Πολυχρόνης Λεμπέσης: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Dgolitsis (συζήτηση | συνεισφορές)
Dgolitsis (συζήτηση | συνεισφορές)
επιμέλεια
Γραμμή 29:
Σπούδασε [[ζωγραφική]] στην [[Αθήνα]] αρχικά. Με την υποστήριξη του πολιτικού [[Δημήτριος Βούλγαρης|Δημητρίου Βούλγαρη]] ή Τζουμπέ [[Παύλος Νιρβάνας]]</ref> έλαβε υποτροφία και συνέχισε τις σπουδές του στην Ακαδημία του [[Μόναχο|Μονάχου]]. Στο [[Μόναχο]] έγινε φίλος με τον ήδη γνωστό [[Νικόλαος Γύζης|Νικόλαο Γύζη]]. Μαθήτευσε επίσης στα εργαστήρια του Βίλχελμ Λίντενσμιτ του Νεότερου (Wilhelm Lindenschmidt dJ.) και του Λούντβιχ φον Λοφτς (Ludwig von Löfftz).
 
Το [[1880]], ο Λεμπέσης επέστρεψε στην [[Αθήνα]], για να εγκατασταθεί στην περιοχή του [[Θησείο]]υ. Παρότι ήταν εξαιρετικός τοπιογράφος, σύντομα έγινε γνωστός για το ταλέντο του ως προσωπογράφος. Δέχθηκε αρκετές παραγγελίες για πορτρέτα από ευκατάστατους αστούς της εποχής του (Καψάλης, Σανταρόζας, Σερπιέρης, Λεβίδης, κ.ά.). Παράλληλα δε δίδαξε ζωγραφική στα παιδιά του δικαστικού και μετέπειτα πρωθυπουργού [[Στέφανος Δραγούμης|Στέφανου Δραγούμη]]. Μένει στο κελί του στη Σαλαμίνα χωρίς σχεδόν δουλειά ή στο σπιτάκι του στο [[Θησείο]], όπου, γερασμένος πρόωρα περνάει τις ώρες του στα μικρά καφενεδάκια της γραφικής αλλά παράμερης πλατείας. Εκεί τον «ανακάλυψε» στα 1911 ο Παύλος Νιρβάνας. Τα μαλλιά τού Λεμπέση είναι άσπρα. Πίνει τον καφέ του το δειλινό με κάνα-δύο απλοϊκούς γείτονες. «Κανένας δεν μαντεύει ποιος είναι», σχολιάζει ο Νιρβάνας, που τον ρωτάει: «Ζεις Λεμπέση;» -- «Ζω» (...) <br>
 
