Ελάτα Χίου: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 14:
Η '''Ελάτα''' είναι ένα μικρό χωριό της νοτιοδυτικής [[Χίος|Χίου]], σε οδική απόσταση 23 χιλιομέτρων από την πόλη της [[Χίος (πόλη)|Χίου]]. Παλαιότερα ήταν έδρα κοινότητας, αργότερα αποτελούσε ένα από τα εννέα δημοτικά διαμερίσματα του [[Δήμος Μαστιχοχωρίων|Δήμου Μαστιχοχωρίων]]και σήμερα ανήκει στον Δήμο [[Χίος|Χίου]]. Η Ελάτα είναι πραγματικά ένα από τα 22 περίπου χωριά της νότιας Χίου όπου καλλιεργείται, εκεί και πουθενά αλλού στον κόσμο, το [[μαστιχόδεντρο]] ή μαστιχοφόρος σχίνος (Pistacia lentiscus, var. Chia) από το οποίο εξάγεται η [[μαστίχα]].
 
Η Ελάτα βρίσκεται σε ημιορεινή περιοχή, σε έξαρμα βραχώδους λόφου (λόφος Μύλος ή Αλώνια) του οποίου η κορυφή βρίσκεται στα νότια του χωριού και εκεί είχαν κτισθεί τρεις [[ανεμόμυλος|ανεμόμυλοι]] που σώζονται ακόμα σε ημιερειπωμένη κατάσταση. Το μεσοσταθμικό [[υψόμετρο]] είναι 190 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Το χωριό υδροδοτείται πλέον από τη λιμνοδεξαμενή του [[Άγιος Γεώργιος Συκούσης|Αγ.Γεωργίου]]. Η θέση του χωριού, αρκετά μακριά από την ακτή, με θέα προς το ανοικτό [[Αιγαίο Πέλαγος]] δυτικά της Χίου, αλλά χωρίς οπτική επαφή με την εγγύτερη παραλία (τον όρμο της Αγίας Ειρήνης) υποδηλώνει σαφέστατα, μαζί με την αρχιτεκτονική του χωριού, το φόβο των πειρατών, που αποβιβάζονταν κατά το Μεσαίωνα και μέχρι την [[Τουρκοκρατία]] στις ακτές, και έκαναν επιδρομές στα χωριά για να λεηλατήσουν τη μαστίχα και τα άλλα προϊόντα τους. Συγκεκριμένα, στην Ελάτα διασώζεται, αν και σε μικρότερο βαθμό από ό,τι στα [[Μεστά Χίου|Μεστά]], η μορφή του «χωριού-κάστρου», κλειστού με τείχος που διαμορφώνουν οι ίδιοι οι τοίχοι των εξωτερικών σπιτιών, τα οποία ήταν ενωμένα μεταξύ τους, όπως ενωμένα στο ύψος του πρώτου ορόφου είναι και τα σπίτια του χωριού, αφήνοντας από κάτω τα εσωτερικά δρομάκια να σχηματίζουν κάπου-κάπου μικρές σήραγγες. Η ίδια μορφή σώζεται και στα μαστιχοχώρια [[Ολύμποι]] και [[Πυργί Χίου|Πυργί]].`Οπως και στα Μεστά, ο φόβος των πειρατών συγκέντρωσε τους κατοίκους παλαιότερων μικρών μεσοβυζαντινών οικισμών της περιοχής, 7 στην περίπτωση της Ελάτας, που έχτισαν το καστροχώρι, ίσως περί το 1300 μ.Χ.. Ονόματα αυτών των «πολισμάτων» που σώζονται είναι: Αγ. Ειρήνη, Μαλλός, Μητρόθια, Αλμυρός, Αγία Παρασκευή. Σύμφωνα μάλιστα με τους κατοίκους, η ονομασία του χωριού οφείλεται στο «ελάτε, ελάτε», που φώναζαν στους κατοίκους των γύρω οικισμών να μπουν στο καστροχώρι, όταν από τις βίγλες τους ειδοποιούσαν ότι πλησίαζαν πειρατικά (για [[έλατο|έλατα]] δεν μπορεί να γίνει καν λόγος). Επίσης, οι διάφορες ονομασίες σε κοντινές εξοχικές περιοχές δεν είναι ίσως τυχαίες: προέρχονται από τα ονόματα των αρχαίων θεών που λατρεύονταν στους συγκεκριμένους χώρους π.χ. Δημητριά, η περιοχή όπου λατρευόταν η θεά Δήμητρα, γι’ αυτό εκεί ως σήμερα καλλιεργούνται μόνο δημητριακά.
 
Οι κάτοικοι της Ελάτας, που ονομάζονται ''Λατούσοι'' στο τοπικό γλωσσικό ιδίωμα, δεν αναζήτησαν ποτέ την τύχη τους στη θάλασσα, αντίθετα με τους κατοίκους της βόρειας Χίου που εξαιτίας της απουσίας μαστιχόδενδρων και του ιδιαίτερα άγονου εδάφους στράφηκαν προς την ναυτιλία και κατέστησαν τη νήσο Χίο πρωταγωνίστρια στην ελληνική εμπορική ναυτιλία. Οι Λατούσοι δεν ασχολούνται ούτε καν με το [[ψάρεμα]], τουλάχιστον στο βαθμό που ασχολούνται οι κάτοικοι των γειτονικών χωριών της δυτικής πλευράς, των Μεστών και του [[Λιθί|Λιθίου]]. Σε αυτό συνέτεινε και ο πυκνός ελαιώνας στα δυτικά και κάτω από το χωριό. Ο de Thevenot (''Voyage de M. de Thevenot en Europe, Asie et Afrique'', 3<sup>η</sup> έκδ. `Αμστερνταμ 1727, τ.Ι, σσ.312,316-7, αναφέρεται από τον Hubert Pernot στο ''Η νήσος Χίος'') γράφει ότι στα χρόνια του οι Λατούσοι ασχολούνταν όλοι με την περδικοτροφία, με την ασυνήθιστη δηλαδή εκτροφή ενός άγριου πουλιού (της [[πέρδικα|πέρδικας]]) σαν να ήταν πρόβατο: ''«Είναι ένα περίεργο φαινόμενο να βλέπεις πώς τρέφουν αυτά τα πουλιά... ...τις μαζεύουν το πρωί όλες γύρω τους μ' ένα σφύριγμα, τις οδηγούν στα χωράφια σαν τους διάνους, και στην αρχή, φθάνοντας σ' ένα λόφο που τις πάνε, τρέχουν ν' αναζητήσουν την τροφή τους καθεμιά στο δικό της τόπο. Το βράδυ εκείνος που τις φροντίζει επιστρέφει στο λόφο και αρχίζει να σφυρίζει πολύ δυνατά. Τότε όλες οι πέρδικες ξανάρχονται και μαζεύονται γύρω του, και κατόπι καθεμιά επιστρέφει στο σπίτι του κυρίου της χωρίς να λείψει καμιά ποτέ τους, κι ακούν τόσο καλά το σφύριγμα εκείνου που τις οδηγεί συνήθως στη βοσκή, ώστε αν σφυρίζει κάποιος άλλος δεν πάνε κοντά του.»'' Υπήρχε λοιπόν το επάγγελμα του «περδικοβοσκού», που όμως είχε ήδη εκλείψει την εποχή των ταξιδιών του Pernot (1898-99). Περιστασιακά, ακόμα και τον 20<sup>ο</sup> αιώνα, έτρεφαν λίγες πέρδικες στα σπίτια, όπως τις κότες.