Ο Καλός, ο Κακός και ο Άσχημος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Avalantis (συζήτηση | συνεισφορές)
Νέα σελίδα: {{Κουτί πληροφοριών ταινίας | τίτλος ταινίας = Ο Καλός, ο Κακός και ο Άσχημος | εικόνα =...
 
Avalantis (συζήτηση | συνεισφορές)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 25:
Στο στρατόπεδο, ο [[Δεκανέας]] Γουάλας κάνει την αναφορά. Ο Τούκο απαντά στο Μπιλ Κάρσον, τραβόντας πάνω του την προσεχή του Αγγελομάτη, που τώρα είναι μεταμφιεσμένος σε [[Λοχίας|Λοχία]] της Ένωσης. Ο Αγγελομάτης βάζει τον Γουάλας να σπάσει στο ξύλο τον Τούκο για να μαρτυρήσει την τοποθεσία του χρυσού, αλλά ο Τούκο ομολογεί επίσης πως μόνο ο Ξανθούλης ξέρει το όνομα του τάφου. Πεπεισμένος πως ο Ξανθούλης είναι πολύ έξυπνος για να μαρτυρήσει το όνομα, ο Αγγελομάτης του προτείνει να πάρει την θέση του Τούκο στην συμφωνία για το χρυσάφι. Ο Ξανθούλης συμφωνεί και ξεκινά με τον Αγγελομάτη και την συμμορία του. Λίγο αργότερα, ο Τούκο, ενώ μεταφέρεται με τρένο στον τόπο εκτέλεσης του, δραπετεύει σκοτώνοντας τον δεκανέα Γουάλας.
 
Η συμμορία του Αγγελομάτη, με τον Ξανθούλη, φτάνουν σε μια πόλη που εκκενώνεται εξαιτίας του βομβαρδισμού της από βαρύ πυροβολικό. Ο Τούκο, τριγυρνώντας άσκοπα στα ερείπια της ίδιας πόλης, πέφτει σε ενέδρα του κυνηγού επικηρυγμένων που τραυμάτισε στην αρχή της ταινίας (Αλ Μούλοκ), ενώ κάνει μπάνιο σε ένα εγκαταλειμμένο κτίριο. Παρά την έκπληξη, ο Τούκο σκοτώνει τον κυνηγό. Ακούγωντας τους πυροβολισμούς, ο Ξανθούλης βρίσκει τον Τούκο και του λέει την εμπλοκή του Αγγελομάτη. Οι δυο τους ανανεώνουν την παλιά συνεργασία τους, και σκοτώνουν στα ερείπια της πόλης όλη τη συμμορία του Αγγελομάτη. Ο Αγγελομάτης όμως ξεφεύγει, αφήνοντας σημείωση πως: ''«Θα τα πούμε αργότερα, ηλίθιοι»''.
 
