Κώστας Σημίτης: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Devecon (συζήτηση | συνεισφορές)
Devecon (συζήτηση | συνεισφορές)
Γραμμή 164:
Η συμμετοχή στο ευρώ θεωρήθηκε πολιτική και οικονομική αναγκαιότητα. Η ΟΝΕ θα διασφάλιζε μόνιμες συνθήκες πολιτικής και οικονομικής σταθερότητας και ανάπτυξης, που δύσκολα η οποιαδήποτε μελλοντική κυβέρνηση, όσο αναποτελεσματική και αν ήταν, θα μπορούσε να διαβρώσει. Η Ελλάδα έπρεπε να συμμετέχει στον σκληρό πυρήνα της Ε.Ε. όπου θα παίρνονταν οι σημαντικές αποφάσεις. Από οικονομικής άποψης, η πορεία προς την ΟΝΕ ήταν το μέσο για να αντιμετωπίσει η χώρα την πρόκληση της παγκοσμιοποίησης, να αυξήσει την ανταγωνιστικότητα της ώστε να επιτύχει την αυτοτροφοδοτούμενη ανάπτυξη της και να βελτιώνει συνεχώς το βιοτικό της επίπεδο. Αποτυχία της Ελλάδας να συμμετάσχει στην ΟΝΕ: «… θα οδηγήσει ευθέως τις πιο αδύναμες χώρες σε σχηματισμούς δεύτερων και τρίτων κύκλων υποβάθμισης. Αν διστάσουμε και αμφιταλαντευτούμε, δειλιάζοντας μπροστά στις ανάγκες της προσαρμογής, θα βρεθούμε πριν τα τέλη του αιώνα αντιμέτωποι μ’ ένα πολλαπλάσιο κόστος προσαρμογής στο βιοτικό μας επίπεδο και με σοβαρές επιπτώσεις για τα εθνικά μας θέματα.»<ref>Ομιλία Κ. Σημίτη στην ΔΕΘ 7/9/1996 http://www.costas-simitis.gr/content/91</ref>
 
Σύμφωνα με τα οικονομικά δεδομένα του 1996 η Ελλάδα θεωρούταν αδύνατο να καταφέρει να είναι στον πρώτο κύκλο των χωρών<ref>Οι αναφορές στον διεθνή τύπο της εποχής αλλά και οικονομικών αναλυτών ήταν πολλές: π.χ. [http://research.stlouisfed.org/publications/review/95/07/EMU_Jul_Aug1995.pdf]</ref>, που θα επιλέγονταν για να προχωρήσουν στην τρίτη φάση της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης<ref> Όταν φάνηκε πως οι χώρες που επεδίωκαν να συμμετέχουν στην πρώτη ομάδα αδυνατούσαν να ενταχθούν στην ΟΝΕ την 1/1/1997, όπως αρχικά όριζε η συνθήκη, αποφασίστηκε στο Συμβούλιο της Μαδρίτης το Δεκέμβριο 1995, η έναρξη του τρίτου σταδίου της ΟΝΕ να μετατεθεί για την 1/1/1999. [http://www.cvce.eu/content/publication/2002/6/27/93286758-0663-44e2-b976-edb81336e365/publishable_en.pdf] και [http://www.banque-france.fr/fileadmin/user_upload/banque_de_france/Eurosysteme_et_international/Maastricht_treaty_01.pdf]</ref>. Προκειμένου να αποτελέσει τμήμα της υπό διαμόρφωση ΟΝΕ, η Ελλάδα έπρεπε να πραγματοποιήσει μεγάλη πρόοδο και μάλιστα κάτω από πιεστικά χρονικά περιθώρια. Σύμφωνα με τα συμπεράσματα της Έκθεσης Σύγκλησης<ref>[http://ec.europa.eu/economy_finance/publications/publication8912_el.pdf]</ref> του Μαΐου 2000 με βάση την οποία εγκρίθηκε η υιοθέτηση του Ευρώ από την Ελλάδα: «…. η Ελλάδα πραγματοποίησε εντυπωσιακή πρόοδο προς τη σύγκλιση και η αξιολόγηση της παρούσας έκθεσης είναι θετική».
 
