Σαΐφ αλ-Ντάουλα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 44:
Πέρα από τη σύγκρουσή του με τους Ιχσιντίδες, στην προσπάθειά του να επιβληθεί στην Συρία ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα αναγκάστηκε να εξασφαλίσει καλές σχέσεις και με τις ανυπάκουες γηγενείς αραβικές φυλές.<ref>Kennedy (2004), σ. 273–274</ref> Εκείνη την εποχή η βόρεια Συρία ελεγχόταν από έναν αριθμό αραβικών φυλών, που είχαν εγκατασταθεί στην περιοχή ήδη από την εποχή των [[Ομεϋάδες|Ομεϋαδών]], και σε αρκετές περιπτώσεις ακόμη νωρίτερα. Η περιοχή γύρω από τη Χομς ανήκε στους [[Μπάνου Καλμπ]] και τους Μπάνου Ταϊγί, ενώ ο βορράς, μια φαρδιά ζώνη εκτεινόμενη από τον [[Ορόντης|Ορόντη]] ως πέρα από τον [[Ευφράτης|Ευφράτη]] ελεγχόταν από ως επί το πλείστον νομαδικές φυλές Καϋσιτών, τους Ουκαΐλ, Νουμαΐρ, Καμπ και Κουσαΐρ, καθώς και από τους ήδη αναφερθέντες Κιλάμπ, γύρω από το Χαλέπι. Πιο νότια, οι Τανούχ, με προέλευση από την [[Υεμένη]], είχαν εγκατασταθεί γύρω από το Μααράτ αλ-Νουμαάν]], ενώ στις ακτές κατοικούσαν οι Μπαχρά και Κούρδοι.<ref name="EI2-106">Bianquis (1997), p. 106</ref>
 
Στις σχέσεις του μαζί τους, ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα ωφελήθηκε από το γεγονός ότι ήταν φυλετικά Άραβας, και όχι ένας Τούρκος ή Πέρσης πολέμαρχος, όπως η πλειοψηφία των συγχρόνων του ηγεμόνων στον ισλαμικό κόσμο. Έτσι κατάφερε να εξασφαλίσει την υποστήριξη των αραβικών φυλών, και αρκετοί [[βεδουΐνοι]] έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην διακυβέρνηση του κράτους του.<ref name="Humphreys538"/> Εντούτοις, μιμούμενο την συνήθη πρακτική των ύστερων Αββασιδών, που ήταν ήδη γνωστή στον Σαΐφ αλ-Ντάουλα και αποτελούσε το κοινό πρότυπο για τη Μέση Ανατολή, το κράτος των Χαμδανιδών στηριζόταν, και κατέληξε και αυτό να κυριαρχείται, από την τάξη των στρατιωτικών σκλάβων («γκιλμάν» ή «[[μαμελούκοι]]»), που στρατολογούνταν μεταξύ των μη αραβικών πληθυσμών στα όρια του ισλαμικού κόσμου, και κυρίως των Τούρκων. Αυτό γίνεται ιδιαίτερα εμφανές στη σύνθεση του στρατού του, που μαζί με το ιππικό των αραβικών φυλών, έκανε ευρεία χρήση Δαϋλαμιτών και [[Σουδάν|Σουδανέζων]] ως πεζικό και των Τούρκων ως [[ιπποτοξότες|ιπποτοξοτών]].<ref name="Humphreys538"/><ref>Kennedy (2004), σ. 269, 274–275</ref>
 
Αφού κέρδισε την αναγνώρισή του από τους Ιχσιντίδες, ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα εξαπέλυσε μια σειρά εκστρατειών που στόχευαν στην στερέωση της κυριαρχίας του. Βασικός του στόχος ήταν να εδραιώσει τον έλεγχό του επί των συριακών παραλίων, καθώς και επί των δρόμων που τα ένωναν με την ενδοχώρα. Οι επιχειρήσεις αυτές περιλάμβαναν και την σκληρή πολιορκία του οχυρού Μπαρζούγια, το 947–948, από το οποίο ο Κούρδος λήσταρχος που το κατείχε ήλεγχε την κοιλάδα του κάτω Ορόντη.<ref name="EI2-106"/> Στην κεντρική Συρία, μια εξέγερση των Καλμπ και Ταϊγί ξέσπασε στο τέλος του 949 υπό κάποιον Ιμπν Χιρράτ αλ-Ραμάντ, εμπνευσμένη από τα κηρύγματα των Καρμαθιανών. Παρά τις αρχικές της επιτυχίες, μεταξύ των οποίων η αιχμαλωσία του κυβερνήτη της Χομς, η εξέγερση γρήγορα κατεστάλη.<ref name="EI2-106"/> Στο βορρά, οι προσπάθειες των αξιωματούχων του Σαΐφ αλ-Ντάουλα να διαχωρίσουν τους βεδουΐνους από τις μόνιμα εγκατεστημένες αραβικές κοινότητες οδήγησε σε συχνές εξεγέρσεις μεταξύ των ετών 950 και 954, που κάθε φορά καταστέλλονταν από το στρατό.<ref name="EI2-106"/>