Άγιος Αντώνιος ο Μέγας: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
IM-yb (συζήτηση | συνεισφορές)
Εισαγωγή πλαισίου (Πληροφορίες Αγίου)
Γραμμή 18:
Την βιογραφία του Αγίου Αντωνίου έγραψε στην ελληνική ο [[Μέγας Αθανάσιος]] ο οποίος ως επίσκοπος Αλεξανδρείας την έστειλε αρχικά σε μοναχούς της Αιγύπτου αρχίζοντας με τη φράση "'''''Αγαθήν άμιλλαν ενωτίσασθε'''''". Αυτήν αντέγραψε στη συνέχεια ο Συμεών ο Μεταφραστής από τον οποίον και παρέλαβε ο Αγάπιος ο Κρης που μετέφρασε εκ του ελληνικού και καταχώρησε στον εκδοθέντα υπ΄ αυτού "Παράδεισον". Ιδιαίτερο εγκωμιαστικό λόγο στον Μέγα Αντώνιο συνέθεσε ο Ιεροδιδάσκαλος Μακάριος ο Πάτμιος.
==='''Πρώτα χρόνια===
Ο Αντώνιος, τον οποίον οι Άγιοι Πατέρες ανακήρυξαν Μέγα, γεννήθηκε επί εποχής Δεκίου, το έτος [[251]] (έτος σνά) στην πόλη Κομά της Άνω Αιγύπτου, κοντά στη [[Μέμφιδα]], από πλούσιους αλλά ευσεβείς χριστιανούς γονείς. Από την παιδική του ηλικία τον διακατείχαν η αυτάρκεια η ολιγάρκεια και η εσωστρέφεια ένεκα των οποίων και δεν θέλησε να μάθει γράμματα ούτε να συναναστρέφεται με άλλα παιδιά προκειμένου "να μην αισθάνεται σύγχυση και ανάγκη φροντίδας", ακολουθούσε όμως τους γονείς του συστηματικά σε εκκλησιασμούς όπου και έδινε ιδιαίτερη προσοχή στα ιερά αναγνώσματα.. Όταν σε ηλικία 18 ή 20 ετών έχασε τους γονείς του απέμεινε με την μικρότερη αδερφή του, αναλαμβάνοντας ο ίδιος την φροντίδα του σπιτιού τους.<br />
 
Έξι μήνες μετά το θάνατο των γονιών του ο Αντώνιος άκουσε στην εκκλησία την Ευαγγελική περικοπή της πρόσκλησης του πλουσίου νέου, στην οποία αναφέρεται ότι ο Χριστός είπε: "''πώλησόν σου τα υπάρχοντα και δος πτωχοίς και έξεις θησαυρόν εν ουρανώ, και δεύρο ακολούθει μοι''" ([[Ευαγγέλιο του Ματθαίου]] ιθ΄ 21). Συγκινημένος από την ευαγγελική αυτή περικοπή, διένειμε την περιουσία 300 εύφορων κτημάτων του στους φτωχούς. Επίσης, εμπιστεύτηκε την αδερφή του σ' έναν παρθενώνα ανατροφής (δεδομένου ότι μοναστήρια δεν υπήρχαν ακόμα), ενώ ο ίδιος αφού χάρισε προηγουμένως και το σπίτι του, αποσύρθηκε σ΄ ένα κελί που έκτισε ο ίδιος σε απομονωμένο μέρος πλησίον του χωριού του. μιμούμενος κάποιον γέροντα ασκητή που έτυχε να γνωρίσει και να θαυμάζει για την αρετή του.