Ο εναρμονισμένος πληθωρισμός από το 8,9% το 1995 μειώθηκε στο 2,1% το 1999. Ως το 1996, η αντιπληθωριστική στρατηγική βασιζόταν πρωταρχικά στην καλούµενη πολιτική της σκληρής δραχµής: πρωταρχικός στόχος της νοµισµατικής πολιτικής ήταν η µείωση του πληθωρισµού βάσει ενός ενδιάµεσου στόχου διατήρησης της σχετικά σταθερής µέσης συναλλαγµατικής ισοτιµίας της δραχµής έναντι του ECU. Στα τέλη του 1996, ξεκίνησε ένα νέο στάδιο, όταν φάνηκε ότι χρειαζόταν αυστηρότερος συνδυασµός οικονοµικών πολιτικών. Η χρήση της συναλλαγµατικής ισοτιµίας ως ονοµαστικής "άγκυρας" απεδείχθη επιτυχής στρατηγική για τη µείωση του πληθωρισµού στην Ελλάδα• ωστόσο, µε την επιτάχυνση της δραστηριότητας, αυξήθηκαν οι πιέσεις του κόστους εργασίας που οδήγησαν σε σηµαντική ανατίµηση της πραγµατικής συναλλαγµατικής ισοτιµίας και άρα απώλεια ανταγωνιστικότητας. Μετά την είσοδο της δραχµής στον Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών, το Μάρτιο του 1998, δόθηκε µεγαλύτερη έµφαση στο ρόλο της εισοδηµατικής πολιτικής ως στοιχείου-κλειδί της αντιπληθωριστικής στρατηγικής, μέσω αυξήσεων στον δημόσιο τομέα αντίστοιχων µε τον αναµενόµενο πληθωρισµό για τα επόµενα έτη. Το Μάιο 1998, υπεγράφη διετής εθνική συλλογική σύµβαση για τον ιδιωτικό τοµέα: η συµφωνία αυτή θεωρήθηκε σηµαντικό βήµα προς την καθιέρωση συγκρατηµένων µισθολογικών αυξήσεων. Η πληθωριστική επίδραση της υποτίµησης της δραχµής το Μάρτιο του 1998 στις τιµές απεδείχθη προσωρινή μόνο. Επίσης, η κυβέρνηση εισήγαγε διάφορες περικοπές των συντελεστών έµµεσης φορολόγησης οι οποίες είχαν αντιπληθωριστική επίδραση.
Γραμμή 176:
Τα επιτόκια αυτό το διάστημα ήταν αρχικά πολύ υψηλότερα των αντίστοιχων μ.ο. και από αυτά της Γερμανίας. Καθώς όμως αυξανόταν η αξιοπιστία της πορείας αποκλιµάκωσης του πληθωρισµού και σηµειωνόταν πρόοδος στην προσπάθεια δηµοσιονοµικής εξυγίανσης, τα µακροπρόθεσµα επιτόκια άρχισαν να υποχωρούν προς τα επίπεδα των χωρών της ζώνης ευρώ. Στην Ελλάδα το μέσο μακροπρόθεσμο επιτόκιο το 1995 ήταν 17% (ΕΕ-11: 8,7%, Γερμανία: 6,9%) και μειώθηκε στο 6,3% το 1999 (ΕΕ-11: 4,6%, Γερμανία: 4,5%).
 
Στις 19 Ιουνίου 2000 στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Σάντα Μαρία ντα Φέιρα , αποφασίστηκε η υιοθέτηση του ευρωπαϊκού νομίσματος Ευρώ<ref>[http://www.europarl.europa.eu/summits/fei1_en.htm] και στα ελληνικά [http://www.europarl.europa.eu/summits/pdf/fei_concl_el_el.pdf]</ref>από την Ελλάδα.
 
'''Εγκυρότητα στατιστικών στοιχείων'''
 
