Σαΐφ αλ-Ντάουλα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 90:
===Πόλεμοι με το Βυζάντιο===
[[File:87EarlyBagratid884-962.gif|thumb|right|300px|Οι ηγεμονίες του Καυκάσου, η ανατολική μεθόριος του Βυζαντίου και η βόρεια Συρία και η Τζαζίρα στα μέσα του 10ου αιώνα]]
Με την αναγανώρισηαναγνώριση της κυριαρχίας του στις μεθοριακές περιοχές («Thughur») της Συρίας και της Τζαζίρα το 945/946, ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα κατέστη ο πιο σημαντικός Άραβας ηγεμόνας που αντιπετώπιζεαντιμετώπιζε το Βυζάντιο, και εφεξής, ο πόλεμος με τους Βυζαντινούς έγινε η κύριά του απασχόληση.<ref name="EI2-H129"/> Μεγάλο μέρος της φήμης του Σαΐφ αλ-Ντάουλα πηγάζει από τον συνεχή, αν και τελικά απέλπιδο, αγώνα του με την αυτοκρατορία.<ref name="Humphreys537"/><ref name="Kennedy275">Kennedy (2004), σ. 275</ref>
 
Στις αρχές του 10ου αιώνα, οι Βυζαντινοί είχαν πια ανακτήσει την υπεροχή απέναντι στους ανατολικούς μουσουλμάνους γείτονές τους. Με την αρχή της παρακμής του Χαλιφάτου των Αββασιδών μετά το 861 (η λεγόμενη «[[Αναρχία στη Σαμάρα]]») και την βυζαντινή νίκη στη [[μάχη του Λαλακάοντα]] το 863, που συνέτριψε τη δύναμη του μεθοριακού εμιράτου της [[Μελιτηνή]]ς, ξεκίνησε η σταδιακή κατάληψη της αραβικής μεθοριακής ζώνης από το Βυζάντιο. Παρότι το εμιράτου της [[Ταρσός|Ταρσού]] στην Κιλικία παρέμενε ισχυρό και η ίδια η Μελιτηνή απέκρουσε εγχειρήματα κατάληψής της, στον μισό αιώνα που ακολούθησε, οι Βυζαντινοί κατάφεραν να εξουδετερώσουν τους [[Παυλικιανοί|Παυλικιανούς]] συμμάχους της Μελιτηνής και να προωθηθούν ως την κοιλάδα του 'ΑνωΆνω [[Ευφράτης|Ευφράτη]], καταλαμβάνοντας τις ορεινές περιοχές βορείως τις πόλης.<ref>Toynbee (1973), σ. 110–111, 113–114, 378–380</ref><ref>Whittow (1996), σ. 310–316, 329</ref> Μετά δε το 927, η σύναψη ειρήνης με τους [[Βουλγαρία|Βουλγάρους]] επέτρεψε στους Βυζαντινούς να συγκεντρώσουν τις δυνάμεις τους στην ανατολή. Υπό την ηγεσία του [[Ιωάννης Κουρκούας|Ιωάννη Κουρκούα]] εξαπέλυσαν μια σειρά εκστρατειών, που κατέληξαν στην πτώση και προσάρτηση της Μελιτηνής το 934, ένα γεγονός που συγκλόνισε τα γειτονικά ισλαμικά κράτη. Τα [[Αρσαμόσατα]] ακολούθησαν το 940, και η [[Θεοδοσιούπολη]] το 949.<ref>Toynbee (1973), σ. 121, 380–381</ref><ref>Treadgold (1997), σ. 479–484</ref><ref>Whittow (1996), σ. 317–322</ref>
 
Η βυζαντινή προέλαση προκάλεσε μεγάλη συναισθηματική απόκριση στον ισλαμικό κόσμο, και εθελοντές, τόσο στρατιώτες όσο και πολίτες, άρχισαν να συρρέουν για να συμμετάσχουν στον ιερό πόλεμο («[[τζιχάντ]]») ενάντια στο Βυζάντιο. Ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα επηρρέαστηκεεπηρεάστηκε βαθιά από αυτή την ατμόσφαιρα, και ασπάστηκε ένθερμα το πνεύμα του «τζιχάντ».