Ο Τούκο και ο Ξανθούλης βρίσκουν τον δρόμο προς το κοιμητήριο του Θλιμμένου Λόφου, αλλά αυτός είναι μπλοκαρισμένος από μεγάλες δυνάμεις Βορείων και Νοτίων, που χωρίζονται μόνο από μια στενή γέφυρα. Κάθε πλευρά θέλει την γέφυρα, αλλά και οι δύο πλευρές έχουν διαταγές να μην την καταστρέψουν. Σκεπτόμενοι πως αν η γέφυρα καταστραφεί ''«αυτοί οι ηλίθιοι θα πάνε κάπου αλλού να πολεμήσουν»'', ο Ξανθούλης και ο Τούκο συρματώνουν στην γέφυρα δυναμίτες. Κατά τη διαδικασία, οι δυο τους ανταλλάζουν τα μυστικά τους: Ο Τούκο αποκαλύπτει πως το χρυσάφι βρίσκεται στο κοιμητήριο του Θλιμμένου Λόφου και ο Ξανθούλης λέει πως το όνομα του τάφου είναι Άρτς Στάντον. Οι δυο τους ανατινάζουν την γέφυρα, και όταν το επόμενο πρωί οι δυο στρατοί έχουν φύγει, συνεχίζουν το δρόμο τους. Ο Τούκο εγκαταλείπει τον Ξανθούλη (που είχε σταματήσει για να φροντίσει έναν ετοιμοθάνατο στρατιώτη των Νοτίων), για να πάρει μόνος του όλο το χρυσάφι. Βρίσκει τον τάφο του Αρτς Στάντον, αλλά ενώ αρχίζει να σκάβει, εμφανίζεται ο Ξανθούλης σημαδεύοντας τον με το περίστροφο του και κρατώντας ένα φτυάρι. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα και οι δυο τους αιφνιδιάζονται από τον Αγγελομάτη, που τους έχει σε σημείο σκόπευσης. Ο Ξανθούλης κλωτσάει τον τάφο του Στάντον, αποκαλύπτοντας μόνο τον σκελετό του αποθανόντος. Φανερώνοντας πως μόνο εκείνος ξέρει το πραγματικό όνομα του τάφου, ο Ξανθούλης το γράφει σε μια πέτρα, που αφήνει στη μέση του κοιμητηρίου και λέει στον Τούκο και τον Αγγελομάτη πως ''«Διακόσιες χιλιάδες δολάρια είναι πολλά λεφτά. Πρέπει να τα κερδίσουμε με την αξία μας»''.
 
Οι τρεις τους κοιτάζουν ο ένας τον άλλο στο κυκλικό κέντρο του κοιμητηρίου, υπολογίζοντας τις συνεργασίες και τους κινδύνους σε αυτή την τριπλή αντιπαράθεση, πριν να τραβήξουν τα περίστροφα τους. Πρώτος τραβάει ο Αγγελομάτης, αλλά ο Ξανθούλης τον πυροβολεί. Πεσμένος ο Αγγελομάτης σημαδεύει τον Ξανθούλη, αλλά δέχεται ακόμα μια σφαίρα, που τον ρίχνει νεκρό σ’ έναν ανοιχτό, αχρησιμοποίητο τάφο. Ο Τούκο προσπαθεί να πυροβολήσει κι αυτός τον Αγγελομάτη, αλλά ανακαλύπτει πως ο Ξανθούλης έβγαλε τις σφαίρες απ΄ το όπλο του την προηγούμενη νύχτα. Ο Ξανθούλης οδηγεί τον Τούκο στον τάφο που γράφει «Άγνωστος» δίπλα απ’ αυτόν του Αρτς Στάντον. Ο Τούκο σκάβοντας βρίσκει μέσα οκτώ σακιά χρυσού, αλλά όταν γυρίζει στον Ξανθούλη, βλέπει μπροστά του μια αγχόνη. Θέλοντας να εκδικηθεί όσα του έκανε ο Τούκο, ο Ξανθούλης τον βάζει να σταθεί σ’ έναν ασταθή σταυρό και βάζει την θηλιά στον λαιμό του, δένοντας τα χέρια του. Στη συνέχεια παίρνει το μερίδιο του από το χρυσάφι, και αφήνει τον Τούκο με το άλλο μισό. Ενώ ο Τούκο φωνάζει ζητώντας έλεος, εμφανίζεται στον ορίζοντα η σιλουέτα του Ξανθούλη, στοχεύοντας τον με το τουφέκι του. Με ένα πυροβολισμό κόβει το σχοινί, ρίχνοντας τον Τούκο με τα μούτρα στις σακούλες/μερίδιο του στον θησαυρό. Χαμογελώντας ο Ξανθούλης, φεύγει μακριά. Ο Τούκο που έχει το χρυσάφι αλλά είναι ακόμα δεμένος και δεν έχει άλογο, σε έξαλλη κατάσταση τον βρίζει φωνάζοντας του: ''«Ρε Ξανθέ! Ξέρεις τι είσαι; Ακόμα ένας σιχαμερός γιός σκύλας!»''