Αμφιβολίες εμφανίστηκαν μετέπειτα ως προς την εγκυρότητα των οικονομικών στοιχείων που παρουσιάστηκαν για να γίνει η Ελλάδα μέλος της ΟΝΕ. Η κριτική εστιάστηκε κυρίως στο ύψος του ελλείμματος και αποτέλεσε<ref>[http://www.bbc.co.uk/news/world-europe-15487269]</ref> κύριο επιχείρημα για την θεώρηση ως λάθους την αποδοχή της εισόδου της Ελλάδας στο ευρώ. Το έλλειμμα του 1999, έτος αξιολόγησης της ελληνικής οικονομίας, παρουσιάζεται να είναι 3,1% του ΑΕΠ, μεγαλύτερο του κριτηρίου του Μάαστριχτ για έλλειμμα κάτω του 3% του ΑΕΠ και του 1,6% βάσει του οποίου αξιολογήθηκε η ελληνική οικονομία. Μετέπειτα αναθεωρήσεις των στοιχείων δείχνουν και άλλες χώρες να υπερβαίνουν το δημοσιονομικό έλλειμμα του 3% κατά την περίοδο αξιολόγησης. Έτσι, το 1997, που είναι το έτος αξιολόγησης για τις πρώτες χώρες που έγιναν μέλη της Ευρωζώνης, το έλλειμμα της Γαλλίας ήταν 3,3%, της Ισπανίας 3,4% και της Πορτογαλίας 3,4%<ref>[http://ec.europa.eu/economy_finance/emu_history/documents/pdf/5.pdf] Εδώ παρουσιάζεται η εξέλιξη των κριτηρίων με βάση τα οποία έγινε η αξιολόγηση των κρατών μελών για την ένταξη τους στην ΟΝΕ και ποια ήταν η εικόνα τους όταν αποφασίσθηκε η ένταξη των πρώτων 11 χωρών.</ref>,<ref>[http://ec.europa.eu/economy_finance/publications/european_economy/2012/pdf/2012-11-07-stat-annex_en.pdf]</ref>.
 
Το 2005 η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας παρουσίασε αποτελέσματα δημοσιονομικής απογραφής με τα οποία αμφισβήτησε δημοσιονομικά στοιχεία των κυβερνήσεων Σημίτη. Την μεθοδολογία της απογραφής (όπως την κατάργηση της τιτλοποίησης, τον χρονικό ανακαταμερισμό υπολογισμού των στρατιωτικών δαπανών) επέκρινε αργότερα η Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία. <ref name="tovima_12_03_2006"> [http://tovima.dolnet.gr/print_article.php?e=B&f=14711&m=D02&aa=1], εφημερίδα ''Το Βήμα'', δημοσίευση [[12 Μαρτίου]] [[2006]].</ref>. Η Eurostat αναθεώρησε το ύψος των αμυντικών δαπανών για τα έτη 1997 – 2003 αλλάζοντας τον κανονισμό λογιστικής καταγραφής των αμυντικών δαπανών, από ημερομηνία παράδοσης του πολεμικού υλικού (delivery basis), που τότε ακολουθούσαν οι μισές χώρες της ΕΕ, σε ημερομηνία πληρωμής ακόμα και των – συνήθως τεράστιων - προκαταβολών (cash basis). Η Eurostat επικαλέστηκε ως αιτία της αλλαγής την έλλειψη αξιόπιστων στοιχείων για παραδόσεις πολεμικού υλικού. Με την αναθεώρηση στις αμυντικές δαπάνες του 1999 προστέθηκαν €973,8εκ. ή 0,9% του τότε ΑΕΠ. Χωρίς την αναθεώρηση των αμυντικών δαπανών το έλλειμμα του 1999 θα ήταν 2,2% ΑΕΠ. Από το 2005, η Eurostat καταγράφει πλέον τις αμυντικές δαπάνες με τη λογιστική μέθοδο της παράδοσης (delivery basis) και μόνον, για όλες ανεξαιρέτως τις χώρες της ΕΕ, όπως δηλαδή ίσχυε για την Ελλάδα πριν την αναθεώρηση του 2004. Η Eurostat τότε ζήτησε από τις χώρες να διορθώσουν τις χρονολογικές σειρές τους προς τα πίσω ώστε να ακολουθούν διαχρονικά τον ίδιο ορισμό. Η Ελλάδα δεν προέβη σε επανόρθωση. Μόνο για την περίοδο 1997-2004 και μόνον για την Ελλάδα, οι στρατιωτικές δαπάνες έχουν υπολογιστεί με την μέθοδο καταγραφής των πληρωμών τη στιγμή που γίνονται (cash basis). Η ορθότητα απεικόνισης του ελλείμματος 3,1% για το 1999 αμφισβητείται<ref> [http://www.costas-simitis.gr/content/184]</ref>. Το 2,2% πάντως παραμένει υψηλότερο από αυτό που αρχικά είχε υπολογιστεί.
 
