντές χορωδιών και 87 ψαλτών. Στην περιοχή του Σμολένσκ λειτουργούν δυο χριστιανικά Ορθόδοξα σχολεία μέσης εκπαιδεύσεως (το πρώτο σχολείο αυτού του τύπου ιδρύθηκε στο Σμολένσκ το 1992) ενώ στην περιοχή του Καλίνινγκραντ λειτουργεί ένα Ορθόδοξο σχολείο, έχουν επίσης τεθεί σε λειτουργία 4 Ορθόδοξοί Παιδικοί Σταθμοί (ο πρώτος λειτούργησε στην πόλη του Βέλιζ στην περιοχή του Σμολένσκ το έτος του 1994).
 
Το 1988 στο Σμόλενσκ ιδρύθηκε το πρώτο στη Ρωσία σχολείο για την κατάρτιση του Ιερού κλήρου, το οποίο το 1993 αναβαθμίστηκε σε Θεολογικό σεμινάριο. Αυτή τη στιγμή στο Σμολένσκ λειτουργούν το Θεολογικό σεμινάριο όπου αποκτούν θεολογική μόρφωση υποψήφιοι κληρικοί και το διεπαρχιακό θεολογικό σχολείο για την κατάρτιση διευθυντών χορωδιών, αγιογράφων, νοσοκόμων και καθηγητών των «Αρχών του Ορθόδοξου πολιτισμού».
 
Ο Αγιώτατος Πατριάρχής κ.κ. Κύριλλος παρασημοφορήθηκε με τα παράσημα των Ορθοδόξων Εκκλησιών Αλεξανδρείας, Αντιοχείας, Ιεροσολύμων, Γεωργίας. Σερβίας, Βουλγαρίας, Ελλάδας, Πολωνίας, Τσεχικών Γαιών και Σλοβακίας, Αμερικής Φιλανδίας. Επίσης έχει παρασημοφορηθεί με τα παράσημα της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας:: του Αγίου Ισαποστόλου Μεγάλου Δούκα Βλαδιμήρου (Β΄ τάξεως), του Αγίου Αλεξίου Μητροπολίτου Μόσχας (Β΄ τάξεως), του Αγίου Ευσεβούς Δούκα Δανιήλ της Μόσχας (Α΄ τάξεως), του Αγίου Σεργίου του Ραντονέζ (Α΄ και Β΄ τάξεων), του Αγίου Ιννοκεντίου Μητροπολίτου Μόσχας (Β΄ τάξεως).
 
Μεταξύ των κρατικών παρασήμων και βραβείων συμπεριλαμβάνονται τα εξής: Παράσημο Φιλίας των Λαών (1988), Παράσημο Φιλίας (1996), Παράσημο «Εξαίρετων Πράξεων ενώπιον της Πατρίδας» (Γ΄ τάξεως, 2000), Παράσημο «Εξαίρετων Πράξεων ενώπιον της Πατρίδας» (Β΄ τάξεως 2006), Αστέρι του Παρασήμου του Αγίου Αλεξάνδρου Νιέφσκυ «Για την προσφορά και την Πατρίδα» (2009).