Χορωδία: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Αναίρεση έκδοσης 3793276 από τον 109.211.78.122 (Συζήτηση)
Επιμέλεια
Γραμμή 58:
{{Κύριο|Αναγεννησιακή μουσική}}
 
Κατά την περίοδο της Αναγέννησης η θρησκευτική χορωδιακή μουσική υπήρξε η κύρια έκφραση της λόγιας μουσικής στη [[Δυτική Ευρώπη]]. Την περίοδο αυτή γράφτηκαν εκατοντάδες έργα για χορωδία, που εμπίπτουν σε αρκετές μουσικές φόρμες, όπως [[λειτουργία (μουσική)|λειτουργίες]], μοτέτα, [[ανθέμιο (μουσική)|ανθέμια]] κλπ, τα περισσότερα από τα οποία προορίζονταν για ''a cappella'' εκτέλεση, αν και σε πολλές περιπτώσεις η χρήση μουσικών οργάνων είναι ιστορικά τεκμηριωμένη. Κυριότεροι εκπρόσωποι αυτής της εποχής, όσον αφορά στο χορωδιακό ρεπερτόριο, θεωρούνται ο [[Γκυγιώμ Ντυφαί]], ο [[Ζοσκέν ντε Πρε]], ο [[Τζιοβάννι Πιερλουίτζι ντα Παλεστρίνα]] και ο [[Ουίλιαμ Μπερντ]], τα έργα των οποίων αποτελούν το απώγειοαπόγειο της πολυφωνίας, ενώ αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης για πλήθος μετέπειτα συνθετών.
 
[[Αρχείο:Gaudenzio Ferrari 002.jpg|left|thumb|Τοιχογραφία του [[Γκαουντέντσιο Φερράρι]] όπου απεικονίζονται τραγουδιστές και μουσικοί (περ. 1530-40)]]Άλλος ένας τύπος χορωδιακής μουσικής της Αναγέννησης αποτελεί και το [[μαδριγάλι]], το κέιμενοκείμενο του οποίου είναι όμως κοσμικό. Αν και αρχικά προοριζόταν για οικιακή εκτέλεση από ερασιτέχνες τραγουδιστές, η ανάθεση σε χορωδίες και ολιγομελή φωνητικά σύνολα δεν ήταν ανύπαρκτη· στις μέρες μας τα μαδριγάλια αποτελούν εξίσου αναπόσπαστο μέρος του σύγχρονου χορωδιακού ρεπερτορίου.
 
=== Μπαρόκ ===
{{Κύριο|Μπαρόκ μουσική}}
 
Ακρογωνιαίος λίθος της μουσικής Μπαρόκ αποτελεί η ανάπτυξη και εδραίωση περί το 1600 του [[συνεχές βάσιμο|συνεχούς βάσιμου]], το οποίο επέφερε δραματικές αλλαγές στην αισθητική της μουσικής και οδήγησε στην άνοδο της [[μονωδία]]ς και κατόπιν της [[όπερα]]ς. Ο νεωτερισμός αυτός ήταν κατ'´ουσίαν επέκταση μιας διαδεδομένης πρακτικής της εποχής, που είχε ως βάση την ενόργανη συνοδεία της χορωδίας, είτε με χρήση συντετμημένης παρτιτούρας (λατ. ''reductio'') ή με το λεγόμενο ''basso seguente'', ένα φωνητικό/οργανικό μέρος που περιέχει τη χαμηλότερη νότα σε κάθε δεδομένη στιγμή.
 
Το νέο μουσικό γένος που αναδύθηκε συνδυάζει φωνές και μουσικά όργανα και ονομάζεται «κοντσερτάτο»· ιστορικά ανάγεται στο πολυχωρικό ύφος της [[Βενετσιάνικη σχολη|Βενετσιάνικης σχολής]], κύριοι εκπρόσωποι της οποίας υπήρξαν μεταξύ άλλων ο [[Τζιοβάννι Γκαμπριέλι]] και ο [[Κλαούντιο Μοντεβέρντι]]. Τα έργα της εποχής απαιτούν πλέον όλο και μεγαλύτερη δεξιοτεχνία τόσο από τους τραγουδιστές όσο και από τα όργανα συνοδείας, ωστόσο αξίζει να σημειωθεί ότι οι χορωδίες της εποχής ήταν συνήθως ολιγομελείς και αυτό τις καθιστούσε ευέλικτες στην εκτέλεση του ρεπερτορίου στο [[δεύτερη πρακτική|νέο ύφος]].
Γραμμή 80:
{{Κύριο|Κλασική εποχή της μουσικής|Ρομαντική μουσική}}
 
