Βατραχομυομαχία: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Dgolitsis (συζήτηση | συνεισφορές)
Dgolitsis (συζήτηση | συνεισφορές)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 3:
| bgcolor = #48d1cc
| align = center
| quote =&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;'''Η αφορμή του πολέμου'''<br>«Ξένε, μου, ποιος είσαι; Από που ήρθες στην ακτή; Πoιος ο πατέρας σου; Πες μου τα όλα αληθινά, μη σε πιάσω να μου αραδιάζεις ψέματα. Γιατί, αν νιώσω πως είσαι φίλος άξιος, θα σε πάω ίσια στο σπίτι μου· θα σου χαρίσω πολλά και όμορφα δώρα φιλοξενίας στο σπίτι.<br>Εγώ είμαι ο βασιλιάς [[Φυσίγναθος]] που μέσα σε αυτή τη λίμνη είμαι των βατράχων αρχηγός κι έχω τιμές σ΄ όλη τη ζωή μου. Μ΄ ανέθρεψε ο πατέρας μου ο Πηλέας,{{cref|α}} αφού πρώτα έσμιξε ερωτικά με την [[Υδρομέδουσα]] κοντά στις όχθες του ποταμού [[Ηριδανός|Ηριδανού]].<br>Βλέπω πως και συ είσαι όμορφος και δυνατός απ΄άλλους πιο πολύ, σκηπτροφόρος βασιλιάς και στους πολέμους πολεμιστής· έλα λοιπόν όσο μπορείς πιο γρήγορα μίλα μου για το γένος σου»,<br>
Σ΄ αυτόν τότε απήντησε ο Ψυχάρπαγας κι αυτά τα λόγια είπε:»<ref>[[Ιλιάδα#Γλαύκος και Διομήδης στο πεδίο της μάχης|Γλαύκος και Διομήδης στο πεδίο της μάχης]] [[s:Ιλιάς/Ζ|Ιλιάδα Ζ 146-149]] </ref>
}}{{Quote box
Γραμμή 16:
Μετά από ένα σύντομο προοίμιο (στ. 1-8), με το οποίο ο ποιητής επικαλείται τη βοήθεια των [[Μούσες|Mουσών]] για την περιγραφή της Βατραχομυομαχίας, μας δίνει την αφορμή και την εξέλιξη του φανταστικού αυτού «πολέμου».<ref>Ομηρικοί Ύμνοι «Βατραχομυομαχία», τόμ. Β΄ σ. 539 εκδόσεις Ζήτρος, 2005 ISBN 960-442-534-X </ref>
 
Ένα ποντίκι, ο Ψιχάρπαγας, πηγαίνει σε μια λίμνη να πιει νερό. Εκεί συναντά το βασιλιά των βατράχων Φυσίγναθο{{cref|αβ}}, που τον ανεβάζει στη ράχη του, για να τον φιλοξενήσει στο αρχοντικό του· καθώς ταξιδεύουν μέσα στη λίμνη, εμφανίζεται μια νεροφίδα· τρομάζουν κι οι δυο· ο βάτραχος βουτά μέσα στη λίμνη και γλιτώνει από τον κίνδυνο, ο ποντικός, ανίδεος στο κολύμπι πνίγεται.<ref>[[s:Βατραχομυομαχία#p9| (στ. 9- 98).]]</ref>
 
*Ένας ποντικός (ο Λειχοπίνακας)<ref>Το όνομα του ποντικού Λειχοπίνακας, από τα θέματα του ρ. λείχω= γλύφω και το ουσ. πίναξ, πινάκιον= πιάτο</ref>, αυτόπτης μάρτυρας, μεταφέρει στους ποντικούς το γεγονός. Οι ποντικοί εξοπλίζονται και στέλνουν κήρυκα, για να κηρύξει τον πόλεμο στους βατράχους. Ο Φυσίγναθος αρνείται την κατηγορία της ενοχής του και εξοπλίζει τους βατράχους για πόλεμο [[s:Βατραχομυομαχία|(στ. 99-167)]]
Γραμμή 35:
Ο ποιητής της «Βατραχομυομαχίας» μιμείται σε όλα τον Όμηρο για να τον παρωδήσει: μιμείται το ύφος του, τις διηγήσεις του, τους ήρωές του. Το έπος ήταν δημοφιλές και στην αρχαιότητα, και στο [[Βυζαντινή Αυτοκρατορία|Βυζάντιο]], και στην [[Αναγέννηση]]. Χωρίς να διακρίνεται για τη χάρη και τη φαντασία του, έχει κάποια αξία ως το μοναδικό «ζωικό έπος» στην [[ελληνική λογοτεχνία]].
 