— Και τι κάνεις τώρα;<br>
— Και τι κάνεις τώρα; --Αγιογραφίες! Όταν μου το επιτρέπουν, εννοείται, οι καλόγεροι του Αγίου Όρους. Όταν περισσέψει δουλειά απ΄αυτούς, παίρνω κι’ εγώ! Έτσι σιγοσβήνει, άγνωστος, φτωχός, μονάχος ο Λεμπέσης στα 1913.<ref>Βιβλιογραφία Α΄, Π.Νιρβάνας</ref> «Απέθανεν ένας των ικανοτέρων ζωγράφων μας, ο Πολυχρόνης Λεμπέσης», σύμφωνα με δημοσίευμα της εποχής «… περί του εκλιπόντος εν αφανεία αλλά και εν αφανεία ζήσαντος καλλιτέχνου».<ref>Παναθήναια ΙΓ΄, 1913.σ.12</ref> Για να βρεθούν χρήματα για την κηδεία του πουλήθηκαν στην αγορά του Πειραιά, σ΄ένα ψαρά και σ΄έναν μπακάλη, όσα έργα του υπήρχαν στο εργαστήρι για 2 ή 5 δραχμές το καθένα. Συνολικά συγκεντρώθηκαν εξήντα δραχμές. Η είδηση του θανάτου του μόλις δημοσιεύτηκε στα ψιλά κάποιας πειραιώτικης εφημερίδας και στα δύο καλλιτεχνικά περιοδικά της εποχής.<ref>Παναθήναια 15-28 Φεβρουαρίου 1913 σ.192</ref> Είναι άλλωστε η εποχή των θριαμβικών αγώνων της Ελλάδας στους Βαλκανικούς πολέμους και δεν υπάρχουν μεγάλα περιθώρια για θλίψη για το ζωγράφο που πάντα έζησε «έξω από τους κύκλους των αγώνων και των προστριβών των ομοτέχνων του – αντιτέχνων θα έλεγε ο Λουκιανός μακρυά από τα χαλκεία της εφήμερης φήμης που είναι τα δημοσιογραφικά γραφεία. Ο Λεμπέσης, ο σιωπηλός, ασκητικός και σεμνός ζωγράφος, πέρασε τη ζωή του μακριά από τη διαμάχη για την πρόσκαιρη δόξα και τον εύκολο πλουτισμό. Με επίγνωση της αξίας του, αλλά ταπεινός και από ένα σημείο και πέρα αποτραβηγμένος, θυμίζει πολύ τον άλλο «Κοσμοκαλόγερο», τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Λέγεται, πάντως, ότι η εχθρική ατμόσφαιρα που δημιουργήθηκε εναντίον του οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο [[Νικηφόρος Λύτρας|Νικηφόρο Λύτρα]]. Διάφορες ιστορίες, που ίσως δεν απέχουν πολύ από την πραγματικότητα, δίνουν κάποια ιδέα της ατμόσφαιρας αυτής. Κάποτε ο [[Αρχοντικό Σερπιέρη|Φερδινάνδος Σερπιέρης]] κάλεσε τον Λεμπέση να του κάνει ένα πορτρέτο (ανήκει σήμερα στη Συλλογή [[Ε.Κουτλίδη]]). Ο Λεμπέσης ζήτησε και πήρε για το έργο 2800 δραχμές. Ζωγράφισε το Σερπιέρη όπως ακριβώς ήταν, αρκετά παχύ και ογκώδη. Ο Σπερπιέρης έδειξε στο Λύτρα το πορτρέτο του για να κρίνει τη δουλειά του νεοφερμένου ζωγράφου. Ο Λύτρας παρατήρησε ότι ήταν μεν καλό αλλά δεν είχε τίποτε το καλλιτεχνικό. Την κρίση αυτή, που κολάκευε τον εικονιζόμενο, μετέφερε ο Σερπιέρης στο Λεμπέση. Ο Λεμπέσης θύμωσε, έδωσε πίσω στο Σερπιἐρη τα λεφτά, πήρε το πορτρέτο, το έκοψε και το έκανε μικρότερο. Ας σημειωθεί ότι το έργο αυτό είναι ένα από τα καλύτερα πορτρέτα της νεοελληνικής τέχνης και ορισμένοι κριτικοί βρίσκουν ότι έχει αναλογίες με την αυτοπροσωπογραφία του [[Πωλ Σεζάν|Σεζάν]]. Ο Λεμπέσης ήταν ένας από τους ελάχιστους σπουδασμένους στην Ευρώπη ζωγράφους που κάνουν αγιογραφίες. Συνήθως πιστεύεται ότι η ανάγκη τον έκαμε αγιογράφο με το δυσάρεστο αποτέλεσμα να περιορίσει την άλλη ζωγραφική του και στο τέλος σχεδόν να την εγκαταλείψει.
--Αγιογραφίες! Όταν μου το επιτρέπουν, εννοείται, οι καλόγεροι του Αγίου Όρους. Όταν περισσέψει δουλειά απ΄αυτούς, παίρνω κι’ εγώ!
 
