Κράνος υπ. 1934/39: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
||
Γραμμή 3:
==Ιστορικό==
Κατά τη δεκαετία του ’30 στην Ιταλία, η κυβέρνηση του [[Μουσολίνι]] κατέβαλε προσπάθειες για να εξοπλίσει το στρατό που προορίζονταν να υλοποιήσει τα επεκτατικά σχέδια του καθεστώτος, με ένα κράνος που να προσφέρει μεν επαρκή παθητική προστασία στους στρατιώτες, αλλά διαθέτοντας παράλληλα και αρχαιοπρεπείς γραμμές, που θα παρέπεμπαν αισθητικά στα κράνη του πάλαι ποτέ ένδοξου Ρωμαϊκού στρατού. Διάφορα σχέδια μελετήθηκαν, ώσπου τελικά επικράτησε το [[
Η εταιρία Πιγκόνε από τη Φλωρεντία, είχε συμμετάσχει στο διαγωνισμό με τη δημιουργία της, το Modello 34. Συγκριτικά με το Μ33, το αντίστοιχο Μ34 είχε μικρές διαφορές εμφανισιακά. Παρείχε ακόμα πιο ανεμπόδιστο οπτικό πεδίο, κάλυπτε μεγαλύτερο τμήμα του κρανίου και ήταν ελαφρύτερο, πιο άνετο και σχεδιασμένο να προσφέρει μεγαλύτερη ευχέρεια, αλλά σε αντιστάθμισμα, ήταν λιγότερο ανθεκτικό και τελικά απορρίφθηκε από τον Ιταλικό στρατό. Έτσι, αναζητήθηκε αγοραστής στη διεθνή αγορά, που στις παραμονές του πολέμου ήταν αρκετά ανήσυχη.
Η διεθνής οικονομική κρίση και η πικρή εμπειρία από τη φονικότητα του Μεγάλου Πολέμου, είχε σα συνέπεια την απροθυμία γενικά λαών και κυβερνήσεων να αναγνωρίσουν το επερχόμενο ξέσπασμα ενός νέου πολέμου, με αποτέλεσμα την παραμέληση του επανεξοπλισμού τους. Τελικά και λόγω των καταιγιστικών εξελίξεων, τα κράτη βρέθηκαν να αναζητούν απεγνωσμένα λύσεις της τελευταίας στιγμής, της Ελλάδας μη εξαιρουμένης.
Στα 1939 το Μ34 αγοράστηκε για να εξοπλίσει τον Ελληνικό Στρατό, ο πόλεμος όμως δεν επέτρεψε την ολοκλήρωση της Ελληνικής παραγγελίας. Συνεπώς, στα 1940 τα νέα κράνη χορηγήθηκαν με προτεραιότητα στα στρατεύματα μέχρις εξαντλήσεως και οι ελλείψεις συμπληρώθηκαν από τα αποθέματα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου σε Γαλλικά κράνη «Αντριάν» και Βρετανικά «Μπρόντι».
==Κατασκευή==
Το κράνος υποδείγματος 1934/39, ήταν κατασκευασμένο από νικελιοχάλυβα, είχε πάχος 1,1 χιλιοστό και βάρος 1.000 έως 1.100 χιλιόγραμμα, ανάλογα με το μέγεθος.
Τα περισσότερα κράνη υπ. 1934/39, παρελήφθησαν από την Ιταλία μόνο σαν κελύφη, που βάφτηκαν με Ελληνικά χρώματα και προστέθηκαν Ελληνικής κατασκευής εσωτερικές επενδύσεις και υποσιάγωνα. Τα κράνη του στρατού βάφτηκαν στο παραδοσιακό Ελληνικό χακί, της αεροπορίας γκρι, ενώ του ναυτικού βάφτηκαν σε ναυτικό μπλε, και τυπώθηκε μια εστεμμένη άγκυρα και τα γράμματα ΒΝ (Βασιλικό Ναυτικό). Οπές αερισμού δεν υπήρχαν και οι εσωτερικές επενδύσεις στερεώθηκαν στα κελύφη με τέσσερις βίδες, για μεγαλύτερη ευκολία. Διατίθονταν τρία μεγέθη κελύφους, με επτά νούμερα εσωτερικού.
Οι εσωτερικές επενδύσεις ήταν δύο τύπων. Οι μεν Ιταλικές, ήταν παρόμοιες με του Μ33. Οι Ελληνικές, που αποτελούσαν και τον κανόνα, ήταν δερμάτινες, με επτά γλώσσες, διάτρητες, εκτός από μία, στην οποία είχε τυπωθεί θερμικά το νούμερο του κράνους, το στέμμα του τότε βασιλείου της Ελλάδας και οι λέξεις ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΣΤΡΑΤΟΣ γύρω από έναν Ελληνικό σταυρό. Τα υποσιάγωνα, πλάτους 17 χιλιοστών, ήταν επίσης δερμάτινα, αποτελούμενα από δύο, εύκολα αφαιρούμενα τμήματα, που κατέληγαν σε πόρπες, οι οποίες διέτρεχαν το μήκος του απέναντι τμήματος, για ρύθμιση μεγέθους.