<ref name="EI2-106"/><ref name="Humphreys538">Humphreys (2010), σ. 538</ref><ref>Kennedy (2004), σ. 277–278</ref> Η άνοδος των Χαμδανιδών στα μεθοριακά εμιράτα και την Τζαζίρα ήταν αναπόσπαστα συνδεδεμένη με την βυζαντινή απειλή και την προφανή ανικανότητα των Αββασιδών να αναχαιτίσουν τη βυζαντινή προέλαση.<ref name="Kennedy276">Kennedy (2004), σ. 276</ref><ref>Whittow (1996), σ. 318</ref> Όπως έγραψε ο ιστορικός Hugh Kennedy, "Συγκρινόμενος με την αδράνεια ή και αδιαφορία των άλλων μουσουλμάνων ηγεμόνων, δεν πρέπει να εκπλήσσει ότι η δημοτικότητα του Σαΐφ αλ-Ντάουλα παρέμενε υψηλή. Ήταν ο μοναδικός που προσπάθησε να υπερασπιστεί την Πίστη, ο αρχετυπικός ήρωας της εποχής".<ref name="Kennedy278">Kennedy (2004), σ. 278</ref>
 
====Πρώτες συγκρούσεις====
Ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα πρωτοσυγκρούστηκε με τους Βυζαντινούς το 936, όταν ηγήθηκε εκστρατείας για να βοηθήσει τα [[Σαμόσατα]], που πολιορκούνταν από τα αυτοκρατορικά στρατεύματα. Μια εξέγερση στα μετόπισθεν τον ανάγκασε όμως να εγκαταλείψει την εκστρατεία, και κατάφερε μόνο να στείλει μερικά εφόδια στην πόλη, που αλώθηκε λίγο αργότερα. <ref name="EI2-107">Bianquis (1997), σ. 107</ref><ref name="Treadgold483">Treadgold (1997), σ. 483</ref> Το 938, ηγήθηκε επιδρομής στην περιοχή της Μελιτηνής και κατέλαβε το βυζαντινό οχυρό [[Χάρπετε]]. Μερικοί άραβες ιστορικοί αναφέρουν ότι τότε συνάντησε σε μάχη και νίκησε τον ίδιο τον Κουρκούα, αλλά η βυζαντινή προέλαση συνεχίστηκε.<ref name="EI2-107"/><ref name="Treadgold483"/><ref>Whittow (1996), σ. 318–319</ref> Ακολούθησε η πιο σημαντική του εκστρατεία κατά την πρώιμη αυτή περίοδο: τα έτη 939–940, εισέβαλε στη νοτιοδυτική Αρμενία και απέσπασε δηλώσεις υποταγής και την παράδοση μερικών φρουρίων από τους τοπικούς ηγεμόνες, τους μουσουλμάνους Καϋσίτες του [[Μαντζικέρτ]] και τους χριστιανούς [[Βαγρατίδες]] του [[Ταρών]] και τον [[Κακίκιος Α' Αρτζρούνι|Κακίκιο Αρτζρούνι]] (Gagik Artsruni) του [[Βασίλειο του Βασπουρακάν|Βασπουρακάν]], που είχαν αρχίσει να κλίνουν προς το Βυζάντιο. Κατόπιν στράφηκε δυτικά, εισέβαλε σε βυζαντινά εδάφη και τα λεηλάτησε, προωθούμενος μέχρι την [[Κολώνεια]].<ref>Ter-Ghewondyan (1976), σ. 84–87</ref><ref>Treadgold (1997), σ. 483–484</ref><ref>Whittow (1996), σ. 319–320</ref> Η εκστρατεία αυτή κατάφερε να σπάσει προσωρινά τον βυζαντινό κλοιό γύρω από τη Θεοδοσιούπολη, αλλά η απασχόληση του Σαΐφ αλ-Ντάουλα με τους πολέμους του αδελφού του στο Ιράκ για τα επόμενα χρόνια δεν επέτρεψε την περαιτέρω εκμετάλλευσή της επιτυχίας του. Σύμφωνα με τον ιστορικό Mark Whittow, εάν οι Χαμδανίδες είχαν επιμείνει, θα μπορούσαν εύκολα να είχαν εκμεταλλευτεί το φόβο των Αρμένιων ηγεμόνων μπροστά στο βυζαντινό επεκτατισμό, και να είχαν δημιουργήσει ένα δίκτυο συμμαχιών για την ανάσχεση των Βυζαντινών. Στην πραγματικότητα, μετά την αναχώρηση του Σαΐφ αλ-Ντάουλα οι Βυζαντινοί είχαν πλήρη ελευθερία κινήσεων, με αποτέλεσμα την κατάληψη της Θεοδοσιούπολης και την στερέωση της βυζαντινής κυριαρχίας στην ευρύτερη περιοχή.<ref name="Kennedy276"/><ref name="EI2-107"/><ref>Whittow (1996), σ. 320, 322</ref>
 