— Και τι κάνεις τώρα; --Αγιογραφίες! Όταν μου το επιτρέπουν, εννοείται, οι καλόγεροι του Αγίου Όρους. Όταν περισσέψει δουλειά απ΄αυτούς, παίρνω κι’ εγώ! Έτσι σιγοσβήνει, άγνωστος, φτωχός, μονάχος ο Λεμπέσης στα 1913.<ref>Βιβλιογραφία Α΄, Π.Νιρβάνας</ref> «Απέθανεν ένας των ικανοτέρων ζωγράφων μας, ο Πολυχρόνης Λεμπέσης», σύμφωνα με δημοσίευμα της εποχής «… περί του εκλιπόντος εν αφανεία αλλά και εν αφανεία ζήσαντος καλλιτέχνου».<ref>Παναθήναια ΙΓ΄, 1913.σ.12</ref> Για να βρεθούν χρήματα για την κηδεία του πουλήθηκαν στην αγορά του Πειραιά, σ΄ένα ψαρά και σ΄έναν μπακάλη, όσα έργα του υπήρχαν στο εργαστήρι για 2 ή 5 δραχμές το καθένα. Συνολικά συγκεντρώθηκαν εξήντα δραχμές. Η είδηση του θανάτου του μόλις δημοσιεύτηκε στα ψιλά κάποιας πειραιώτικης εφημερίδας και στα δύο καλλιτεχνικά περιοδικά της εποχής.<ref>Παναθήναια 15-28 Φεβρουαρίου 1913 σ.192</ref> Είναι άλλωστε η εποχή των θριαμβικών αγώνων της Ελλάδας στους Βαλκανικούς πολέμους και δεν υπάρχουν μεγάλα περιθώρια για θλίψη για το ζωγράφο που πάντα έζησε «έξω από τους κύκλους των αγώνων και των προστριβών των ομοτέχνων του – αντιτέχνων θα έλεγε ο Λουκιανός μακρυά από τα χαλκεία της εφήμερης φήμης που είναι τα δημοσιογραφικά γραφεία. Ο Λεμπέσης, ο σιωπηλός, ασκητικός και σεμνός ζωγράφος, πέρασε τη ζωή του μακριά από τη διαμάχη για την πρόσκαιρη δόξα και τον εύκολο πλουτισμό. Με επίγνωση της αξίας του, αλλά ταπεινός και από ένα σημείο και πέρα αποτραβηγμένος, θυμίζει πολύ τον άλλο «Κοσμοκαλόγερο», τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Λέγεται, πάντως, ότι η εχθρική ατμόσφαιρα που δημιουργήθηκε εναντίον του οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο [[Νικηφόρος Λύτρας|Νικηφόρο Λύτρα]]. Διάφορες ιστορίες, που ίσως δεν απέχουν πολύ από την πραγματικότητα, δίνουν κάποια ιδέα της ατμόσφαιρας αυτής. Κάποτε ο [[Αρχοντικό Σερπιέρη|Φερδινάνδος Σερπιέρης]] κάλεσε τον Λεμπέση να του κάνει ένα πορτρέτο (ανήκει σήμερα στη Συλλογή [[Ε.Κουτλίδη]]). Ο Λεμπέσης ζήτησε και πήρε για το έργο 2800 δραχμές. Ζωγράφισε το Σερπιέρη όπως ακριβώς ήταν, αρκετά παχύ και ογκώδη. Ο Σπερπιέρης έδειξε στο Λύτρα το πορτρέτο του για να κρίνει τη δουλειά του νεοφερμένου ζωγράφου. Ο Λύτρας παρατήρησε ότι ήταν μεν καλό αλλά δεν είχε τίποτε το καλλιτεχνικό. Την κρίση αυτή, που κολάκευε τον εικονιζόμενο, μετέφερε ο Σερπιέρης στο Λεμπέση. Ο Λεμπέσης θύμωσε, έδωσε πίσω στο Σερπιἐρη τα λεφτά, πήρε το πορτρέτο, το έκοψε και το έκανε μικρότερο. Ας σημειωθεί ότι το έργο αυτό είναι ένα από τα καλύτερα πορτρέτα της νεοελληνικής τέχνης και ορισμένοι κριτικοί βρίσκουν ότι έχει αναλογίες με την αυτοπροσωπογραφία του [[Πωλ Σεζάν|Σεζάν]]. Ο Λεμπέσης ήταν ένας από τους ελάχιστους σπουδασμένους στην Ευρώπη ζωγράφους που κάνουν αγιογραφίες. Συνήθως πιστεύεται ότι η ανάγκη τον έκαμε αγιογράφο με το δυσάρεστο αποτέλεσμα να περιορίσει την άλλη ζωγραφική του και στο τέλος σχεδόν να την εγκαταλείψει.
 
