Σαΐφ αλ-Ντάουλα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 24:
Ο Χασάν αρχικά υποστήριξε τον Ιμπν Ραΐκ, αλλά το 942 τον δολοφόνησε και εξασφάλισε την θέση του για τον εαυτό του, λαμβάνοντας το τιμητικό προσωνύμιο «Νασίρ αλ-Ντάουλα» («Υπερασπιστής της Δυναστείας») από τον χαλίφη. Οι αλ-Μπαριντί, μια σημαίνουσα οικογένεια της [[Βασόρα]]ς, που επίσης φιλοδοξούσαν να ελέγχουν το χαλίφη, συνέχισαν να αντιστέκονται, και ο Αλί εστάλη εναντίον τους. Αφού πέτυχε μια νίκη ενάντια στον Αμπου αλ-Χουσεΐν αλ-Μπαριντί στην [[αλ-Μανταΐν]], ο Αλί ονομάστηκε κυβερνήτης της Ουασίτ και έλαβε το προσωνύμιο «Σαΐφ αλ-Ντάουλα» («Ξίφος της Δυναστείας»), με το οποίο θα γινόταν διάσημος. Αυτλη η διπλή απονομή στους δύο Χαμδανίδες αποτέλεσε την πρώτη φορά στην ιστορία του Χαλιφάτου που προσωνύμιο με το συνθετικό ''Ντάουλα'' απονεμήθηκε σε οποιονδήποτε εκτός του [[βεζίρης|βεζίρη]], του πρωθυπουργού του Χαλιφάτου.<ref name="EI2-104"/><ref name="Kennedy270">Kennedy (2004), σ. 270</ref>
 
Οι επιτυχία των Χαμδανιδών αποδείχτηκε βραχύβια, καθώς παρέμεναν πολιτικά απομονωμένοι: οι πιο ισχυροί ημιαυτόνομοι ηγεμόνες του Χαλιφάτου, οι [[Σαμανίδες]] της [[Υπερωξειανή]]ς και οι [[Ιχσιντίδες]] της [[Αίγυπτος|Αιγύπτου]], αρνήθηκαν να τους υποστηρίξουν. Όταν λοιπόν το 943 ξέσπασε μια ανταρσία στο στράτευμά τους (που αποτελούνταν κυρίως από Τούρκους, [[ΝταϋλαμίτεςΔαϋλαμίτες]], [[Καρμαθιανοί|Καρμαθιανούς]] και ελάχιστους Άραβες) υπό την ηγεσία του Τούρκου [[Τουζούν]], τα δύο αδέλφια αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη Βαγδάτη.<ref name="EI2-104"/><ref name="EI2-H127"/><ref name="Kennedy270"/> Ο χαλίφης [[αλ-Μουτακί]] ονόμασε τον Τουζούν αμίρ «αλ-ουμαρά», αλλά σύντομα διαφώνησε μαζί του και κατέφυγε στον βορρά, αναζητώντας πάλι την προστασία των Χαμδανιδών. Ο Τουζούν όμως νίκησε τους Χαμδανίδες στη μάχη που ακολούθησε, και το 944 οι δυο πλευρές συνήψαν συνθήκη σύμφωνα με την οποία οι Χαμδανίδες θα κρατούσα την Τζαζίρα και επιπλέον λάμβαναν τη βόρειο [[Συρία]] (η οποία όμως δεν βρισκόταν υπό χαμδανιδικό έλεγχο) σε αντάλλαγμα της πληρωμής μεγάλου ετήσιου φόρου. Από εδώ και στο εξής, ο Νασίρ αλ-Ντάουλα ήταν αυτόνομος αλλά φόρου υποτελής στη Βαγδάτη. Δεν εγκατέλειψε όμως τις προσπάθειές του να επιβληθεί και πάλι στο νότιο [[Ιράκ]], πράγμα που οδήγησε σε σύγκρουση με τη νέα ηγεμονική δύναμη της περιοχής, τους Μπουίδες. Τελικά, το 958/9 , ηττημένος κατά κράτος, ο Νασίρ αλ-Ντάουλα αναγκάστηκε να καταφύγει στην αυλή του αδερφού του, ο οποίος και διαπραγματεύτηκε την επιστροφή του στη Μοσούλη με τον Μπουίδη εμίρη [[Μουίζ αλ-Ντάουλα]].<ref name="EI2-H127"/><ref>Kennedy (2004), σ. 270–271</ref>
 