====Αποτυχίες και νίκες, 945–955====
Γραμμή 103:
Το χειμώνα του 945/946, σύντομα μετά την εγκατάστασή του στο Χαλέπι, ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα ξεκίνησε επιχειρήσεις κατά των Βυζαντινών. Από τότε και μέχρι το θάνατό του, ο Χαμδανίδης ηγεμόνας (στις βυζαντινές πηγές αναφέρεται ως «ὁ Χαμβδᾶν») παρέμεινε ο κύριος αντίπαλος του Βυζαντίου στην ανατολή, λέγεται δε ότι τους πολέμησε σε πάνω από σαράντα μάχες.<ref>Bianquis (1997), σ. 106–107</ref><ref name="Whittow320">Whittow (1996), σ. 320</ref> Εντούτοις, παρά τις συχνές και καταστρεπτικές επιδρομές του, ενάντια τόσο στις συνοριακές βυζαντινές επαρχίες όσο και στα ενδότερα της Μικράς Ασίας, και παρά τις νίκες του στο πεδίο της μάχης, η στρατηγική του παρέμεινε κατ' ουσίαν αμυντική, και ποτέ δεν μπόρεσε να αμφισβητήσει σοβαρά τον βυζαντινό έλεγχο των περασμάτων του [[Οροσειρά του Ταύρου|Ταύρου]] ή να συνάψει ευρύτερες συμμαχίες και να προσπαθήσει να ανακτήσει τις βυζαντινές κατακτήσεις. Ως κυβερνήτης μιας συγκριτικά μικρής ηγεμονίας, ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα απλά δεν μπορούσε να αντισταθμίσει τα στρατιωτικά μέσα που διέθετε το αναζωογονημένο Βυζάντιο: οι αραβικές πηγές της εποχής αναφέρουν, με προφανή, αλλά και ενδεικτική, υπερβολή, ότι ενώ οι βυζαντινές στρατιές έφταναν τις 200.000 άντρες, η μεγαλύτερη δύναμη που συγκέντρωσε ποτέ ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα αριθμούσε περί τις 30.000.<ref name="EI2-107"/><ref name="Whittow320"/><ref name="Kennedy277">Kennedy (2004), σ. 277</ref> Επιπλέον, η μεσοποταμιακή καταγωγή του Σαΐφ αλ-Ντάουλα επηρέασε την στρατηγική του θεώρηση στο ότι, σε αντίθεση με τα περισσότερα κράτη που υπήρξαν στη Συρία, δεν προσπάθησε να αναπτύξει ναυτικό, και γενικά αμέλησε να εκμεταλλευτεί τις ευκαιρίες που πρόσφερε η πρόσβαση στη Μεσόγειο.<ref name="Kennedy274"/><ref name="EI2-107"/>
 
Η πρώτη επιδρομή του Σαΐφ αλ-Ντάουλα ήταν περιορισμένης έκτασης, και την ακολούθησε ανταλλαγή αιχμαλώτων.<ref name="EI2-107"/> Κατόπιν, οι πολεμικές επιχειρήσεις και από τις δύο πλευρές έπαυσαν, για να ξαναξεκινήσουνξαναρχίσουν το 948.<ref name="Whittow 1996, p. 322">Whittow (1996), σ. 322</ref> Εκείνη τη χρονιά, ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα κατάφερε να νικήσει μια βυζαντινή εισβολή στα εδάφη του, αλλά δεν μπόρεσε να αποτρέψει την άλωση των [[Άδατα|Αδάτων]], μιας από τις κύριες βάσεις των μουσουλμάνων στη μεθοριακή ζώνη του Άνω Ευφράτη, από τις δυνάμεις του [[Λέων Φωκάς ο νεότερος|Λέοντα Φωκά]], ενός εκ των γιων του βυζαντινού [[Δομέστικος των Σχολών|Δομέστικου των Σχολών]] (αρχιστρατήγου), [[Βάρδας Φωκάς ο πρεσβύτερος|Βάρδα Φωκά]].