Μονόκοκκο σιτάρι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Νέα σελίδα: Tο '''μονόκοκκο σιτάρι''' (''Triticum monococcu''m ssp. ''monococcum''), είναι γνωστό διεθνώς σαν einkorn ή engrain. Τα πρώτα σ...
 
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 1:
Tο '''μονόκοκκο σιτάρι''' (''Triticum monococcu''m ssp. ''monococcum''), είναι γνωστό διεθνώς σαν einkorn ή engrain.
Τα πρώτα σιτάρια που άρχισαν να καλλιεργούνται μετά το 7.500 π.Χ. ήταν μονόκοκκα. Στον ελλαδικό χώρο εμφανίστηκαν μετά το 6.200 π.Χ. (Perrino et al. 1996).Στην Ελλάδα, συνεχίζει να καλλιεργείται μέχρι τις μέρες μας η ποικιλία «Καπλουτζάς», τον οποίο περιγράφει το 1929 ο Ιωάννης Παπαδάκης.
 
Πρόγονός του είναι το άγριο μονόκοκκο σιτάρι ''T. monococcum'' ssp. ''aegilopoides'' (''T. boeoticum''), το οποίο βρέθηκε στην Τουρκία, στην Ελλάδα, στη Βουλγαρία, στη νότια Σερβία, στη νοτιοδυτική Συρία, στο νοτιοανατολικό Λίβανο, στο βόρειο Ιράκ, στο δυτικό Ιράν και στην Αρμενία. Στην Ελλάδα το άγριο μονόκοκκο απαντάται αυτοφυές στη Βοιωτία, στην Αργολίδα, στην Αχαΐα και σε μερικά μέρη της Θεσσαλίας (Jaradat et al. 1995).
 
Μορφολογικά χαρακτηριστικά
Το μονόκοκκο σιτάρι είναι το μοναδικό διπλοειδές (γονιδίωμα ΑΑ) καλλιεργούμενο είδος και ανήκει στο Section Monococca. Έχει βραχύ και λεπτό στέλεχος, με τρίχες στα γόνατα, αδελφώνει πολύ και μοιάζει με αγριόχορτο. Τα φύλλα του γίνονται στενά και έχουν χρώμα κιτρινοπράσινο ή κυανοπράσινο. Τα στάχυα είναι με άγανα και στέκονται πάντοτε όρθια, ακόμα και όταν ωριμά¬σουν εντελώς και έχουν μήκος περί τα 5 εκατοστά. Η ράχη τους θραύεται κατά τον αλωνισμό, όπως και του δίκοκκου. Σε κάθε άρθρωση υπάρχει ένα σταχύδιο, που παρά τα τρία του άνθη, παράγει έναν σπόρο (γι’ αυτό και η ονομασία μονόκοκκο). Ο σπόρος είναι «ντυμένος», δηλ. τα λέπυρα δεν αποχωρίζονται κατά τον αλωνισμό και έχουν χρώμα κίτρινο προς ανοιχτό κόκκινο. Ο σπόρος είναι πιεσμένος πλευρικά (ώστε το αυλάκι να γίνεται δυσδιάκριτο), μυτερός στις δυο άκρες, κοντός και με ελαφριά κοιλότητα. Το μονόκοκκο έχει υψηλό εκατολιτρικό βάρος και μαλακούς αλευρώδεις κόκκους που είναι εύθραυστοι στο στάδιο της αποφλοίωσης (Abdel-Aal et al. 1998). Παρουσιάζει ενδιαφέρον για βελτιωτικούς σκοπούς, επειδή έχει αντοχή στις σκωριάσεις και στις αντιξοότητες του περιβάλλοντος (ψύχος, ξηρασία). Σπέρνεται και την άνοιξη και λόγω της μεγάλης του αντοχής εμφανίζει ικανοποιητικές αποδόσεις (Παπαδάκης 1929, Χρηστίδης 1963, Σφήκας 1984).
 
Το μονόκοκκο σιτάρι είναι το μοναδικό διπλοειδές (γονιδίωμα ΑΑ) καλλιεργούμενο είδος και ανήκει στο Section Monococca. Έχει βραχύ και λεπτό στέλεχος, με τρίχες στα γόνατα, αδελφώνει πολύ και μοιάζει με αγριόχορτο. Τα φύλλα του γίνονται στενά και έχουν χρώμα κιτρινοπράσινο ή κυανοπράσινο. Τα στάχυα είναι με άγανα και στέκονται πάντοτε όρθια, ακόμα και όταν ωριμά¬σουνωριμάσουν εντελώς και έχουν μήκος περί τα 5 εκατοστά. Η ράχη τους θραύεται κατά τον αλωνισμό, όπως και του δίκοκκου. Σε κάθε άρθρωση υπάρχει ένα σταχύδιο, που παρά τα τρία του άνθη, παράγει έναν σπόρο (γι’ αυτό και η ονομασία μονόκοκκο). Ο σπόρος είναι «ντυμένος», δηλ. τα λέπυρα δεν αποχωρίζονται κατά τον αλωνισμό και έχουν χρώμα κίτρινο προς ανοιχτό κόκκινο. Ο σπόρος είναι πιεσμένος πλευρικά (ώστε το αυλάκι να γίνεται δυσδιάκριτο), μυτερός στις δυο άκρες, κοντός και με ελαφριά κοιλότητα. Το μονόκοκκο έχει υψηλό εκατολιτρικό βάρος και μαλακούς αλευρώδεις κόκκους που είναι εύθραυστοι στο στάδιο της αποφλοίωσης (Abdel-Aal et al. 1998). Παρουσιάζει ενδιαφέρον για βελτιωτικούς σκοπούς, επειδή έχει αντοχή στις σκωριάσεις και στις αντιξοότητες του περιβάλλοντος (ψύχος, ξηρασία). Σπέρνεται και την άνοιξη και λόγω της μεγάλης του αντοχής εμφανίζει ικανοποιητικές αποδόσεις (Παπαδάκης 1929, Χρηστίδης 1963, Σφήκας 1984).