===Ίδρυση του Εμιράτου του Χαλεπίου===
Γραμμή 44:
Πέρα από τη σύγκρουσή του με τους Ιχσιντίδες, στην προσπάθειά του να επιβληθεί στην Συρία ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα αναγκάστηκε να εξασφαλίσει καλές σχέσεις και με τις ανυπάκουες γηγενείς αραβικές φυλές.<ref>Kennedy (2004), σ. 273–274</ref> Εκείνη την εποχή η βόρεια Συρία ελεγχόταν από έναν αριθμό αραβικών φυλών, που είχαν εγκατασταθεί στην περιοχή ήδη από την εποχή των [[Ομεϋάδες|Ομεϋαδών]], και σε αρκετές περιπτώσεις ακόμη νωρίτερα. Η περιοχή γύρω από τη Χομς ανήκε στους [[Μπάνου Καλμπ]] και τους Μπάνου Ταϊγί, ενώ ο βορράς, μια φαρδιά ζώνη εκτεινόμενη από τον [[Ορόντης|Ορόντη]] ως πέρα από τον [[Ευφράτης|Ευφράτη]] ελεγχόταν από ως επί το πλείστον νομαδικές φυλές Καϋσιτών, τους Ουκαΐλ, Νουμαΐρ, Καμπ και Κουσαΐρ, καθώς και από τους ήδη αναφερθέντες Κιλάμπ, γύρω από το Χαλέπι. Πιο νότια, οι Τανούχ, με προέλευση από την [[Υεμένη]], είχαν εγκατασταθεί γύρω από το Μααράτ αλ-Νουμαάν]], ενώ στις ακτές κατοικούσαν οι Μπαχρά και Κούρδοι.<ref name="EI2-106">Bianquis (1997), p. 106</ref>
 
Στις σχέσεις του μαζί τους, ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα ωφελήθηκε από το γεγονός ότι ήταν φυλετικά Άραβας, και όχι ένας Τούρκος ή Πέρσης πολέμαρχος, όπως η πλειοψηφία των συγχρόνων του ηγεμόνων στον ισλαμικό κόσμο. Έτσι κατάφερε να εξασφαλίσει την υποστήριξη των αραβικών φυλών, και αρκετοί [[βεδουΐνοι]] έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην διακυβέρνηση του κράτους του.<ref name="Humphreys538"/> Εντούτοις, μιμούμενο την συνήθη πρακτική των ύστερων Αββασιδών, που ήταν ήδη γνωστή στον Σαΐφ αλ-Ντάουλα και αποτελούσε το κοινό πρότυπο για τη Μέση Ανατολή, το κράτος των Χαμδανιδών στηριζόταν, και κατέληξε και αυτό να κυριαρχείται, από την τάξη των στρατιωτικών σκλάβων («γκιλμάν»), που στρατολογούνταν μεταξύ των μη αραβικών πληθυσμών στα όρια του ισλαμικού κόσμου, και κυρίως των Τούρκων. Αυτό γίνεται ιδιαίτερα εμφανές στη σύνθεση του στρατού του, που μαζί με το ιππικό των αραβικών φυλών, έκανε ευρεία χρήση [[Νταϋλαμίτες|Νταϋλαμιτών]]Δαϋλαμιτών και [[Σουδάν|Σουδανέζων]] ως πεζικό και των Τούρκων ως [[ιπποτοξότες|ιπποτοξοτών]].<ref name="Humphreys538"/><ref>Kennedy (2004), σ. 269, 274–275</ref>
 
Αφού κέρδισε την αναγνώρισή του από τους Ιχσιντίδες, ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα εξαπέλυσε μια σειρά εκστρατειών που στόχευαν στην στερέωση της κυριαρχίας του. Βασικός του στόχος ήταν να εδραιώσει τον έλεγχό του επί των συριακών παραλίων, καθώς και επί των δρόμων που τα ένωναν με την ενδοχώρα. Οι επιχειρήσεις αυτές περιλάμβαναν και την σκληρή πολιορκία του οχυρού Μπαρζούγια, το 947–948, από το οποίο ο Κούρδος λήσταρχος που το κατείχε ήλεγχε την κοιλάδα του κάτω Ορόντη.<ref name="EI2-106"/> Στην κεντρική Συρία, μια εξέγερση των Καλμπ και Ταϊγί ξέσπασε στο τέλος του 949 υπό κάποιον Ιμπν Χιρράτ αλ-Ραμάντ, εμπνευσμένη από τα κηρύγματα των Καρμαθιανών. Παρά τις αρχικές της επιτυχίες, μεταξύ των οποίων η αιχμαλωσία του κυβερνήτη της Χομς, η εξέγερση γρήγορα κατεστάλη.<ref name="EI2-106"/> Στο βορρά, οι προσπάθειες των αξιωματούχων του Σαΐφ αλ-Ντάουλα να διαχωρίσουν τους βεδουΐνους από τις μόνιμα εγκατεστημένες αραβικές κοινότητες οδήγησε σε συχνές εξεγέρσεις μεταξύ των ετών 950 και 954, που κάθε φορά καταστέλλονταν από το στρατό.<ref name="EI2-106"/>