===Έργο===
[[Image:Lembesis-Nude-Painting.jpg|thumb|255px260px|''Nude'' by Polychronis Lembesis [[Εθνική Πινακοθήκη]]]]
Τα έργα του που είναι γνωστά στο κοινό &mdash; μαζί με τις αγιογραφίες του σε εκκλησίες της [[Αθήνα]]ς, του [[Πειραιάς|Πειραιά]] και της [[Σαλαμίνα]]ς &mdash; δεν ξεπερνούν τα εκατό. Ορισμένα από τα πιο γνωστά του έργα βρίσκονται στην [[Εθνική Πινακοθήκη]] (''Γυμνό'', ''Το αγόρι με τα κουνέλια'', ''Η ανηψιά του καλλιτέχνη'', ''Προσωπογραφία του αδελφού του'', κ.ά.), στην [[Πινακοθήκη Ε. Αβέρωφ]] στο Μέτσοβο (''Το κορίτσι με τα περιστέρια'') και στο [[Τελλόγλειο Ίδρυμα]] στην Θεσσαλονίκη (''Το αλητόπαιδο'').
Ο Λεμπέσης ήταν ένας από τους ελάχιστους σπουδασμένους στην Ευρώπη ζωγράφους που κάνουν αγιογραφίες. Συνήθως πιστεύεται ότι η ανάγκη τον έκαμε αγιογράφο με το δυσάρεστο αποτέλεσμα να περιορίσει την άλλη ζωγραφική του και στο τέλος σχεδόν να την εγκαταλείψει. Ζωγράφισε, μεταξύ άλλων, τη Γέννηση στη Εκκλησία Εισοδίων της Θεοτόκου στα [[Αμπελάκια Σαλαμίνας]] και την [[Πλατυτέρα]] των ουρανών (όπου διακρίνονται η λιτότητα, η σεμνότητα της βρεφοκρατούσας Παναγίας) και η παρθενική αβρότητα των δυο αγγέλων που την περιστοιχίζουν με την ωραία πτυχολογία τους.
 
===Αναγνώριση και κριτική===
 
Αναδρομική έκθεση των έργων του οργάνωσε τον Μάρτιο του 1963 στη Σαλαμίνα ο εκεί σύλλογος "Ευριπίδης". Γενικά το ζωγραφικό του έργο διακρίθηκε για την χρωματική του ακρίβεια και την καθαρότητα του σχεδίου.Ιδιαίτερα αξιόλογες θεωρούνται οι προσωπογραφίες του στις οποίες κατόρθσε ν΄αποδώσει με ειλικρίνεια και μεγάλη συνθετική και εκφραστική ελευθερία την ψυχογραφία των προσώπων που εικονίζει: Ο στρατιώτης, ο Παπάς, προσωπογραφία κοριτσιού, Φερδινάδος Σερπιέρης (Αθήνα, Εθνική Πινακοθήκη)... Στα τοπία του ο Λεμπέσης απέδωσε με μεγαλύτερη αμεσότητα το «ελληνικό στοιχείο» και το φως της ελληνικής υπαίθρου χωρίς να διαλύει τις μορφές και τα αντικείμενα στο χώρο και χωρίς ωραιοποιήσεις και εξιαδινακεύσεις: Λόφος του Αρείου Πάγου, Μικρούλα στα χορτάρια (Αθήνα, Συλλογή Καλκάνη). Οι θρησκευτικές του συνθέσεις όμως είναι γενικά μικρότερης αξίας από τα άλλα έργα του, καθώς ξέφυγε από την παραδοσιακή αντίληψη και ακολούθησε δυτικότροπες τάσεις για «βελτιωμένη βυζαντινή ζωγραφική» Η πιο φτασμένη σύνθεσή του θεωρείται η [[Πλατυτέρα]] των Ουρανών στον [[Άγιος Γεώργιος Καρύτση|Άγιο Γεώργιο Καρύτση]]. Τα τελευταία χρονολογημένα έργα του είναι ο Άγιος Μηνάς και η Αγία Λαύρα στην εκκλησία του Αγίου Μηνά στη [[Σαλαμίνα]] που φέρουν την ημερομηνία [[1909]].
 
===Υποσημειώσεις===
Γραμμή 60 ⟶ 63 :
*"Πειραϊκόν Ημερολόγιον" Αρχείο Πειραϊκών Σπουδών (1966) τομ.1ος σελ.67
*" Έλληνες Ζωγράφοι", Τόμος Α΄Εκδοτικός οίκος Μέλισσα.
<br>
 
{{Σχολή του Μονάχου}}