'''Χρηματιστήριο'''
 
Αυτή η οικονομική πολιτική επισκιάστηκε εν μέρει από το λεγόμενο «[[Χρηματιστηριακό κραχ του 1999|Σκάνδαλο του Χρηματιστηρίου]]», για το οποίο ο Κ. Σημίτης, μαζί με τον τότε υπουργό Εθνικής Οικονομίας Γιάννο Παπαντωνίου, κατηγορήθηκαν ότι φέρουν ευθύνες, με το σκεπτικό ότι δηλώσεις τους περί ''ισχυρής οικονομίας'' και ''λαϊκού καπιταλισμού'' προέτρεψαν τους μικροκαταθέτες να επενδύσουν τα λεφτά τους σε μετοχές του Ελληνικού Χρηματιστηρίου. Σε συνδυασμό με την έλλειψη ελεγκτικών μηχανισμών και εν μέσω διαδόσεων και φημών από πολλά ΜΜΕ, που υπηρετούσαν κομματικά ή στενά οικονομικά συμφέροντα, το Χ.Α.Α. οδηγήθηκε σε μια ανεξέλεγκτη άνοδο (φούσκα) στις 6.350 μονάδες με αποτέλεσμα στη συνέχεια να καταρρεύσει και πολλοί μικροεπενδυτές να χάσουν τα λεφτά τους. Ο κ. Σημίτης επέρριψε την ευθύνη στους επενδυτές λέγοντας "Ας πρόσεχαν"<ref name="kathimerini_23_3_03">[http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_895593_23/04/2003_61294 ''Aς πρόσεχαν…''], εφημερίδα ''Η Καθημερινή'', δημοσίευση [[23 Απριλίου]] [[2003]].</ref><ref name="kathimerini_22_6_03">[http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_economyepix_986997_22/06/2003_67382 ''Σοκ και δέος στην κυβέρνηση από τον εφιάλτη του X.A.''], εφημερίδα ''Η Καθημερινή'', δημοσίευση [[22 Ιουνίου]] [[2003]].</ref>Υποστηρίχθηκε οτι ο δείκτης μετά την αρχή της πτώσης επιχειρήθηκε να ανέβει τεχνηέντως με μαζικές αγορές με χρήματα των Ελλήνων φορολογουμένων, μέσω της γνωστής ΔΕΚΑ, κρατικών τραπεζών, αλλά και των ασφαλιστικών ταμείων.<ref name="kathimerini_26_4_03">[http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_politics_581233_26/04/2003_61658 ''Tο X.A. μητέρα των σκανδάλων''], εφημερίδα ''Η Καθημερινή'', δημοσίευση [[26 Απριλίου]] [[2003]].</ref><ref name="enet_18_3_00">[http://archive.enet.gr/2000/03/18/on-line/keimena/fpage/fpage.htm ''Σωσίβιο 200 δισ. από τα αποθεματικά των Tαμείων''], εφημερίδα ''Η Ελευθεροτυπία'', δημοσίευση [[18 Μαρτίου]] [[2000]].</ref> Για την διαχείριση των κεφαλαίων της ΔΕΚΑ αυτό το διάστημα παραπέμφθηκε σε δίκη η τότε διοίκησή της έπειτα από μήνυση του πρώην πρωθυπουργού Μ. Έβερτ. Τελικά η διοίκηση αθωώθηκε<ref> [http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=163118] </ref>.
 
Πάντως, η πoρεία του Ελληνικού Χρηματιστηρίου συμβάδισε περίπου χρονικά τόσο στην άνοδο όσο και στην πτώση με των άλλων χρηματιστηρίων διεθνώς, όπως της [[Νέα Υόρκη|Νέας Υόρκης]] (SP500) <ref>[http://www.economagic.com/chartg/fedstl/trsp500.gif]</ref>, της [[Φρανκφούρτη|Φρανφούρτης]] (DAX) <ref>[http://finance.yahoo.com/charts#chart1:symbol=^gdaxi;range=my;indicator=volume;charttype=line;crosshair=on;logscale=on;source=undefined]</ref> και του [[Παρίσι|Παρισιού]] (CAC40)<ref>[http://fr.finance.yahoo.com/q/bc?s=%5EFCHI&t=my]</ref>.
Γραμμή 192:
'''2000-2003: Τα πρώτα χρόνια στο ευρώ'''
 