==Ο λόγος του ΤωξάρτηΤρωξάρτη==
Μόλις αυτοί έμαθαν το κακό, φοβερή οργή όλους τους έπιασε. Τότε πρόσταξαν τους κράχτες τους αμέσως με τα χαράματα να καλέσουν σε συνέλευση στο παλάτι του Τρωξάρτη,<ref>Το όνομα Τωξάρτης ετυμολογείται από τα θέματα του ρ. τρώγω και του ουσ. άρτος.</ref> πατέρα του δύστυχου Ψιχάρπαγα, που μέσα στη λίμνη ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα, ένα νεκρό κουφάρι, και δεν ήταν ο δύστυχος καν πια κοντά στις όχθες, αλλά μεσοπέλαγα αρμένιζε στα νερά. Μόλις ήρθαν βιαστικά με τα ξημερώματα, σηκώθηκε πρώτος ο Τωξάρτης, οργισμένος για το παιδί του, κι αυτά τα λόγια είπε:
 
Γραμμή 41:
 
==Σημειώσεις==
{{cnote|α|Το όνομα του πατέρα το Φυσίγναθου, του Πηλέα (που παραπέμπει στο συνώνυμο πατέρα του [[Αχιλλέας|Αχιλλέα]]), από το πηλός= λάσπη.}}
{{cnote|α| Ο [[Ιωάννης Βηλαράς]] τον αποκαλεί φασκομάγουλο «Ο Φουσκομάγουλος με μιας φυγής, το δρόμο πιάνει· Βουτάει, χωρίς να στοχαστή πιον φίλον πάει και κάνει·και με το βούτημα έφτακε της λίμνης ως τον πάτο, Και απόφυγε το θάνατο από φαρμάκι ακράτο. Ο Ποντικός απάντεχα και ανέλπιστα ριμμένος, απόμεινε ο κακότυχος τ' ανάσκελα απλομένος. Του κάκου κλει τα πόδια του· χαμένα αγαναχτάει. Στον πάτο πάει τη μια φορά, την άλλη ανηφοράει».<ref>[[Ιωάννης Βηλαράς ]], Ποιήματα και πεζά τινά</ref>
 
{{cnote|αβ| Ο [[Ιωάννης Βηλαράς]] τον αποκαλεί φασκομάγουλο «Ο Φουσκομάγουλος με μιας φυγής, το δρόμο πιάνει· Βουτάει, χωρίς να στοχαστή πιον φίλον πάει και κάνει·και με το βούτημα έφτακε της λίμνης ως τον πάτο, Και απόφυγε το θάνατο από φαρμάκι ακράτο. Ο Ποντικός απάντεχα και ανέλπιστα ριμμένος, απόμεινε ο κακότυχος τ' ανάσκελα απλομένος. Του κάκου κλει τα πόδια του· χαμένα αγαναχτάει. Στον πάτο πάει τη μια φορά, την άλλη ανηφοράει».<ref>[[Ιωάννης Βηλαράς ]], Ποιήματα και πεζά τινά</ref>
}}
 
{{cnote|βγ|Οι χαρακτηρισμοί των καβουριών στο πρωτότυπο είναι κατά σειρά: νωτάκμονες (''αρματωμένη ράχη),'' αγκυλοχείλαι (''μακροχειλάτα''), λοξοβάρται (''λοξοπερπάτητα''), στρεβλοί (''στραβόκορμα''), ψαλιδόστομοι, οστρακόδερμοι, οστοφυείς (''κοκαλιάρικα''), πλατύνωτοι (''πλατύραχα''), αποστίλβοντες εν ώμοις, βλαισοί (''στραβοπόδαρα''), χειροτένοντες (''μακρόχερα''), από στέρνων εσορώντες (''με μάτια μπρος στο στήθος τους''), οκτάποδες, δικέραιοι (''δικέφαλα''), ατειρέες<ref>Ατειρής-ές πβ. τέρσομαι= δαμάζω Γ60, Ε292, Ν45, Ο697, λ270</ref> (''σκληροτράχηλα όντα''). Αυτά λοιπόν με τα στόματά τους έκοβαν των ποντικιών τις ουρές, τα χέρια και τα πόδια· τα κοντάρια στράβωναν πάνω τους. Τότε κατετρόμαξαν όλοι οι ποντικοί, δεν έμειναν εκεί, αλλά το έβαλαν στα πόδια· ο ήλιος πια πήρε να βασιλεύει κι έτσι σταμάτησε ο πόλεμος αυτός, που κράτησε μια μέρα (ἐδύετο δ' ἥλιος ἤδη,
καὶ πολέμου τελετὴ μονοήμερος ἐξετελέσθη).<ref>[[s:Βατραχομυομαχία|στ. 294-303]]</ref>}}