Η ποιότητα των Ελληνικών εξαρτημάτων ήταν υψηλή, αλλά τα κελύφη δεν παρείχαν καλή προστασία, ενώ φωτογραφίες από το Αλβανικό μέτωπο δείχνουν συνήθως στρατιώτες με δυσανάλογα κράνη, που συχνά δεν κάλυπταν καν το προβλεπόμενο τμήμα του κρανίου. Αυτό, ενδέχεται να προκλήθηκε από τη μερική μόνο παράδοση της παραγγελίας, ενώ και μια εσκεμμένη μεθόδευση από Ιταλικής πλευράς δε θα μπορούσε να αποκλειστεί.
==Υπηρεσιακή χρήση==
Η ομοιότητα ανάμεσα στα κράνη των δύο εμπολέμων πλευρών στο Αλβανικό μέτωπο αποτέλεσε πρόβλημα για την εύκολη αναγνώριση φίλων κι εχθρών στο πεδίο της μάχης. Από Ελληνικής πλευράς βέβαια, λόγω ελλείψεων, το υπ. 1934/39 υπήρξε μόνο ένας από τους τρεις τύπους που χρησιμοποιήθηκε. Ωστόσο, η Ελληνική Χωροφυλακή, που συμμετείχε ενεργά στον πόλεμο, εφοδιάστηκε επίσης με τα νέα κράνη. Όσα κράνη έμειναν στην Ιταλία με τη διακοπή των παραδόσεων, χορηγήθηκαν στη συνοριακή φρουρά και σε μικρότερο βαθμό στο Ιταλικό ναυτικό, ενώ αργότερα χρησιμοποιήθηκαν και από παραστρατιωτικές οργανώσεις, κατά τον Ιταλικό εμφύλιο. Μία ποσότητα από κράνη που πέρασαν στα χέρια των Ιταλών με την Ελληνική παράδοση το ’41, βάφτηκαν πάλι σε Ιταλικά χρώματα και αξιοποιήθηκαν από τον Ιταλικό στρατό κατοχής, μέχρι την απελευθέρωση. Μεταπολεμικά, οι Ελληνικές αρχές χρησιμοποίησαν εκ νέου τα κράνη αυτά, παράλληλα με τα Βρετανικού τύπου ΜΚ-ΙΙ, που είχαν στο μεταξύ υιοθετηθεί ήδη από τη Μέση Ανατολή. Πολλά μάλιστα υπέστησαν μετατροπές, αντικαθιστώντας τις εσωτερικές επενδύσεις με ανάλογες Βρετανικού τύπου. Κατά τον Ελληνικό Εμφύλιο, το υπ. 1934/39 χρησιμοποιήθηκε μερικώς και από τις δύο πλευρές. Από τα 1948, άρχισε σταδιακά ο επανεξοπλισμός του Ελληνικού Στρατού με Αμερικανικό υλικό και μαζί, με το κράνος Μ-1. Σε μια προσπάθεια να επιτευχθεί μια υποτυπώδης έστω ομοιομορφία, πολλά κράνη υπ.1933/39 και ΜΚ-ΙΙ βάφτηκαν σε Αμερικανικό πράσινο λαδί χρώμα. Τελικά αντικαταστάθηκαν πλήρως από Αμερικανικές προμήθειες, αν και η Ελληνική Χωροφυλακή εξακολουθούσε να τα χρησιμοποιεί μέχρι και τη δεκαετία του ’60. ▼
Η ομοιότητα ανάμεσα στα κράνη των δύο εμπολέμων πλευρών στο Αλβανικό μέτωπο αποτέλεσε πρόβλημα για την εύκολη αναγνώριση φίλων κι εχθρών στο πεδίο της μάχης. Από Ελληνικής πλευράς βέβαια, λόγω ελλείψεων, το υπ. 1934/39 υπήρξε μόνο ένας από τους τρεις τύπους που χρησιμοποιήθηκε. Ωστόσο, η Ελληνική Χωροφυλακή, που συμμετείχε ενεργά στον πόλεμο, εφοδιάστηκε επίσης με τα νέα κράνη.
▲
Κατά τον Ελληνικό Εμφύλιο, το υπ. 1934/39 χρησιμοποιήθηκε μερικώς και από τις δύο πλευρές. Από τα 1948, άρχισε σταδιακά ο επανεξοπλισμός του Ελληνικού Στρατού με Αμερικανικό υλικό και μαζί, με το κράνος Μ-1. Σε μια προσπάθεια να επιτευχθεί μια υποτυπώδης έστω ομοιομορφία, πολλά κράνη υπ.1933/39 και ΜΚ-ΙΙ βάφτηκαν σε Αμερικανικό πράσινο λαδί χρώμα. Τελικά αντικαταστάθηκαν πλήρως από Αμερικανικές προμήθειες, αν και η Ελληνική Χωροφυλακή εξακολουθούσε να τα χρησιμοποιεί μέχρι και τη δεκαετία του ’60.
|