Γλουταμινικό οξύ: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 115:
{{Κύριο|Γλουταμινικό οξύ (γεύση)}}
Παρόλο που βρίσκεται με φυσικό τρόπο σε πολλές τροφές, η συνεισφορά στη διαμόρφωση της [[γεύση|γεύσης]], του γλουταμινικού οξέος και άλλων αμινοξέων, ταυτοποιήθηκε επιστημαονικά στις αρχές του [[20ός αιώνας|20ού αιώνα]]. Το ίδιο το γλουταμινικό οξύ, ως χημική ουσία, ανακαλύφθηκε το [[1866]], από τον [[Γερμανία|Γερμανό]] χημικό [[Καρλ Χάιντριχ Λέοπολντ Ρίττχαουζεν]] (''Karl Heinrich Leopold Ritthausen''), που επέδρασε σε [[γλουτένη]] [[σιτάρι|σίτου]] (από όπου προέρχεται και το όνομα του γλουταμινικού οξέος και της [[γλουταμίνη|γλουταμίνης]]) με [[θειικό οξύ]]<ref> R.H.A. Plimmer (1912) [1908]. R.H.A. Plimmer & F.G. Hopkins, ed. The chemical composition of the proteins. Monographs on biochemistry. Part I. Analysis (2nd ed.). London: Longmans, Green and Co. p. 114. Retrieved June 3, 2012.</ref>. Το [[1908]] όμως, ο [[Ιαπωνία|Ιάπωνας]] ερευνητής [[Κικουνάε Ικέντα]] (''Kikunae Ikeda''), από το Αυτοκρατορικό Πανεπιστήμιο του Τόκυο, ταυτοποίησε καφέ [[κρύσταλλος|κρυστάλλους]] που απομένουν μετά την [[εξάτμιση]] μεγάλης ποσότητας ζωμού κομπού (''kombu'') ως γλουταμινικό οξύ. Αυτοί οι κρύσταλλοι, όταν δοκιμάστηκαν, ξαναπαρήγαγαν την ανέκφραστη αλλά αδιαμφισβήτητη γεύση πολλών τροφίμων, και ειδικότερα των [[
== Χημική συμπεριφορά ==
|