Απαρέμφατο: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
μ Αναστροφή της επεξεργασίας από τον 94.64.225.12 (συνεισφ.), επιστροφή στην τελευταία εκδοχή υπό [[Χρήστ...
Γραμμή 1:
Το '''απαρέμφατο''' υπάρχει στις περισσότερες γλώσσες του κόσμου κυρίως ως βοηθητικό στοιχείο για το σχηματισμό χρόνων των ρημάτων. Όπως στα ελληνικά σημαίνει το "αφανέρωτο" ή "αδήλωτο" επειδή δεν δηλώνει πρόσωπο και αριθμό, στις περισσότερες λατινογενείς γλώσσες έχει κρατήσει τη ρίζα του infinitivo, που αποδίδει νοηματικά την ίδια αοριστία. Προσφέρει ως ρηματικός τύπος μια μεγάλη ελευθερία έκφρασης και αξιοποίησης του λόγου.
 
== Ελληνική γλώσσα ==
 
To '''απαρέμφατο''' είναι ονοματικός τύπος του [[ρήμα|ρήματος]], δηλαδή μία από τις [[έγκλιση|εγκλίσεις]], αλλά άκλιτη και αμετάτρεπτη. Η ονομασία του σχηματίζεται από το στερητικό α + ''παρεμφαίνω'' (αποδεικνύω, ορίζω, φανερώνω, δηλώνω), επειδή είναι ο μόνος ρηματικός τύπος που δε φανερώνει το πρόσωπο του [[υποκείμενο|υποκειμένου]] ή τον αριθμό των προσώπων.
 
Το απαρέμφατο στη νέα ελληνική δεν χρησιμοποιείται μόνο του, παρά μόνο μαζί με το βοηθητικό ρήμα «έχω» για τον σχηματισμό των συντελεσμένων ρηματικών χρόνων: έχει λύσει, έχει πει κλπ. Ένα ρήμα μπορεί να έχει δύο απαρέμφατα, το ένα του ενεργητικού αορίστου (έχει δέσει) και το άλλο του παθητικού (έχει δεθεί).
 
Στην αρχαία ελληνική το απαρέμφατο χρησιμοποιείτο ευρύτατα. Προήλθε από τις πλάγιες πτώσεις ([[δοτική]] και [[τοπική]]) των αφηρημένων ουσιαστικών και το χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι ως υποκείμενο, αντικείμενο, [[τελική πρόταση]], ονοματικό ή επιρρηματικό προσδιορισμό. Αναπτύχθηκε μετά τα ρήματα και αρχικά δεν ήταν ρηματικός τύπος, αλλά σταδιακά έγινε. Επίσης στην αρχαία γλώσσα υπήρχε ο όρος "απαρέμφατος έγκλισις" σε αντιδιαστολή προς τις παρεμφατικές εγκλίσεις, δηλαδή εκείνες που φανέρωναν πρόσωπο και αριθμό, ενώ το απαρέμφατο ήταν τρόπο τινά "ουδέτερη" έγκλιση και δεν δήλωνε άλλα στοιχεία, άρα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί πιο ελεύθερα στη γλώσσα και να πλουτίσει το λόγο. Ετσι προέκυψαν εκφράσεις όπως π.χ. "κατά το δοκούν" (όπως νομίζει κανείς), "φερ' ειπείν" (για παράδειγμα)κ.λπ.
 
Τελικά το απαρέμφατο άρχισε να εκλείπει από τη γλώσσα όταν αυξήθηκαν οι περιφραστικές εκφράσεις, δηλαδή κατά τους Αλεξανδρινούς χρόνους. Στα μεσαιωνικά χρόνια άρχισε να διαμορφώνεται παράλληλα στη δημώδη γλώσσα ένας πολύ απλός τύπος απαρεμφάτου, καθώς ο κόσμος έλεγε και έγραφε π.χ. "δεν επιτρέπεται "το φαγεί" ή "το πιεί" στην εκκλησία" εννοώντας<ref>Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, Παύλου Δρανδάκη</ref>με αυτό τον έναρθρο τύπο το απαρέμφατο, την άκλιτη μορφή του ρήματος. Η έκλειψη του απαρεμφάτου και η αντικατάστασή του από δευτερεύουσες προτάσεις και πιο αναλυτική σύνταξη παρατηρείται σε πολλές [[Βαλκάνια|βαλκανικές]] γλώσσες και θεωρείται στοιχείο του [[βαλκανικός γλωσσικός δεσμός|βαλκανικού γλωσσικού δεσμού]]<ref>Tomić, Olga Mišeska (2003), [http://wwwlot.let.uu.nl/GraduateProgram/LotSchools/Summerschool2003/Tomic.pdf ''The Balkan Sprachbund properties: An introduction to Topics in Balkan Syntax and Semantics''], σσ. 5 κ.εξ. και 37 κ.εξ. {{pdf}} {{en}}</ref>.
 
Στην Κύπρο και στον Πόντο το απαρέμφατο είχε μακροβιότερη ιστορία.
 
== Σλαβικές γλώσσες ==