Στα τέλη του 18ου αιώνα οι συνθέτες στράφηκαν κυρίως στην ενόργανη μουσική, μέσα από είδη όπως τη [[Συμφωνία (μουσική)|Συμφωνία]], παραγκωνίζοντας έτσι το ρόλο της χορωδίας. Τα χορωδιακά έργα του [[Μότσαρτ]] δεν θεωρούνται γενικά τα κορυφαία του αριστουργήματα, με φωτεινές εξαιρέσεις το Ρέκβιεμ και τη Μεγάλη Λειτουργία σε Ντο ελάσσονα. Ο [[Γιόζεφ Χάυντν]] έδειξε μεγαλύτερο ενδιαφέρον στη χορωδιακή μουσική προς το τέλος της καριέρας του, όταν επισκεπτόμενος την Αγγλία είχε την ευκαιρία να ακούσει διάφορα ορατόρια του Χαίντελ, σε πολυπληθείς εκτελέσεις· επηρεασμένος απ' αυτά, έγραψε από το 1797 μια σειρά από λειτουργίες καθώς και δύο μεγάλα ορατόρια, τη "Δημιουργία" και τις "Εποχές". Ο [[Μπετόβεν]] άφησε παρακαταθήκη μόνο δύο λειτουγίεςλειτουργίες, εκ των οποίων η «επίσημη» (''Missa Solemnis'') είναι κατάλληλη μόνο σε πολύ σπουδαίες εκκλησιαστικές περιστάσεις. Εκτός αυτών, ήταν ο πρώτος που εισήγαγε τη χορωδία σε συμφωνικό έργο, τοποθετώντας τη στην κατακλείδα της 9ης του [[Συμφωνία Νο 9 (Μπετόβεν)|Συμφωνίας]], αλλά και στη "Φαντασία για πιάνο, χορωδία και ορχήστρα σε Ντο ελάσσονα".
 
Τον 19ο αιώνα η θρησκευτική μουσική μεταπηδά από τους ιερούς ναούς στα συναυλιακά μέγαρα, καθώς γράφονται έργα για υπερπληθώρα εκτελεστών, που δεν μπορούν να φιλοξενηθούν σε εκκλησία. Παραδείγματα τέτοιων αποτελούν τα ''Te Deum'' και Ρέκβιεμ του [[Εκτόρ Μπερλιόζ]], καθώς και το "Γερμανικό Ρέκβιεμ" του [[Μπραμς]]. Άλλα παραδείγματα όπου συνυφαίνεται σε μεγάλο βαθμό η ορχηστρική συνοδεία αποτελούν το Ρέκβιεμ του [[Βέρντι]], το "Στάμπατ Μάτερ" του [[Τζοακίνο Ροσσίνι|Ροσσίνι]], το ''Te Deum'' του [[Άντον Μπρούκνερ]] κλπ.
Γραμμή 97:
Οι υστερο-ρομαντικοί συνθέτες [[Ρίχαρντ Στράους]] και [[Σεργκέι Ραχμάνινοφ]] συνεισέφεραν με ένα εύρος έργων, ενώ ο [[Ραλφ Βων Ουίλιαμς]] -στα πλαίσια του [[Νεοκλασικισμός (μουσική)|Νεοκλασικισμού]]- κάνει μια ανασκόπηση στο Αναγεννησιακό ύφος υπό μια νέα αρμονική ματιά. Το έργο ''Friede auf Erden'' του [[Άρνολντ Σένμπεργκ]] αποτελεί ένα «τονικό καλειδοσκόπιο», στα πλαίσια του οποίου το τονικό κέντρο μετακινείται διαρκώς, όπως άλλωστε και σε άλλα του έργα από την ίδια περίοδο ("έναστρη νύχτα" κλπ). Από την άλλη διαγράφεται μια επιστροφή στην παραδοσιακή μουσική και πολλοί συνθέτες αντλούν υλικό από δημοτικά τραγούδια, γράφοντας νέες εναρμονίσεις και [[παραλλαγή (μουσική)|παραλλαγές]].
 
