Βυζαντινή τέχνη: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
→Οι απαρχές: φραστικές αλλαγές |
→Οι απαρχές: λίγες αλλαγές |
||
Γραμμή 12:
Η απήχηση του εγχειρήματος ανανοηματοδότησης παραδοσιακών εικόνων ήταν εντυπωσιακή λόγω της αμεσότητας των οπτικών μέσων ως διδακτικών εργαλείων, με αποτέλεσμα στα μέσα του 3ου αι. η τέχνη με χριστιανικό περιεχόμενο να έχει διαδοθεί σε ολόκληρη τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, χωρίς κατά τα άλλα να διαφοροποιείται από τη σύγχρονη καλλιτεχνική γλώσσα<ref>R. Cormack, ''Byzantine Art'', Oxford History of Art, Oxford 2000, σ. 13˙ Ν. Πανσελήνου, ''Βυζαντινή ζωγραφική: Η βυζαντινή κοινωνία και οι εικόνες της'', 9η έκδ., Αθήνα 2010, σ. 35</ref>.
Την ανάπτυξη της πρώτης χριστιανικής τέχνης ευνόησαν ιδιαίτερα η γενικά ανεκτική θρησκευτική πολιτική των Σεβήρων και των διαδόχων τους<ref>Ν. Πανσελήνου, ''Βυζαντινή ζωγραφική: Η βυζαντινή κοινωνία και οι εικόνες της'', 9η έκδ., Αθήνα 2010, σ. 31.</ref> και τελικά η νομιμοποίηση της χριστιανικής θρησκείας με το [[Διάταγμα των Μεδιολάνων]] το 313 μ.Χ. Ήδη η υποστήριξη του [[Κωνσταντίνος Α΄|Κωνσταντίνου Α΄]] στον [[Χριστιανισμός|Χριστιανισμό]] και πολύ περισσότερο η αναγνώρισή της νέας θρησκείας ως επίσημης θρησκείας της αυτοκρατορίας από τον [[Θεοδόσιος Α΄|Θεοδόσιο Α΄]] το [[380]] δημιούργησαν την ανάγκη για νέα οικοδομήματα και εικαστικά έργα. Ο [[4ος αιώνας]] πρέπει συνεπώς να ήταν εποχή ραγδαίων εξελίξεων για τη χριστιανική τέχνη, τις οποίες ωστόσο μόνο ελλιπώς μπορούμε να παρακολουθήσουμε με βάση τα ελάχιστα και αποσπασματικά διατηρημένα μνημεία που χρονολογούνται με ασφάλεια σε εκείνα τα χρόνια.
Η ίδρυση της Κωνσταντινούπολης το [[324]] από τον [[Κωνσταντίνος Α΄|Κωνσταντίνο Α΄]] συνδέθηκε με τη δημιουργία ενός νέου μεγάλου καλλιτεχνικού κέντρου για το ανατολικό μισό της αυτοκρατορίας, ενός κέντρου με έντονα [[χριστιανισμός|χριστιανικά]] χαρακτηριστικά αστικής συγκρότησης. Τότε για πρώτη φορά στην ιστορία χτίστηκε, σύμφωνα με την παράδοση, ρωμαϊκή πόλη με καθεδρικό ναό και επισκοπική κατοικία στο κέντρο της, δίπλα στο αυτοκρατορικό ανάκτορο, και με άλλους χριστιανικούς ναούς σε καίρια σημεία<ref>T. Mathews, ''Byzantium: From Antiquity to the Renaissance'', New Haven and London 1998, σ. 21˙ R. Cormack, ''Byzantine Art'', Oxford History of Art, Oxford 2000, σσ. 6-12˙ Ν. Πανσελήνου, ''Βυζαντινή ζωγραφική: Η βυζαντινή κοινωνία και οι εικόνες της'', 9η έκδ., Αθήνα 2010, σ. 35.</ref>. Από τον [[4ος αιώνας|4ο αι.]] τεκμηριώνεται με έμμεσες μαρτυρίες και η χρήση φορητών εικόνων, δείγματα των οποίων σώζονται όμως από τον 6ο αι. και εξής<ref>Ν. Πανσελήνου, ''Βυζαντινή ζωγραφική: Η βυζαντινή κοινωνία και οι εικόνες της'', 9η έκδ., Αθήνα 2010, σ. 100˙ O. Popova, "Byzantine icons of the 6th to 15th centuries", στο: Z. Wood (επιμ.), ''A History of Icon Painting'', Moscow 2005, σ. 44.</ref>.
