Βιβλιοθήκη Μπόντλιαν: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 13:
Η Βιβλιοθήκη αυτή επέζησε επί περίπου εξήντα χρόνια. Το 1550 ο Ρίτσαρντ Κοξ (Richard Cox), πρωθιερέας της νεοϊδρυθείσας ''Christ Church'' την απογύμνωσε από τα βιβλία της, ακολουθώντας ένα νομοθέτημα του βασιλέα [[Εδουάρδος Δ΄ της Αγγλίας|Εδουάρδου Δ΄]] με το οποίο σχεδιαζόταν η απάλειψη όλων των ιχνών της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας από την Αγγλική Εκκλησία. Στο νομοθέτημα περιλαμβάνονταν όλα τα "δεισιδαιμονικά βιβλία και εικόνες". Όπως αναφέρει ο ιστορικός Άντονι Γουντ (Anthony Wood) "μερικά από τα βιβλία που απομακρύνθηκαν από τους Μεταρρυθμιστές κάηκαν, άλλα πωλήθηκαν είτε σε βιβλιοπώλες είτε σε κατασκευαστές γαντιών ως βαρίδια για να συμπιέζουν τα γάντια που κατασκεύαζαν, σε ράπτες ως σταθμά, σε βιβλιοδέτες για να χρησιμοποιήσουν τα δεσίματα σε δικά τους έργα ενώ μερικά τα κράτησαν για ίδια χρήση οι Μεταρρυθμιστές".<ref name=ox/> Την εποχή εκείνη το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης δεν είχε σημαντική χρηματοδότηση και δεν διέθετε πόρους για να αντικαταστήσει με τυπωμένα βιβλία αυτά που είχαν διαρπαγεί και διασκορπιστεί. Το 1556 τα έδρανα που "στέγαζαν" τα βιβλία πωλήθηκαν και ο χώρος της Βιβλιοθήκης δόθηκε στην Ιατρική Σχολή.
 
Η τελική διάσωση της Βιβλιοθήκης έγινε από τον Σερ [[Τόμας Μπόντλεϊ]] (Sir Thomas Bodley), υφηγητή''Fellow'' του Κολεγίου Μέρτον (Merton College), ο οποίος είχε υπηρετήσει στο διπλωματικό σώμα και είχε εκτελέσει ορισμένες αποστολές για λογαριασμό της βασίλισσας [[Ελισάβετ Α΄ της Αγγλίας|Ελισάβετ]]. Εν τω μεταξύ, νυμφεύτηκε μια ευκατάστατη χήρα, της οποίας ο αποθανών σύζυγος είχε δημιουργήσει σημαντική περιουσία από το εμπόριο σαρδέλας. <ref name=ox/>Ο Μπόντλεϊ, διαπιστώνοντας ότι τα βιβλία της αρχικής βιβλιοθήκης είχαν διασκορπιστεί, απέστειλε επιστολή στο Πανεπιστήμιο στις 23 Φεβρουαρίου 1598 με την οποία δήλωνε την πρόθεσή του να αποκαταστήσει τη Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου, αναλαμβάνοντας τις δαπάνες εξοπλισμού της με νέα ράφια, έδρανα και καθίσματα. Πριν τις 19 Μαρτίου του ίδιου έτους ο Μπόντλεϊ μαζί με τον Σερ [[Χένρι Σάβιλ]] (Sir Henry Savile), διευθυντή σπουδών του Μέρτον, κατέστρωσαν ένα γενικό σχέδιο για τη Βιβλιοθήκη: Το Μέρτον είχε ήδη προμηθευτεί την απαραίτητη ξυλεία την οποία επεξεργάζονταν πριονιστές, έχοντας αποδεχτεί τη δωρεά του Μπόντλεϊ. Σε επιστολή του προς το Πανεπιστήμιο δύο χρόνια αργότερα (24 Δεκεμβρίου 1599) ο Μπόντλεϊ αποκαλύπτει την ανυπομονησία του να "τελειώνει μέσα στο προσεχές δεκαπενθήμερο με τους ξυλουργούς, τους μαραγκούς, τους υαλουργούς και όλον αυτό τον αργόσχολο συρφετό". Ο εξοπλισμός της βιβλιοθήκης με δικτυωτά, αλυσίδες και λοιπά σιδηρικά είχε σχεδόν τελειώσει ως τον Ιούνιο του 1600, αλλά για λόγους που δεν σχετίζονταν με το κτίριο, η Βιβλιοθήκη δεν άρχισε τη λειτουργία της πριν τις 8 Νοεμβρίου 1602,<ref name=bh/> διαθέτοντας περίπου 2.500 τόμους, προερχόμενους κυρίως από τον ίδιο τον Μπόντλεϊ αλλά και άλλους δωρητές. Ορίστηκε ως Βιβλιοθηκάριος ο Τόμας Τζέιμς (Thomas James) και, το 1605, κυκλοφόρησε ο πρώτος τυπωμένος κατάλογος της συλλογής της βιβλιοθήκης. Το 1620 ο κατάλογος αυτός καταλάμβανε 675 σελίδες.<ref name=ox/>
Το 1610 ο Μπόντλεϊ συνήψε μια συμφωνία με τον Σύνδεσμο Χαρτοβιβλιοπωλών του Λονδίνου: Ο Σύνδεσμος αναλάμβανε να στέλνει ένα αντίτυπο από κάθε βιβλίο που εξέδιδε στη Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ο αριθμός των αποκειμένων βιβλίων να αυξηθεί σε τέτοιο βαθμό ώστε σύντομα προέκυψε ανάγκη επέκτασής της. Την περίοδο 1610 - 1612 κατασκευάστηκε η πρώτη επέκταση, την οποία χρηματοδότησε και πάλι ο Μπόντλεϊ, σήμερα γνωστή ως "Arts End". Ο Μπόντλεϊ απεβίωσε το 1613 και την επομένη της νεκρώσιμης ακολουθίας ξεκίνησε η κατασκευή νέας επέκτασης με κτίριο στον μεγάλο χώρο γνωστό ως ''the Schools Quadrangle'', ανατολικά της ήδη υπάρχουσας. Η νέα αυτή επέκταση, σχεδιασμένη από τον Μπόντλεϊ, ο οποίος ήταν και η κινητήρια δύναμη πίσω από αυτήν, δεν έγινε, βέβαια, δυνατό να χρηματοδοτηθεί από τον ίδιο και οι δαπάνες καλύπτονταν από δάνεια και ιδιωτικές συνδρομές, αν και ο ίδιος είχε αφήσει, με τη διαθήκη του, κάποια χρήματα για να επεκταθούν τα κτίσματα στο ''the Schools Quadrangle'' ώστε να στεγάσουν τα βιβλία που ήδη είχαν αρχίσει να συσσωρεύονται στην υπάρχουσα Βιβλιοθήκη, κυρίως με την προσθήκη ενός ακόμη ορόφου σε αυτά. Ο τρίτος όροφος, εκτός από αποθετήριο βιβλίων, έγινε δημόσιο μουσείο και πινακοθήκη εικόνων, η πρώτη που δημιουργήθηκε στην Αγγλία.<ref name=ox/> Οι προσθήκες αυτές είχαν ολοκληρωθεί το 1619, αλλά μικροπροσαρμογές στους χώρους συνέχισαν να γίνονται ως το 1624.
 
