Μεσαιωνική ελληνική γλώσσα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Andrikkos (συζήτηση | συνεισφορές)
Andrikkos (συζήτηση | συνεισφορές)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 16:
Το ''Στρατηγικόν'' του Κεκαυμένου ακολουθεί τον 11ο αιώνα. Στον 13ο αι. ανάγεται το ''Χρονικόν του Μορέως'' και ακολουθούν τα βυζαντινά (ή ιπποτικά ή λαϊκά) ερωτικά μυθιστορήματα όπως τα ''Καλλίμαχος και Χρυσορρόη, Βέλθανδρος και Χρυσάντζα, Λίβιστρος και Ροδάμνη'' του 14ου αι. και τα ''Φλώριος και Πλατζιαφλώρα'' και ''Ιμπέριος και Μαργαρώνα'' του 15ου αιώνα. Η γλώσσα των έργων αυτών είναι η απλή προφορική γλώσσα, ανάμεικτη με λόγια, δημώδη ακόμη και διαλεκτικά στοιχεία. Η γλώσσα είναι διάσπαρτη από παράλληλους τύπους που φανερώνουν την συνύπαρξη δύο γλωσσικών πραγματικοτήτων, παλιάς και νέας που ανταγωνίζονται. Από τον ποιητικό λόγο υπάρχουν αρκετές μαρτυρίες για την κατάσταση της γλώσσας τη συγκεκριμένη εποχή. Οι μαρτυρίες σε πεζό λόγο, που είναι συνήθως πιο μεγάλη πηγή πληροφοριών για την κατάσταση της γλώσσας, που σώζονται είναι πολύ λίγες, και μάλιστα είναι διαλεκτικά δείγματα της γλώσσας από την Κύπρο: ''Οι Ασσίζες'' της Κύπρου (14ος αι.) και το ''Χρονικόν του Λεοντίου Μαχαιρά'', και η ''Χρονογραφία'' του Γεωργίου Βουστρωνίου (15ος αι.).
Οι πηγές της μεταβυζαντινής περιόδου είναι ως επί το πλείστον γραμμένες σε τοπικές διαλέκτους, κυρίως στην κρητική. Τα σημαντικότερα έργα της κρητικής λογοτεχνίας της συγκεκριμένης εποχής είναι ο ''Ερωτόκριτος'' του Βιτσέντζου Κορνάρου, η ''Ερωφίλη'', η ''Πανώρια'' και ο ''Κατζούρμπος'' του Γεωργίου Χορτάτζη, ο ''Φορτουνάτος'' του Μάρκου-Αντωνίου Φώσκολου και άλλα ανώνυμα έργα όπως η ''Βοσκοπούλα'', και ο ''Ζήνων'' (του 17ου αιώνα). Άλλες πηγές αντλούνται από έργα ανώνυμα και επώνυμα άλλων ελληνικών νησιών, της Ρόδου, της Επτανήσου και της Κύπρου. Εκτός των παραπάνω πηγών, από τον 16ο – 17ο αι. εμφανίζονται και έμμεσες πηγές για την προφορική γλώσσα της εποχής όπως είναι η ''Γραμματική της Κοινής των Ελλήνων γλώσσης'' του Νικολάου Σοφιανού, η ''Grammatica linguae graecae vulgaris'' (1683) του Simon Portius και η ''Grammatica linguae graecae vulgaris communis omnibus graecis'' του πατρός Ρωμανού του Νικηφόρου του Θεσσαλονικέως. Αυτά τα έργα προσφέρουν πολλές πληροφορίες για τη δομή της γλώσσας παρόλο που είναι διάσπαρτα από λόγια, διαλεκτικά και ξενικά στοιχεία.
 
==Γλωσσική εξέλιξη==
 
Η φωνολογία αυτή την περίοδο δε σημειώνει δραστικές αλλαγές, έχει διαμορφωθεί και πλησιάζει τη σημερινή της μορφή. Οι σημαντικότερες μεταβολές που καταγράφονται σ΄ αυτή την περίοδο αφορούν τη μορφολογία, τη σύνταξη και το λεξιλόγιο.
 