Την δεύτερη περίοδο της πρωθυπουργίας του (2000-2003) ήταν και τα πρώτα χρόνια της Ελλάδας στο ευρώ. Την 1η Ιανουαρίου 2002 τα τραπεζογραμμάτια και τα κέρματα ευρώ τέθηκαν σε κυκλοφορία ταυτόχρονα με τις υπόλοιπες 11 χώρες. Τα οφέλη από την ένταξη στο ευρώ έγιναν αισθητά τα πρώτα αυτά χρόνια. Επίσης σημαντικό ρόλο έπαιξαν οι επενδύσεις για την προετοιμασία των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 στην Αθήνα. Η ένταξη στο ευρώ έφερε μαζί με το νέο νόμισμα αυξημένη αξιοπιστία αλλά και σημαντικούς περιορισμούς στη μακροοικονομική πολιτική της χώρας. Η νομισματική πολιτική είναι πλέον αποκλειστική ευθύνη της ΕΚΤ. Η δημοσιονομική πολιτική όφειλε να τηρεί της δεσμεύσεις του Συμφώνου Σταθερότητας για χαμηλά δημοσιονομικά ελλείμματα και μειούμενο δημόσιο χρέος. Μειώθηκε η αβεβαιότητα από τις διακυμάνσεις της συναλλαγματικής ισοτιμίας μεταξύ των νυν χωρών της Ευρωζώνης και διευκολύνθηκαν οι διασυνοριακές συναλλαγές. Την ίδια στιγμή όμως η ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωζώνη περιόρισε τα παραδοσιακά εργαλεία μακροοικονομικής πολιτικής και ανέδειξε τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις σε πολιτική προτεραιότητας. Συγχρόνως, αναίρεσε από τον μηχανισμό της αγοράς το ρόλο «τιμωρού» για τις ανισορροπίες στην οικονομία ή για την ανεπάρκεια της οικονομικής πολιτικής και, έτσι, μετέτρεψε τις οικονομικές κρίσεις του παρελθόντος σε ανισορροπίες διαφορετικού τύπου, που σωρεύονται χωρίς να γίνονται άμεσα αντιληπτές<ref>[http://www.hardouvelis.gr/FILES/PROFESSIONAL%20WORK/Economy%20MarketsOct2007HardouvelisNEW.pdf]</ref>. Έχοντας την κάλυψη του ισχυρού ενιαίου νομίσματος και σε ένα περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων υπήρχε χρόνος για να προχωρήσουν σταδιακά οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις εκμεταλλευόμενοι και τους διαθέσιμους κοινοτικούς πόρους. Οι μεταρρυθμίσεις παρά τις προσπάθειες δεν προχώρησαν σε ικανοποιητικό βαθμό λόγω των αντιδράσεων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η προσπάθεια μεταρρύθμισης του ασφαλιστικού – «μεταρρύθμιση Γιαννίτση».
 
Τα οικονομικά μεγέθη<ref>[http://www.bankofgreece.gr/BoGDocuments/The%20root-causes%20of%20the%20greek%20sovereign%20debt%20crisis%2005%2005%202011(3).pdf]</ref>, <ref>[http://ec.europa.eu/economy_finance/publications/european_economy/2012/pdf/2012-11-07-stat-annex_en.pdf]</ref> της περιόδου 2000-2003 έπειτα από συνεχείς αναθεωρήσεις τόσο των δημοσιονομικών όσο και των εθνικολογιστικών μεγεθών δείχνουν ότι οι ρυθμοί ανάπτυξης συνέχισαν να είναι υψηλοί. Κατά μέσο όρο η οικονομία αναπτύχθηκε σε σταθερές τιμές 4,5% ετησίως, ωθούμενοι κυρίως από τις επενδύσεις (8,5% μέση ετήσια πραγματική αύξηση). Η κατανάλωση, ιδιωτική και κρατική, αυξήθηκε επίσης (3,8% μέση ετήσια πραγματική αύξηση) τροφοδοτούμενη και από τους υψηλούς ρυθμούς πιστωτικής επέκτασης. Η πιστωτική επέκταση ήταν υψηλή λόγω της απελευθέρωσης της τραπεζικής αγοράς μέσω και των ιδιωτικοποιήσεων τραπεζών την προηγούμενη δεκαετία και της ευκολότερης πρόσβασης στις διεθνείς χρηματαγορές.
 