<ref name="EI2-107"/><ref name="Whittow 1996, p. 322"/><ref>Treadgold (1997), σ. 488–489</ref> Οι εκστρατείες του Σαΐφ αλ-Ντάουλα τα επόμενα δύο χρόνια ήταν επίσης αποτυχημένες. Το 949, επέδραμε κατά του [[Θέμα (Βυζάντιο)|θέματος]] του [[Θέμα Λυκανδού|Λυκανδού]] αλλά αναχαιτίστηκε, και οι Βυζαντινοί, περνώντας στην αντεπίθεση, κατέλεβανκατέλαβαν το [[Μαράς]] (Γερμανίκεια), νίκησαν έναν στρατό Ταρσιωτών και προχώρησαν λεηλατώντας μέχρι τα πρόθυρα της [[Αντιόχεια]]ς. Το επόμενο έτος, ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα οδήγησε μια μεγάλη στρατιά κατά των συνοριακών θεμάτων του Λυκανδού και του [[Χαρσιανόν|Χαρσιανού]], αλλά κατά την επιστροφή του έπεσε σε ενέδρα του Λέοντα Φωκά σε ένα ορεινό πέρασμα. Ο Χαμδανίδης ηγεμόνας μόλις που κατάφερε να ξεφύγει ο ίδιος, ενώ έχασε 8.000 άντρες, με αποτέλεσμα η εκστρατεία αυτή να μείνει γνωστή ως «γαζουάτ αλ-μουσίμπα» (''ghazwat al-musiba'', «η φρικτή εκστρατεία»).<ref name="EI2-107"/><ref name="Treadgold489">Treadgold (1997), σ. 489</ref>
 
Παρόλα αυτά, ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα απέρριψε τις προτάσεις ειρήνης των Βυζαντινών, και εξαπέλυσε νέα επιδρομή κατά του Λυκανδού και της Μελιτηνής, ώσπου η έναρξη του χειμώνα τον ανάγκασε να αποχωρήσει.<ref name="Treadgold489"/> Την επόμενη χρονιά, συγκέντωσεσυγκέντρωσε την προσοχή του στην ανακατασκευή των κατεστραμμένων οχυρών της Κιλικίας και της βόρειας Συρίας, συμπεριλαμβανομένων του Μαράς και των Αδάτων. Ο Βάρδας Φωκάς ηγήθηκε στρατού και προσπάθησε να διακόψει τις εργασίες αυτές, αλλά ηττήθηκε. Το 953, ο βυζαντινός αρχιστράτηγος εξαπέλυσε νέα εκστρατεία, αλλά παρά την μεγάλη του αριθμητική υπεροχή, υπέστη βαριά ήττα κοντά στο Μαράς, σε μια μάχη που υμνήθηκε δεόντως από τους αυλικούς ποιητές του Σαΐφ αλ-Ντάουλα, και όπου ο τρίτος γιος του Δομέστικου, Κωνσταντίνος Φωκάς, πιάστηκε αιχμάλωτος. Νέες επιθέσεις του Βάρδα Φωκά το 954 και το 955 επίσης απέτυχαν, και ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα μπόρεσε να ολοκληρώσει την ανοικοδόμηση των Σαμοσάτων και των Αδάτων.<ref name="EI2-107"/><ref name="Treadgold492">Treadgold (1997), σ. 492</ref>
 
====Βυζαντινή αντεπίθεση, 956–962====
Γραμμή 111:
 
[[File:Leo Phokas sents the captive Arab general Apolasaeir to Constantinople.png|thumb|right|300px|Ο Λέων Φωκάς στέλνει τον αιχμάλωτο Αμπούλ-Ασαΐρ στην Κωνσταντινούπολη, όπου ο Άραβας στρατηγός υπέστη τελετουργική ταπείνωση μπροστά στον αυτοκράτορα.<ref>Η τελετή της υποδοχής και ταπείνωσης του Αμπούλ-Ασαΐρ και των υπολοίπων αιχμαλώτων διασώζεται στο «[[Περί βασιλείου τάξεως]]», 2.19. McCormick (1990), σ. 159–163</ref> Μικρογραφία από το χειρόγραφο της Ιστορίας του [[Ιωάννης Σκυλίτζης|Ιωάννη Σκυλίτζη]], Εθνική Βιβλιοθήκη της Ισπανίας]]