'''Φωνολογικό επίπεδο'''
 
Την περίοδο αυτή ολοκληρώνεται η μορφή του φωνολογικού συστήματος της γλώσσας, αφού το /u/ συνεχίζει να προσθιώνεται με αποτέλεσμα τον ολοκληρωτικό ιωτακισμό του κατά τον 10ο αιώνα. Από τότε και μέχρι σήμερα το φωνηεντικό σύστημα της Ελληνικής αποτελείται από πέντε μέλη:/a/, /e/,/i/,/o/,/u/.
Το φαινόμενο της συνίζησης των φωνηεντικών διαδοχών ea, ia, eo, io, iu προκάλεσε τη δημιουργία του ημιφώνου ['''j'''] με παράλληλη ουρανικοποίηση του προηγούμενου συμφώνου: φωλέα> φωλεά> φωλιά, παλαιός> παλιός. Κατά αυτόν τον τρόπο δημιουργήθηκαν οι καταχρηστικές δίφθογγοι της Νεοελληνικής γλώσσας, δίφθογγοι στις οποίες το ημίφωνο ['''j'''] προηγείται των φωνηέντων /a/, /e/,/o/,/u/.
 
Η μεταβολή του τονισμού από μουσικό σε δυναμικό μετατόπισε το κέντρο βάρους του τόνου από το ύψος στην ένταση της φωνής. Η ολοκλήρωση αυτής της μεταβολής ανάγεται στην περίοδο της Κοινής και είχε ως αποτέλεσμα μεγάλες αλλαγές στο φωνολογικό σύστημα της γλώσσας. Επέφερε φωνηεντικές αλλοιώσεις που κυμαίνονται από απλές στενώσεις μέχρι σίγησης ή συγκοπής των φωνηέντων. Τέτοιες συγκοπές φωνηέντων έγιναν σε συγκεκριμένα μορφολογικά περιβάλλοντα, όπως για παράδειγμα στα δευτερόκλιτα αρσενικά και ουδέτερα σε –ios/ -ion: κύρις<κύριος, Αντώνις<Αντώνιος, Γεώργις<Γεώργιος, ελάφιν<ελάφιον, οψάριν<οψάριον, παιδίν<παιδίον, τροπάριν<τροπάριον κ.λπ. Από το τέλος της πρώιμης μεσαιωνικής περιόδου εμφανίστηκε η τάση για σίγηση του αρκτικού άτονου φωνήεντος σε πολλές λέξεις. Η παρασύνδεση του αρκτικού φωνήεντος της λέξης με το άρθρο (στα ονόματα) και με τις προσωπικές αντωνυμίες στα ρήματα οδηγούσαν πολλές φορές σε λάθος χωρισμό ή μετακίνηση των ορίων του μορφήματος: η ημέρα>η μέρα, το ομμάτιον> το ομάτιν>το μάτιν, ολίγος>λίγος, υψηλός>ψηλός, οδόντι>δόντι, οσπίτιον>σπίτι, ευρίσκω>βρίσκω, εσχάρα>σχάρα, εξυπνώ>ξυπνώ. Συνεπεία αυτών των φωνηεντικών συγκοπών εμφανίστηκαν ήδη στην πρώιμη μεσαιωνική περίοδο ορισμένα αρκτικά μορφήματα που χαρακτηρίζουν την νεότερη Ελληνική γλώσσα: -ξε (εκβάφω> εξ-έβαψα> ξέ-βαψα> ξε-βάφω, εκφορτώνω> εξ-εφόρτωσα>ξεφορτώνω).
 
Κατά την περίοδο αυτή ολοκληρώνεται και το φαινόμενο της σίγησης του ληκτικού –ν στα ονόματα: ταμίαν> ταμία, τιμήν> τιμή, ουρανόν> ουρανό. Η τάση αυτή παρατηρείται ήδη από την περίοδο της Κοινής, όπου διαφαίνεται μια αμφιβολία στη χρήση του ληκτικού –ν , συναντάται εκεί που κανονικά δεν χρειάζεται και λείπει από εκεί που χρειάζεται: την ψυχή αντί την ψυχήν, το θέλημαν αντί το θέλημα. Στο τέλος της περιόδου η χρήση του ληκτικού –ν στα ονόματα εκλείπει εκτός από τη γενική πληθυντικού, στο άρθρο τον, την, έναν (σε ορισμένα περιβάλλοντα). Περίπου η ίδια τάση παρατηρείται και στο ληκτικό –ν των ρημάτων, το οποίο διατηρήθηκε σε ορισμένους τύπους γ΄ πληθυντικού: γράφουν, έγραψαν, γράφτηκαν κ.λπ. και σε μερικά ληκτικά μορφήματα του μεσοπαθητικού παρατατικού: ντυνόμουν, ντυνόσουν, ντυνόταν κ.λπ. Η περαιτέρω εξάπλωση του φαινομένου της σίγησης του ληκτικού –ν συνεχίζεται μέχρι και σήμερα λόγω της τάσης της Νεοελληνικής να λήγει σε ανοικτές συλλαβές: γράφουν>γράφουνε, έγραψαν>γράψανε, γράφτηκαν>γραφτήκανε κ. λπ.