===Από την αρχαία στη βυζαντινή αισθητική===
Οι χαρακτηριστικές αντιρεαλιστικές φόρμες της βυζαντινής τέχνης άρχισαν να δημιουργούνται με την υποχώρηση της κλασικής αισθητικής
Όσο όμως και αν η βυζαντινή τέχνη, αξιοποιώντας και εξελίσσοντας τις τάσεις της εποχής της, απομακρύνθηκε από τον νατουραλισμό της κλασικής παράδοσης για να προσεγγίσει το νοητό<ref>Ν. Πανσελήνου, ''Βυζαντινή ζωγραφική: Η βυζαντινή κοινωνία και οι εικόνες της'', 9η έκδ., Αθήνα 2010, σσ. 41-42, 51.</ref>, ποτέ δεν απέκοψε ολοκληρωτικά τους δεσμούς της με το κλασικό παρελθόν˙ αντίθετα επέστρεφε συχνά στις κατακτήσεις και τα διδάγματά του, ιδιαίτερα μετά από βαθειές τομές στην ομαλή εξέλιξή της. Έτσι, η ιστορία της βυζαντινής τέχνης είναι διάσπαρτη από «κλασικισμούς», «αναβιώσεις» και «αναγεννήσεις»<ref>R. Cormack, ''Byzantine Art'', Oxford History of Art, Oxford 2000, σ. 23</ref>, που έχουν τα ανάλογά τους σε πολιτικές στρατηγικές προβολής του Βυζαντίου ως συνεχιστή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας<ref>Χ.Γ. Αγγελίδη, "Αρχαιότητα-Βυζάντιο: μια δύσκολη σχέση", στο: Δ. Δαμάσκος (επιμ.), [http://wwk.kathimerini.gr/kath/7days/2003/01/12012003.pdf Βυζαντινοί και Αρχαιότητα], ''Καθημερινή: Επτά Ημέρες'', αφιέρωμα, 12 Ιανουαρίου 2003, σ. 4.</ref>. Εκεί όμως που φαίνονται καθαρά οι οφειλές στην Αρχαιότητα, που φαίνεται ότι «το νέο κρασὶ χύνεται σε παλαιοὺς ασκούς»<ref>Δ.Δ. Τριανταφυλλόπουλος, "[http://www.myriobiblos.gr/texts/greek/triantafyllopoulos_dimitrios_2.html#32_top Οικουμενικότητα και βυζαντινή τέχνη: Μια ανάγνωση]", στο: ''Το Βυζάντιο ως οικουμένη'', Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Διεθνή Συμπόσια 16, Αθήνα 2005.</ref>, είναι στην προσήλωση της βυζαντινής τέχνης στην ανθρώπινη μορφή, προσήλωση που άντεξε στη σκληρή δοκιμασία της [[Εικονομαχία|Εικονομαχίας]] και θεμελιώθηκε το 787 από τη [[Δεύτερη Σύνοδος της Νίκαιας|Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο]] και θεωρητικά στο δόγμα της έλευσης του Θεού στον κόσμο ως ανθρώπου<ref>R. Cormack, ''Byzantine Art'', Oxford History of Art, Oxford 2000, σ. 87, 102.</ref>. Στην ισχυρή επενέργεια κλασικών αισθητικών αξιών οφείλεται επίσης το γεγονός ότι το Βυζάντιο, σε αντίθεση με τη Δύση, απέδωσε συγκρατημένα ακόμα και την ασχήμια της φρίκης και των σκοτεινών δυνάμεων<ref>Π.Α. Μιχελής, ''Αισθητική θεώρηση της βυζαντινής τέχνης'', 7η έκδ., Αθήνα 2006, σ. 20.</ref>. Με αυτή την έννοια, η βυζαντινή τέχνη είναι βαθειά ανθρωποκεντρική και διακρίνεται π.χ. από την [[Ισλαμική τέχνη|ισλαμική τέχνη]], που είναι ανεικονική και [[Αραβική καλλιγραφία|καλλιγραφική]], ή από την [[Κινεζική τέχνη|κινεζική]], που εστιάζει περισσότερο στο τοπίο<ref>T. Mathews, ''Byzantium: From Antiquity to the Renaissance'', New Haven and London 1998, σ. 9.</ref>.
Η συνέχιση της αρχαίας εικαστικής παράδοσης στην απόδοση της ανθρώπινης μορφής αποτελεί και την πιο καθοριστική συμβολή της βυζαντινής τέχνης στην ευρωπαϊκή<ref>Γενικότερα για την πολυσχιδή συμβολή του Βυζαντίου στον ευρωπαϊκό πολιτισμό βλ. μεταξύ πολλών άλλων L. Brownworth, ''Lost to the West: The Forgotten Byzantine Empire that Rescued Western Civilization'', New York 2009.</ref>.
== Ιστορική εξέλιξη ==
|