Ο πληθωρισμός συνέχισε να είναι υψηλότερος από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο τροφοδοτούμενος από την υψηλή ζήτηση, τα χαμηλά επιτόκια και φυσικά τις ολιγοπωλιακές συνθήκες σε πολλές αγορές προϊόντων και υπηρεσιών (3,4% ο μέσος ετήσιος πληθωρισμός) αν και φυσικά πολύ χαμηλότερος από παλαιότερα. Η απελευθέρωση της αγοράς των τηλεπικοινωνιών όπως και η ίδρυση της Cosmote την προηγούμενη δεκαετία, αντίθετα με τις υπόλοιπες αγορές, βοήθησαν να μην υπάρχουν πιέσεις στις τιμές των τηλεπικοινωνιών.
Γραμμή 200:
Το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης την περίοδο αυτή αυξήθηκε από το 3,7% το 2000 στο 5,6% το 2003, παρόλο που το 2000-2002 υπήρχε πρωτογενές πλεόνασμα (από 3,6% το 2000 στο -0,7% το 2003). Η αναθεώρηση των δημοσιονομικών στοιχείων το 2004 από την κυβέρνηση Καραμανλή οδήγησε στην απόφαση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να υπαχθεί η Ελλάδα σε καθεστώς επιτήρησης. Η επιτήρηση αυτή έληξε το 2007, όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων με τη χρησιμοποίηση εκ νέου λανθασμένων στοιχείων.
 
Διάφορες πρακτικές ακολουθήθηκαν επί πρωθυπουργίας Σημίτη στο χώρο των Δημοσίων Οικονομικών<ref name="kathimerini_27_10_02">[http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_economy_876319_27/10/2002_42198 ''Aθόρυβος συμβιβασμός για το μέγεθος του ελλείμματος''], εφημερίδα ''Η Καθημερινή'', δημοσίευση [[27 Οκτωβρίου]] [[2002]].</ref>. Χρησιμοποιήθηκαν χρηματοοικονομικές τεχνικές σε μεγάλη έκταση<ref name="kathimerini_25-_11_01">[http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_economy_468972_25/11/2001_9112 ''H δημιουργική λογιστική άφησε τα ίχνη της''], εφημερίδα ''Η Καθημερινή'', δημοσίευση [[25 Νοεμβρίου]] [[2001]].</ref><ref name="kathimerini_19_01_03">[http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_economy_559999_19/01/2003_50798 ''Στα 730 δισ. δραχμές ο λογαριασμός για τα «αόρατα» δάνεια''], εφημερίδα ''Η Καθημερινή'', δημοσίευση [[19 Ιανουαρίου]] [[2003]].</ref>,που στην ουσία μετέφεραν πόρους από το μέλλον στο παρόν.<ref name="kathimerini_03_6_01">[http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_economy_353305_03/06/2001_5005054 ''Η πολιτική απάτη της τιτλοποίησης''], εφημερίδα ''Η Καθημερινή'', δημοσίευση [[3 Ιουνίου]] [[2001]].</ref>,τεχνικές όχι άγνωστες και στα άλλα κράτη - μέλη έτσι ώστε να μειωθεί το χρέος. Το 2002 η Eurostat υποχρέωσε την ελληνική κυβέρνηση να εγγράψει στο [[δημόσιο χρέος]] τα ποσά των προμετόχων, που σημαίνει πως αντί για το τέλος του 2001 το δημόσιο χρέος να είναι 99,7 αναθεωρήθηκε στο 104,7<ref name="kathimerini_07_07_02">[http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_economy_312798_07/07/2002_30616 ''Θα κλείσουν τα «διπλά βιβλία» της οικονομικής πολιτικής;''], εφημερίδα ''Η Καθημερινή'', δημοσίευση [[7 Ιουλίου]] [[2002]].</ref><ref name="kathimerini_04_07_02">[http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_economy_578939_04/07/2002_30234 ''Πέντε μονάδες πρόσθεσε στο δημόσιο χρέος η κατά Eurostat διαφάνεια''], εφημερίδα ''Η Καθημερινή'', δημοσίευση [[4 Ιουλίου]] [[2002]].</ref>Ύστερα από περαιτέρω ελέγχους, για το 2001 έκλεισε το χρέος στο 105,1%.<ref name="kathimerini_01_10_02">[http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_economy_900498_01/10/2002_39312 ''Πλήρης ανατροπή της πορείας του δημόσιου χρέους της χώρας''], εφημερίδα ''Η Καθημερινή'', δημοσίευση [[1 Οκτωβρίου]] [[2002]].</ref>Ύστερα και από άλλους ελέγχους το έλλειμμα ανέβηκε στο 107,3. Δηλαδή από 100% που η κυβέρνηση είχε δημοσιεύσει, ανέβηκε στο 107,3%, 3,5 τρις δρχ, περισσότερα από ότι είχε πει η κυβέρνηση του κ. Σημίτη.<ref name="kathimerini_01_09_02">[http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_economy_195542_01/11/2002_42621 ''Tο τέλος του μύθου - Yπερχρεωμένη η οικονομία''], εφημερίδα ''Η Καθημερινή'', δημοσίευση [[1 Νοεμβρίου]] [[2002]].</ref>Επίσης λογιστικά κέρδη (για το 2001)ύψους 160 δισ δρχ από τη μετατροπή δρχ σε ευρώ, η Eurostat υποχρέωσε να διαγράψουμε<ref name="kathimerini_23_07_02">[http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_economy_121852_23/07/2002_32133 ''H Eurostat διαγράφει τα κέρδη από τη μετατροπή δραχμών σε ευρώ''], εφημερίδα ''Η Καθημερινή'', δημοσίευση [[23 Ιουλίου]] [[2002]]</ref>. Για την «εικονική» μείωση του δημοσίου χρέους δανείστηκε η κυβέρνηση 400 δις. για 5 ημέρες.<ref name="kathimerini_3_11_02">''[http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_economy_877893_03/11/2002_42825 Καταγγελίες για το δημόσιο χρέος]'', εφημερίδα ''Η Καθημερινή'', δημοσίευση [[3 Νοεμβρίου]] [[2002]]</ref>.Τα τελικά στοιχεία για το δημόσιο χρέος<ref>[http://www.bankofgreece.gr/BoGDocuments/The%20root-causes%20of%20the%20greek%20sovereign%20debt%20crisis%2005%2005%202011(3).pdf]</ref> της περιόδου αυτής έπειτα από πολλές αναθεωρήσεις (συμπεριλαμβανομένης και της αναθεώρησης του ΑΕΠ της περιόδου 2000-2009<ref>[http://www.bankofgreece.gr/BoGDocuments/The%20root-causes%20of%20the%20greek%20sovereign%20debt%20crisis%2005%2005%202011(3).pdf]</ref>) δείχνουν αύξηση του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ στο 103,4% το 2000 και μείωσή του στο 97,5% το 2003. Χάρη στην μείωση των επιτοκίων και τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, το κόστος εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους έπεσε από το 7,3% του ΑΕΠ το 2000 στο 4,9% το 2003.
 
