Μάχη της Ναϊσσού: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 3:
 
== Προκαταρκτικά ==
Η μάχη συνέβη εξαιτίας δύο μαζικών ναυτικών εισβολών [[Έρουλοι|Ερούλων]] και Γότθων σε ρωμαϊκό έδαφος, κατά τα έτη 267-269. Η πρώτη εισβολή, αυτή των Ερούλων, ξεκίνησε με λεηλασία πόλεων των δυτικών παραλίων του Ευξείνου Πόντου. Στη συνέχεια, οι Έρουλοι επιτέθηκαν ανεπιτυχώς στο [[Κωνσταντινούπολη|Βυζάντιο]] και την [[Κύζικος|Κύζικο]]. Αν και ηττήθηκαν από το ρωμαϊκό ναυτικό, κατάφεραν να περάσουν στο Αιγαίο όπου λεηλάτησαν τη Λήμνο και τη Σκύρο. Στη συνέχεια λεηλάτησαν την Κόρινθο, τη Σπάρτη, το Άργος και την Αθήνα από την οποία τους εκδίωξες η πολιτοφυλακή που οργάνωσε ο ιστορικός Δέξιππος. Απωθούμενοι προς βορρά, οι Έρουλοι συνάντησαν τον στρατό του επερχόμενου Γαλιηνού, από τον οποίο ηττήθηκαν στη μάχη του ποταμού Νέσσου (Νέστου), και συνθηκολόγησαν με τους Ρωμαίους. Στη συνέχεια, ο Γαλιηνός αναχώρησε βιαστικά για την Ιταλία, προκειμένου να αντιμετωπίσει τον στασιαστή στρατηγό Αυρίολο. Τελικά, το καλοκαίρι του 268, ο Γαλιηνός δολοφονήθηκε από αξιωματικούς του ενώ πολιορκούσε το Μεδιόλανο (μιλάνο) το οποίο κρατούσε ο Αυρίολος.
Η μάχη συνέβη εξαιτίας της μαζικής εισβολής των Γότθων σε Ρωμαϊκό έδαφος στα τέλη του 267-αρχές 268. Οι Γότθοι πέρασαν το Δούναβη και εισέβαλαν στην πλούσια επαρχία της [[Παννονία|Παννονίας]], όπου πολιόρκησαν και λεηλάτησαν αρκετές πόλεις και ήταν πολλοί αυτοί που πίστευαν ότι η επόμενη στάση των Γότθων θα ήταν η [[Αρχαία Ρώμη|Ρώμη]]. Πρέπει να ήταν λιμός ο λόγος που τους ώθησε στην εισβολή.
 
Εν τω μεταξύ είχε αρχίσει η 2η, και μεγαλύτερη, εισβολή από Γότθους μαζί με Γέπιδες, Έρουλους και άλλους λαούς. Οι δυνάμεις των εισβολέων αριθμούσαν 2.000–6.000 πλοία και 325.000 άνδρες, κατά μεταγενέστερες πάντα πηγές οι οποίες πιθανώς υπερβάλλουν σοβαρά στις εκτιμήσεις αυτές, Οι εισβολείς επιτέθηκαν ανεπιτυχώς σε πόλεις των δυτικών παραλίων του Ευξείνου Πόντου όπως η Τόμις και η Μαρκιανόπολη. Μετά από επίθεση εναντίον του Βυζαντίου και της Χρυσούπολης, ο στόλος των εισβολέων καταστράφηκε εν μέρει είτε κατά τη διέλευση από την τρικυμιώδη Προποντίδα είτε από επιτυχή επίθεση του ρωμαϊκού ναυτικού. Και πάλι όμως οι εισβολείς κατάφεραν να περάσουν στο Αιγαίο όπου ένα απόσπασμά τους έφτασε μέχρι την Κρήτη και τη Ρόδο. Το κύριο σώμα των εισβολέων πολιόρκησε τη Θεσσαλονίκη και την Κασσάνδρα τις οποίες έφτασαν πολύ κοντά στο να τις καταλάβουν. Στο άκουσμα όμως της προσέγγισης του στρατύ του νέου αυτοκράτορα, Κλαύδιου Γ' του Γοτθικού, οι εισβολείς εγκατέλειψαν αυτές τις πολιορκίες και πορεύθηκαν προς το εσωτερικό της Βαλκανικής χερσονήσου, αφού λεηλάτησαν την Πελαγονία και τη Δοβηρό (Παιονία;).
Ο Ρωμαίος αυτοκράτορας [[Γαλιηνός]] (Gallienus) περιόρισε κατά κάποιο τρόπο τους Γότθους, νικώντας τους την άνοιξη (πιθανώς Απρίλιο), αλλά οι Ρωμαίοι ήταν αποδυναμωμένοι από τις εσωτερικές διαμάχες και εξεγέρσεις και δεν μπόρεσαν να εκδιώξουν τους Γότθους από τα εδάφη τους. Έτσι οι τελευταίοι συνέχισαν τις αρπαγές και λεηλασίες έως ότου ο αυτοκράτορας ετοίμασε μια δεύτερη εκστρατεία εναντίον τους.
 
Υπάρχει διχογνωμία για το ποιος ήταν επικεφαλής των Ρωμαίων, καθότι ο Γαλιηνός πέθανε εκείνη την εποχή και ο [[Κλαύδιος Β'|Κλαύδιος]] , που έμεινε γνωστός αργότερα με το προσωνύμιο "Γοτθικός" πήρε και τη δόξα του νικητή. Το πιθανότερο είναι επικεφαλής να ήταν ο Γαλιηνός αλλά το βάρος της μάχης το σήκωσαν ο Κλαύδιος και κυρίως ο αρχηγός του ιππικού [[Αυρηλιανός]] .
 
== Η μάχη ==