Πολιτεία δικαίου: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
νέο λήμμα |
πιμέλεια |
||
Γραμμή 13:
==Ιστορική προέλευση της Πολιτείας δικαίου==
Χαρακτηριστικό γνώρισμα της απολυταρχικής εποχής ήταν η συγκέντρωση κάθε εξουσίας στα χέρια του ηγεμόνας. Ο ηγεμόνας ήταν ταυτόχρονα παράγοντας της νομοθετικής, της εκτελεστικής και της δικαστικής εξουσίας. Η διάκριση όμως αυτή που είχε γίνει ήδη από τον [[Αριστοτέλης|Αριστοτέλη]] στα [[Πολιτικά (Αριστοτέλης)|Πολιτικά]] (Δ 1297b )<ref>[[Αριστοτέλης]],Πολιτικά «ἔστι δὴ τρία μόρια τῶν πολιτειῶν πασῶν... ἓν μὲν τί τὸ βουλευόμενον περὶ τῶν κοινῶν, δεύτερον δὲ τὸ περὶ τὰς ἀρχάς... τρίτον δέ τί τὸ δικάζον.»[[s:Πολιτικά/Δ_#p1297b|Αριστοτέλης, Πολιτικά Δ 1297b]]
</ref> έχει χαρακτήρα καθαρά θεωρητικό και φιλοσοφικό, χωρίς πρακτικές συνέπειες. Συνέπειες πρακτικές αποκτά ο ουσιαστικός χωρισμός των λειτουργιών, μόνον όταν συνοδεύεται από το τυπικό ή οργανικό χωρισμό. Τυπικός ή οργανικός είναι ο χωρισμός, όταν δεν αρκούμεθα στη θεωρητική, τη φιλοσοφική διαπίστωση, ότι οι ενέργειες της Πολιτείας διαιρούνται σε νομοθετικές, εκτελεστικές και δικαστικές, αλλά αναθέτουμε κάθε μία από τις λειτουργίες αυτές σε ιδιαίτερο όργανο. Αυτό παρατηρήθηκε από τον πρόδρομο της [[Πολιτεία δικαίου|Πολιτείας δικαίου]] ([[Μοντεσκιέ]]), ο οποίος στο βιβλίο του «Περί του Πνεύματος των νόμων» ([[1748]]),<ref>[[Μοντεσκιέ]], Το πνεύμα των νόμων, εκδ. ΓΝΩΣΗ ISBN 960-235-562-X</ref> διατύπωσε την αντίληψη ότι οι εξουσίες, όταν είναι συγκεντρωμένες σε ένα μόνο πρόσωπο, οδηγούν στην κατάπνιξη της ελευθερίας και ότι ο χωρισμός των λειτουργιών και η κατανομή τους σε διάφορες αρχές υπαγορεύεται από την ίδια τη φύση του Κράτους. Ο δε [[
==Τα στοιχεία της Πολιτείας δικαίου==
Δύο είναι τα κύρια στοιχεία της Πολιτείας δικαίου από τα οποία συγκροτείται η έννοια της Πολιτείας δικαίου: ο [[Πολιτικά (Αριστοτέλης)#Η διάκριση των εξουσιών|χωρισμός των λειτουργιών]] και η υποταγή της
*Όταν η Πολιτεία ενεργεί κατ΄ανάγκην εκτελεί ένα από τα τρία έργα: δηλαδή ή θα νομοθετεί ή θα εκτελεί τον νόμον ή θα δικάζει για την επίλυση των διαφορών που προκύπτουν από την εφαρμογή των νόμων.
Από τη διάκριση αυτή των οργάνων σε τρεις κατηγορίες δημιουργείται αυτόματα και η έννοια της αρμοδιότητας. Τα νομοθετικά όργανα είναι αρμόδια να θέτουν τον κανόνα, τα εκτελεστικά ή διοικητικά είναι αρμόδια να εκτελούν αυτόν, τα δε δικαστικά να επιλύουν τις προκύπτουσες αμφισβητήσεις από την εφαρμογή του νόμου. Επειδή η υπέρβαση των ορίων της αρμοδιότητας κάθε οργάνου απαγορεύεται συνάγεται ότι πρέπει να ενεργεί μέσα στα όρια της δικής του αρμοδιότητας. Τα εκτελεστικά ή διοικητικά όργανα, αρμόδια να εκτελούν τον νόμο, δεν μπορούν να δικάσουν, αλλά κυρίως δεν μπορούν να νομοθετήσουν, αλλά είναι υποχρεωμένα να εκτελούν απλώς, να εφαρμόζουν τον νόμο. Δεν μπορούν να ενεργούν εναντίον του νόμου (''contra legem'') ή αντί του νόμου (''praeter legem''), αλλά μόνο σύμφωνα προς τον νόμο (''secundum legem'').<ref>[[Μιχαήλ Στασινόπουλος ]], Διοικητικόν Δίκαιο σ. 4</ref>
==Η αρχή της νομιμότητας==
Η δέσμευση αυτή αποκαλείται «υποταγή της διοίκησης στο νόμο» ή «αρχή της νομιμότητας της διοίκησης»
Η αρχή αυτή της «νομιμότητας της διοίκησης», βάσει της οποίας καμμία εκτελεστική διοικητική πράξη δεν μπορεί να εκδοθεί χωρίς να την προβλέπει ο νόμος, κατευθύνει το [[Διοικητικό δίκαιο]] των συγχρόνων κρατών, καθιερώεται δε και στο ελληνικό Σύνταγμα με διατάξεις που κατατάσσονται σε τρεις κατηγορίες:
1.Στην πρώτη κατηγορία κατατάσσονται οι διατάξεις των άρθρων 7, 17, 78 κ.α.
2.Η καθιέρωση του τυπικού ή οργανικού χωρισμού των λειτουργιών [[s:Σύνταγμα της Ελλάδας_#Άρθρο 26|άρθρ. 26]].
3.Η αρχή της νομιμότητας καθιερώνεται επίσης με το άρθρο [[s:Σύνταγμα της Ελλάδας_#Άρθρο 95|άρθρ. 95]], του ισχύοντος Συντάγματος με τη θέσπιση του θεσμού της ακύρωσης των διοικητικών πράξεων από το [[Συμβούλιο της Επικρατείας]] για υπέρβαση εξουσίας ή παράβαση νόμου. Με τη διάξη αυτή επιτάσσεται ο έλεγχος της τήρησης της συνταγματικής αρχής της νομιμότητας της διοίκησης, ανατίθεται στο Συμβούλιο της Επικρατείας.
|