Το βιοτικό επίπεδο βελτιώθηκε με θεαματικούς ρυθμούς την περίοδο 1996-2003. Το κατά κεφαλήν εισόδημα σε μονάδες αγοραστικής δύναμης (Purchasing Power Parities) ως ποσοστό του μ.ο. των χωρών της ΕΕ-15 (που περιλαμβάνει τις παλαιές 12 οικονομίες της ΕΕ συν την Φινλανδία, τη Σουηδία και την Αυστρία) αυξήθηκε από το 71,7 το 1995 στο 72,3 το 2000 και στο 80,7 το 2003<ref> [http://ec.europa.eu/economy_finance/publications/european_economy/2012/pdf/2012-11-07-stat-annex_en.pdf]</ref>.
 
Σημαντική ήταν η συμβολή των κοινοτικών πόρων. Το Β΄ΚΠΣ 1994 – 1999 ύψους €14δισ. (κοινοτική συμμετοχή σε τιμές 1994) ολοκληρώθηκε την περίοδο αυτη. Στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Βερολίνου το 1999 εξασφαλίσθηκαν για το Γ΄ΚΠΣ<ref> [http://www.hellaskps.gr/2000-2006.htm]</ref>€22,7δισ. (κοινοτική συμμετοχή σε τιμές 2000).
 
Λόγω των παρατυπιών και της αδυναμίας των ελεγκτικών μηχανισμών να εποπτεύσουν τις αγροτικές επιδοτήσεις την περίοδο 1999-2004, επιβλήθηκε στην Ελλάδα πρόστιμο το 2006 ύψους 250 εκατ. ευρώ<ref name="etipos_12_06_09">[http://www.e-tipos.com/newsitem?id=94752 ''Καμπάνα €244 εκατ. για γεωργικές επιδοτήσεις''], εφημερίδα ''Ελεύθερος Τύπος'', δημοσίευση [[12 Ιουνίου]] [[2009]].</ref>