Γραμμή 21:
 
===Το κτίσμα Ράντκλιφ===
Η ανάπτυξη της Βιβλιοθήκης μειώνεται στις αρχές του 18ου αιώνα, ακολουθώντας πιθανόν και την ανάπτυξη του ίδιου του Πανεπιστημίου: Κατά την τριετία 1700 - 1703 στη Βιβλιοθήκη δεν εισήλθε κανένα νέο βιβλίο. Τα επιμέρους Κολέγια, όμως, δημιουργούν τις δικές τους βιβλιοθήκες. Η αρχιτεκτονικά πιο όμορφη ήταν καρπός της σκέψης του δόκτορα [[Τζων Ράντκλιφ]] (Dr John Radcliffe, 1650–1714), ενός από τους πλέον επιτυχημένους ιατρούς της εποχής του. Στους οικονομικούς διαχειριστές του άφησε ένα μεγάλο χρηματικό ποσό, με την εντολή να αγοράσουν τη γη, να οικοδομήσουν νέο κτίριο σε αυτήν και μια δωρεά για την προμήθεια βιβλίων και τον μισθό του βιβλιοθηκάριου. Επιλέχτηκε το οικόπεδο στα νότια του ''Schools Quadrangle'', στο μέσον μιας πλατείας που ονομάστηκε "πλατεία Ράντκλιφ". Η οικοδόμηση του κυκλικού θολωτού κτιρίου, το οποίο θεωρείται σήμερα το πλέον εντυπωσιακό κτίσμα κλασικής αρχιτεκτονικής στην Οξφόρδη, έγινε κατά την περίοδο 1747 - 1748 σε σχέδια του Τζέιμς Γκιμπς (James Gibbs) και άρχισε να λειτουργεί το 1749.
 
<!--
 
The growth of the collection slowed down in the early eighteenth century when the library, like the University as a whole, entered into a somewhat somnolent period; no books at all were purchased between 1700 and 1703. Yet the late seventeenth and early eighteenth centuries saw a spate of library-building in Oxford. Most of the new libraries were built by the colleges, but the finest of all, at least from an architectural point of view, was the brainchild of an individual, Dr John Radcliffe (1650–1714), perhaps the most successful English physician of his day. He left his trustees a large sum of money with which to purchase both the land for the new building and an endowment to pay a librarian and purchase books.
 
The site eventually chosen was to the south of the Schools Quadrangle, in the middle of a new square (Radcliffe Square) formed by the demolition of old houses in School Street and Catte Street and bounded by All Souls and Brasenose Colleges and the University Church. Here, between 1737 and 1748, the monumental circular domed building – Oxford’s most impressive piece of classical architecture – went up to the designs of James Gibbs, and it was finally opened in 1749.
 
For many years the Radcliffe Library, as it was called until 1860, was something of a white elephant. It was completely independent of the Bodleian, readers were few in number, the heterogeneous collection of books served no obvious purpose, and the first librarians displayed a strange reluctance to add to it. Matters improved in the early nineteenth century, when a collection of books on medicine and natural history was gradually amassed: something celebrated by the publication of the first printed catalogue in 1835.