Μανουήλ Γεδεών: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
→‎Η ζωή του: *Διορθώσεις περί καταγωγής των γονέων του*/
Γραμμή 3:
==Η ζωή του==
 
Γεννήθηκε στο [[Φανάρι]] της [[Κωνσταντινούπολη|Κωνσταντινούπολης]] (1851. Ο Πατέρας του, Ιωάννης Μ. Γεδεών, αρχιτέκτονας, μετανάστευσε από τη Λέρο και εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1828, όπου και δραστηριοποιήθηκε στην ανοικοδόμηση του Πατριαρχικού Ναού και πολλών δημοσίων κτηρίων.
Γεννήθηκε στο [[Φανάρι]] της [[Κωνσταντινούπολη|Κωνσταντινούπολης]] (1851) από γονείς κρητικής καταγωγής. Το 1869 αποφοίτησε από τη [[Μεγάλη του Γένους Σχολή]] και άρχισε να ασχολείται με την [[δημοσιογραφία]]. Συνεργαστηκε αρχικά με την εφημερίδα "Κωνσταντινούπολις", που κυκλοφορούσε στα Ελληνικά, αλλά και με την τουρκόφωνη εφημερίδα "Μικρά Ασία". Αργότερα εξέδωσε ο ίδιος δύο ελληνόφωνες εβδομαδιαίες εφημερίδες, τις "Πρωία" (1876) και "Ανατολή" (1877), όμως αυτή η εκδοτική του δραστηριότητα δεν κράτησε πολύ. Από το 1881 έως το 1923 υπήρξε μέλος της συντακτικής ομάδας της "Εκκλησιαστικής Αλήθειας", του επίσημου οργάνου του [[Οικουμενικό Πατριαρχείο|Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως]], ενώ παράλληλα συνέχιζε την αρχειοδιφική και ιστορική έρευνα, που είχε από παλιότερα ξεκινήσει. Στις περιόδους από το 1882 έως το 1885, και από το 1888 έως το 1890 ήταν αρχισυντάκτης της "Εκκλησιαστικής Αλήθειας" ενώ από το 1902 έως το 1923, επίτιμος διευθυντής της. Στο περιοδικό αυτό δημοσίευσε πλήθος ιστορικών μελετών, χειρόγραφους κώδικες ανέκδοτους έως τότε, καθώς και πατριαρχικά σιγίλλια και εκκλησιαστικά έγγραφα. Το 1897 διορίστηκε Μέγας Χαρτοφύλαξ του Οικουμενικού Πατριαρχείου, οπότε από κει και πέρα είχε την ευκαιρία να αναδιφήσει το Πατριαρχικό αρχείο και να δημοσιεύσει πολύτιμο αρχειακό, ιστορικό και φιλολογικό υλικό από εκεί.
 
ΓεννήθηκεΟ στοΜανουήλ [[Φανάρι]]Γεδεών της [[Κωνσταντινούπολη|Κωνσταντινούπολης]] (1851) από γονείς κρητικής καταγωγής. Τοτο 1869 αποφοίτησε από τη [[Μεγάλη του Γένους Σχολή]] και άρχισε να ασχολείται με την [[δημοσιογραφία]]. ΣυνεργαστηκεΣυνεργάστηκε αρχικά με την εφημερίδα "Κωνσταντινούπολις", που κυκλοφορούσε στα Ελληνικά, αλλά και με την τουρκόφωνη εφημερίδα "Μικρά Ασία". Αργότερα εξέδωσε ο ίδιος δύο ελληνόφωνες εβδομαδιαίες εφημερίδες, τις "Πρωία" (1876) και "Ανατολή" (1877), όμως αυτή η εκδοτική του δραστηριότητα δεν κράτησε πολύ. Από το 1881 έως το 1923 υπήρξε μέλος της συντακτικής ομάδας της "Εκκλησιαστικής Αλήθειας", του επίσημου οργάνου του [[Οικουμενικό Πατριαρχείο|Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως]], ενώ παράλληλα συνέχιζε την αρχειοδιφική και ιστορική έρευνα, που είχε από παλιότερα ξεκινήσει. Στις περιόδους από το 1882 έως το 1885, και από το 1888 έως το 1890 ήταν αρχισυντάκτης της "Εκκλησιαστικής Αλήθειας" ενώ από το 1902 έως το 1923, επίτιμος διευθυντής της. Στο περιοδικό αυτό δημοσίευσε πλήθος ιστορικών μελετών, χειρόγραφους κώδικες ανέκδοτους έως τότε, καθώς και πατριαρχικά σιγίλλια και εκκλησιαστικά έγγραφα. Το 1897 διορίστηκε Μέγας Χαρτοφύλαξ του Οικουμενικού Πατριαρχείου, οπότε από κει και πέρα είχε την ευκαιρία να αναδιφήσει το Πατριαρχικό αρχείο και να δημοσιεύσει πολύτιμο αρχειακό, ιστορικό και φιλολογικό υλικό από εκεί.
 
Το 1897 διορίστηκε Μέγας Χαρτοφύλαξ του Οικουμενικού Πατριαρχείου, οπότε από κει και πέρα είχε την ευκαιρία να αναδιφήσει το Πατριαρχικό αρχείο και να δημοσιεύσει πολύτιμο αρχειακό, ιστορικό και φιλολογικό υλικό από εκεί.
 
Το 1901 δέχθηκε και το [[Οφίκιο|οφίκιο]] του Χρονογράφου του Οικουμενικού Πατριαρχείου και το 1920 του Υπομνηματογράφου του [[Πατριαρχείο Ιεροσολύμων|Πατριαρχείου Ιεροσολύμων]]˙ το 1929 εξελέγη πρόσεδρο μέλος της [[Ακαδημία Αθηνών|Ακαδημίας Αθηνών]], στον τομέα της [[Βυζαντινή Ιστορία|Βυζαντινής Ιστορίας]]. Επίσης ήταν μέλος της Ρουμανικής Ακαδημίας.
 
Κατά τη θητεία του στο Οικουμενικό Πατριαρχείο υπήρξε ένας από τους πιο έμπιστους συμβούλους του πατριάρχη Ιωακείμ, και αναμείχθηκε σε όλα τα ζητήματα που συντάραξαν είτε το ίδιο το Πατριαρχείο, είτε τους Έλληνες της τότε [[Οθωμανική Αυτοκρατορία|Οθωμανικής Αυτοκρατορίας]], όπως «οι ρωσικές βλέψεις επί του [[Άγιο Όρος|Αγίου Όρους]], το [[Βουλγαρικό Σχίσμα]], το ζήτημα των θρησκευτικών προνομίων των μειονοτήτων που ζούσαν στα οθωμανικά εδάφη, και τέλος, η στάση του Οικουμενικού Πατριαρχείου ως προς την Ελληνική κυβέρνηση και την [[Εκκλησία της Ελλάδος]] κατά την περίοδο του Εθνικού Διχασμού (1916-1922)». <ref name=auto3>"Μανουήλ Γεδεών, 'Ο τελευταίος γνήσιος Φαναριώτης'" της Δέσποινας Καποδίστρια, Ιστορία Εικονογραφημένη, τχ. 471, Σεπτέμβριος 2007, σελ. 104-107.</ref>
Από το 1921 διέμενε στην Αθήνα, όπου το 1926 ίδρυσε και διηύθυνε τον Σύλλογο των Μεσαιωνικών Γραμμάτων, καθώς και την περιοδική έκδοση του συλλόγου, “Μεσαιωνικά Γράμματα” (Α΄ 1933, Β΄ 1935).