Βάρβαροι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
ορθογραφικά |
||
Γραμμή 2:
Ο όρος '''Βάρβαροι''' είναι ονομασία που χρησιμοποιήθηκε αρχικά από τους Αρχαίους Έλληνες και αργότερα από τους Μεσσαιωνικούς Έλληνες ως εθνογραφική ή γεωγραφική ένδειξη, με την οποία, μέχρι τον 5ο π.Χ. αιώνα, χαρακτήριζαν όλους εκείνους που δεν ήταν Έλληνες, τους αλλοδαπούς. Καταδεικνύει ένα λαό με έντονο το αίσθημα της διαφορετικότητάς του από τους μη ανήκωντες σε αυτόν. Ανάλογη χρήση έχει η λέξη γκουγίμ (=εθνικοί) από τους Εβραίου
Η λέξη στην αρχή δεν είχε την σημασία του απολίτιστου και άξεστου-
Από τον 5ο αιώνα και μετά, η λέξη άρχισε να χρησιμοποιείται και με χαρακτήρα μειωτικό έναντι όλων εκείνων που δεν ήταν Έλληνες, αποκτώντας πλέον μία σειρά από σημασίες, και μπορούσε να σημαίνει κατά περίπτωση, τον διανοητικά κατώτερο, τον κτηνώδη, τον άνθρωπο που ρέπει προς την υποταγή. Άλλωστε, ο [[Ισοκράτης]] προτρέπει
Στη γνωστή έκφραση «''πας μη Έλλην βάρβαρος''», περικλείεται και η εθνική υπερηφάνεια των Ελλήνων για τα διανοητικά τους επιτεύγματα. Μια υπερηφάνεια που συνήθιζε να υπογραμμίζει και ο [[Μέγας Αλέξανδρος]] κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του. Με την αναθηματική επιγραφή «''Αλέξανδρος Φιλίππου και οι Έλληνες πλην Λακεδαιμονίων από των βαρβάρων των την Ασίαν κατοικούντων''», έστειλε στην Αθήνα 300 περσικές πανοπλίες παρουσιάζοντας τη νίκη του Γρανικού, ως νίκη του πανελληνίου εναντίον των βαρβάρων. Την έκφραση τη συναντάμε και στη μεσαιωνική ελληνική γραμματεία. Στο ιστορικό πόνημα της Αλεξιάδος, η Άννα Κομνηνή χαρακτηρίζει τους μη ελληνόφωνους (Λατίνους, Άραβες, κ.τ.λ.) ως βαρβάρους. Η χρήση είναι περισσότερο από λόγιος αττικισμός, καθώς απαντάται και σε πολλά άλλα
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι Έλληνες χαρακτήριζαν και τη ζωή έξω από την [[Πόλις-κράτος|πόλη-κράτος]] ως ημιβάρβαρη, εννοώντας ότι στα χωριά έλειπε η συγκεντρωτική και συντονισμένη πολιτική ζωή που ήταν απαραίτητη για μια ευτυχισμένη και ορθολογική ύπαρξη.
|