Με την άνοδο της [[Ατονικότητα|ατονικότητας]] και τη μήμη-παραδοσιακή αρμονία η χορωδιακή μουσική επηρεάζεται άμεσα· ο [[Ατονικότητα #σειραϊσμός|σειραϊσμός]] κάνει την εμφάνισή του στο ανθέμιο του Σένμπεργκ "Dreimal Tausend Jahre", ενώ η χρήση της τεχνικής ''sprechstimme'' (ή ''σανσόν παρλέ'') εμφαίνεται στον ψαλμό "De Profundis" (''εκ βαθέων''). Η [[τρόπος (μουσική)|τροπική]] γλώσσα του [[Πάουλ Χίντεμιτ]] σκιαγραφείται σε αρκετά έργα του, κάτι που στα ''Cinq Rechants'' του [[Ολιβιέ Μεσιάν]] πηγαίνει ένα βήμα παραπέρα, κάνοντας χρήση διάφωνης αντίστιξης. Αλματώδης είναι η διαφορά στον Πεντερέτσκι και τον [[Γκιέργκι Λίγκετι]], όπου κυριαρχούν τα [[κλάστερ]] (συμπαγείς συγχορδίες χωρίς τονική εστία) και το τυχαίο στοιχείο (βλ. [[αλεατορική μουσική]]). Με τον καθολικό σειραϊσμό του [[Μίλτον Μπάμπιτ]] οι δυνατότητες της χορωδίας (και όχι μόνο) υπερπηδούν τα όριά τους και η χορωδιακή μουσική εν συνόλω γίνεται ολοένα και πιο απαιτητική από τους εκτελεστές. Παρά τη δυσκολία και τις ιδιοτροπίες των διαφόρων τεχνικών, πολλά έργα με αντισυμβατική μουσική γλώσσα εντάσσονται στο ρεπερτόριο τόσο των επαγγελματικών, όσο και των ερασιτεχνικών χορωδιών ανά τον κόσμο.
 
Στον αντίποδα της πειραματικής μουσικής εξέλιξης, συνθέτες όπως ο [[Μπέντζαμιν Μπρίτεν]], ο [[Φρανσίς Πουλένκ]] και ο [[Καρλ Ορφ]] εντάσονται στο ευρύτερο πλαίσιο του Νεοκλασικισμού· τα χορωδιακά τους έργα είναι πιο εύπεπτα και προσεγγίσιμα από τον κοινό ώτα, ενώ ορισμένα αποτελούν κάποια από τα πλέον δημοφιλή έργα του είδους (π.χ. τα "Κάρμινα Μπουράνα" του Ορφ, το ανθέμιο "Rejoice in the Lamb" του Μπρίτεν κλπ). Στην ανατολική Ευρώπη, οι [[Μπέλα Μπάρτοκ]] και [[Ζόλταν Κόνταλυ]] προσεγγίζουν ακόμη περισσότερο την παραδοσιακή τους μουσική και μέσω της τροπικής αρμονίας καταλήγουν σε ένα αποτέλεσμα εξίσου συνθετικό όσο και διδακτικό.
 
Το πέρας του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου αναδεικνύει ένα νέο ρεύμα, αυτό του [[Μινιμαλισμός (μουσική)|Μινιμαλισμού]]. Στην Ευρώπη προσλαμβάνει μια μυστικιστική χροιά και εκπροσωπείται κυρίως από τον [[Άρβο Περτ]], τον [[Χένρυκ Γκορέτσκι]] και τον [[Τζον Τάβενερ]]· στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού, οι [[Στηβ Ράιχ]], [[Φίλιπ Γκλας]] και [[Τζον Άνταμς (συνθέτης)|Τζον Άνταμς]] το ύφος προσιδιάζει την κίνηση των μηχανών και δεν συνδέεται ως επί τω πλείστω με το θρησκευτικό στοιχείο. Εξέλιξη του μινιμαλισμού είναι ο μετα-μινιμαλισμός κατά τον οποίο προκύπτει μια ευτύτερηευρύτερη σύντηξη στοιχείων της μέχρι τώρα μουσικής, συνδιάζονταςσυνδυάζοντας το Μπαρόκ με την παραδοσιακή μουσική της Λατινικής Αμερικής, την Αναγεννησιακή αντίστιξη με τους ηλεκτρονικούς ήχους, την [[άμπιεντ]] μουσική με το [[μπελ κάντο]] κοκ. Έργα των Βρετανών [[Τζον Ράτερ]] και [[Τζέιμς Μακμίλλαν]] εμπίπτουν εν πολλοίς σ' αυτό το πρότυπο, ενώ από την «εμπορικότερη» πλευρά ο [[Τζον Ουίλιαμς]] -γνωστός από τη μουσική επένδυση πολλών κινηματογραφικών ταινιών- κινείται σε πιο επικά χρώματα.
 
== Παραπομπές ==
Ανακτήθηκε από "https://el.wikipedia.org/wiki/Χορωδία"