Την άνοιξη του 956, ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα κατάφερε να προλάβει μια σχεδιαζόμενη επίθεση του Τσιμισκή κατά της Άμιδας, και εισέβαλε πρώτος σε βυζαντινό έδαφος. Ο Τσιμισκής τότε έπιασε ένα πέρασμα στα μετόπισθεν του Σαΐφ αλ-Ντάουλα, και περίμενε την επιστροφή του αραβικού στρατού. Η μάχη που ακολούθησε ήταν σκληρή, υπό καταρρακτώδη βροχή, και κατέληξε σε νίκη για τους Χαμδανίδες, με τον Τσιμισκή να χάνει 4.000 άντρες. Ταυτόχρονα όμως, ο Λέων Φωκάς εισέβαλε στη Συρία όπου νίκησε και αιχμαλώτισε τον Αμπούλ-Ασαΐρ («Απολασαείρ»), εξάδελφο του Σαΐφ αλ-Ντάουλα, που είχε μείνει πίσω ως τοποτηρητής. Αργότερα την ίδια χρονιά, ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα αναγκάστηκε να εκστρατεύσει σε βοήθεια της Ταρσού, που απειλούνταν από μια επίθεση του βυζαντινού στόλου των [[Θέμα Κιβυρραιωτών|Κιβυρραιωτών]].<ref name="EI2-107"/><ref name="Treadgold492"/> Το 957, ο Νικηφόρος Φωκάς ανακατέλαβε και κατέστρεψε τα Άδατα, ενώ ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα δεν μπόρεσε να αντιδράσει καθώς ανακάλυψε μια συνομωσίασυνωμοσία αξιωματικών του να τον παραδώσουν στους Βυζαντινούς έναντι μεγάλης αμοιβής. 180 από τους «γκιλμάν» του εκτελέστηκαν και πάνω από 200 άλλοι ακρωτηριάστηκαν ως συνέπεια.<ref name="EI2-107"/><ref>Treadgold (1997), σ. 492–493</ref> Την επόμενη άνοιξη, ο Τσιμισκής εισέβαλε στη Τζαζίρα, κατέλαβε το [[Δάρας]] και νίκησε κοντά στην Άμιδα ένα στρατό 10.000 ανδρών υπό τις διαταγές ενός εκ των αγαπημένων υπαρχηγών του Σαΐφ αλ-Ντάουλα, του [[Κιρκάσιοι|Κιρκάσιου]] Νατζά. Μαζί με τον [[παρακοιμώμενος|παρακοιμώμενο]] [[Βασίλειος Λεκαπηνός|Βασίλειο]], ο Τσιμισκής μετά κατέλαβε τα Σαμόσατα, και νίκησε τον ίδιο τον Σαΐφ αλ-Ντάουλα, που είχε έρθει να λύσει την πολιορκία, σε μάχη στο Ραβάμ. Εκμεταλλευόμενος την εμφανή πλέον αδυναμία των Χαμδανιδών, το 959 ο Λέων Φωκάς ηγήθηκε μιας επιδρομής που έφτασε μέχρι την [[Κύρρος|Κύρρο]], καταλαμβάνοντας διάφορα οχυρά καθοδόν.<ref name="EI2-107"/><ref>Treadgold (1997), σ. 493</ref>
 
[[File:Capture of Berroia by the Byzantines.png|thumb|right|300px|Η κατάληψη του Χαλεπίου, μικρογραφία από το χειρόγραφο της Ιστορίας του Ιωάννη Σκυλίτζη]]
Το 960, ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα προσπάθησε να εκμεταλλευτεί την απουσία του Νικηφόρου Φωκά, μαζί με μεγάλο μέρος του βυζαντινού στρατού, στην εκστρατεία για την ανακατάληψη της [[Κρήτη]]ς από τους Άραβες, και να ανακτήσει την υπεροχή του. Συγκέντρωσε έναν ισχυρό στρατό και εισέβαλε στο βυζαντινό έδαφςέδαφος, όπου κατέλαβε το σημαντικό συνοριακό κάστρο του Χαρσιανού, πρωτεύουσα του ομώνυμου θέματος. Κατά την επιστροφή του όμως, ο στρατός του έπεσε σε ενέδρα από τον Λέοντα Φωκά στα στενά της Ανδρασσού και σχεδόν εκμηδενίστηκε. Ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα κατάφερε να ξεφύγει, αλλά η στρατιωτική του ισχύς είχε πια καταρρεύσει. Ως αποτέλεσμα, οι διάφοροι τοπικοί κυβερνήτες άρχισαν να συνάπτουν συμφωνίες με τους Βυζαντινούς για να αποφύγουν τις επιθέσεις τους, και η εξουσία του Χαμδανίδη ηγεμόνα άρχισε να αμφισβητείται ακόμη και στην ίδια την πρωτεύουσά του.<ref name="Kennedy277"/><ref>Bianquis (1997), σ. 107–108</ref><ref>Treadgold (1997), σ. 495</ref> Ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα χρειαζόταν χρόνο για να συνέλθει από το χτύπημα, αλλά ο Νικηφόρος Φωκάς, μόλις επέστρεψε νικητής από την Κρήτη το καλοκαίρι του 961, άρχισε να προετοιμάζει νέες επιχειρήσεις εναντίον του. Οι Βυζαντινοί εξαπέλυσαν την επίθεσή τους το χειμώνα, πιάνοντας τους Άραβες εντελώς απροετοίμαστους. Ο Νικηφόρος Φωκάς κατέλαβε την [[Ανάζαρβος|Ανάζαρβο]] στην Κιλικία και εφάρμοσε μια πολιτική συστηματικών σφαγών και καταστροφής της ενδοχώρας, με σκοπό να αναγκάσει τον μουσουλμανικό πληθυσμό να εγκαταλείψει την περιοχή. Αφού ο βυζαντινός στρατός αποχώρησε για να γιορτάσει το Πάσχα, ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα εισήλθε στην επαρχία και διεκδίκησε τον άμεσο έλεγχό της από τις ημιαυτόνομες τοπικές πόλεις. Άρχισε να ανοικοδομεί την Ανάζαρβο, αλλά οι εργασίες δεν είχαν ολοκληρωθεί το φθινόπωρο, όταν ο Νικηφόρος Φωκάς επανέλαβε την επίθεσή του, αναγκάζοντας τον Σαΐφ αλ-Ντάουλα να αποχωρήσει εσπευσμένα.<ref name="EI2-108">Bianquis (1997), σ. 108</ref><ref>Treadgold (1997), σ. 495–496</ref> Ο βυζαντινός στρατός, σύμφωνα με αραβικές πηγές 70.000 άντρες, προήλασεπροέλασε και κατέλαβε το Μαράς, το [[Σίσιον]], την [[Δολίχη]] και το [[Μανμπίτζ]] (αρχ. Ιεράπολις), εξασφαλίζοντας έτσι τον έλεγχο των δυτικών περασμάτων του [[Αντίταυρος|Αντίταυρου]]. Ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα έστειλε τον στρατό του υπό τον Νατζά να αντιμετωπίσει τους Βυζαντινούς, αλλά ο Νικηφόρος Φωκάς τον αγνόησε, παρέκαμψε τις δυνάμεις του και προχώρησε νότια, εμφανιζόμενος ξαφνικά μπροστά από το Χαλέπι στα μέσα Δεκεμβρίου. Αφού νίκησαν έναν βιαστικά συγκεντρωμένο στρατό μπροστά από τα τείχετείχη της πόλης, οι Βυζαντινοί κατέλαβαν και λεηλάτησαν το Χαλέπι εκτός από την ακρόπολη, που συνέχισε να αντιστέκεται. Αφού αποχώρησαν, παίρνοντας μαζί τους περί τους 10.000 αιχμαλώτους, ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα επέστρεψε στην κατεστραμμένη και ερημωμένη πρωτεύουσά του, την οποία επανοίκησε με πρόσφυγες από την Κιννασρίν.<ref name="EI2-108"/><ref>Kennedy (2004), σ. 277, 279</ref><ref>Treadgold (1997), σ. 496–497</ref><ref name="Whittow326">Whittow (1996), σ. 326</ref>
 
===Τελευταία χρόνια και θάνατος===