Αντιμόνιο: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Επέκταση του άρθρου που έχω ξεκινήσει
Επέκταση του άρθρου που έχω ξεκινήσει
Γραμμή 176:
Οι αρχαίες λέξεις για το αντιμόνιο κυρίως περιέχουν τη λέξη "kohl", το σουλφίδιο του αντιμόνιου. Ο [[Πλίνιος ο Πρεσβύτερος]] κάνει διαχωρισμό μεταξύ της αρσενικής και της θηλυκής μορφής αντιμόνιου. Η αρσενική είναι προφανώς το σουλφίδιο ενώ η θηλυκή που είναι ανώτερη, βαρύτερη και λιγότερο εύθραυστη είναι μάλλον το γηγενές μεταλλικό αντιμόνιο.
 
Οι Αιγύπτιοι έλεγαν το αντιμόνιο "msdmt". Στα [[Ιερογλυφικά|ιερογλυφικά]] τα φωνήεντα είναι ασαφή αλλά υπάρχει μια αραβική παράδοση ότι η λέξη είναι "mesdemet". Η ελληνική λέξη "στίμι" προέρχεται προφανώς από την αραβική ή αιγυπτιακή λέξη sdm και χρησιμοποείται από τους τραγικούς ποιητές της Αττικής του 5ου αιώνα π.Χ.. Αργότερα οι Έλληνες χρησιμοποιούσαν τη λέξη "στίβι" όπως έκανε ο [[Κέλσιος]] και ο Πλίνιος τον 1ο αιώνα μ.Χ.. Ο Πλίνιος το ονομάζει επίσης stimi, larbaris, [[Αλάβαστρο|αλάβαστρο]] και το "πολύ κοινό" πλατυόφθαλμο (προφανώς από το σχήμα του κοσμήματος). Αργότερα Λατίνοι συγγραφείς μετέφεραν τη λέξη στα λατινικά ως stibium. Η αραβική λέξη για την ουσία, σε αντίθεση με το κόσμημα, μπορεί να εμφανιστεί ως ithmid, athmoud, othmod ή uthmod. Ο Littre πιστεύει πως η πρώτη μορφή, η οποία είναι και η παλαιότερη, προέρχεται από τον όρο stimmida, την αιτιατική πτώση του όρου stimmi.
 
Η χρήση του Sb ως το καθιερωμένο χημικό σύμβολο για το αντιμόνιο καθιερώθηκε από τον [[Γιονς Γιάκομπ Μπερτσέλιους]] ο οποίος το χρησιμοποίησε ως συντομογραφία του όρου stibium. Η μεσαιωνική λατινική μορφή, από την οποία πήραν τα ονόματα τους για το αντιμόνιο οι μοντέρνες γλώσσες καθώς και τα βυζαντινά ελληνικά, είνα το antimonium. Η προέλευση του είναι άγνωστη. Όλες οι προτάσεις για την προέλευση του συναντούν κάποια δυσκολία είτε στη μορφή είτε στην ερμηνεία. Η δημοφιλής ετυμολογία, από το "αντιμοναχός" ή το γαλλικό " antimoine " έχει πολλούς υποστηρικτές, σημαίνει " Φονιάς μοναχών " και εξηγείται από το γεγονός ότι στο παρελθόν πολλοί [[Αλχημεία|αλχημιστές]] ήταν μοναχοί και πειραματίζονταν με το αντιμόνιο το οποίο είναι δηλητηριωδες.
 
Άλλη μια δημοφιλής ετυμολογία είναι η υποθετική ελληνική λέξη αντίμονος, (κατά της μοναξιάς) εννοώντας πως " δεν υπάρχει ως μέταλλο " ή " δεν υπάρχει ως κράμα ". Ο Lippmann έχει προτείνει την υποθετική ελληνική λέξη " ανθημόνιον " η οποία θα μπορούσε να σημαίνει " ανθύλλιο " και επικαλείται διάφορα παραδείγματα σχετικών ελληνικών λέξεων (αλλά όχι αυτής) οι οποίες περιγράφουν χημική ή βιολογική εξάνθηση.
 
Οι αρχικές χρήσεις του όρου " αντιμόνιο " περιλαμβάνουν τις μεταφράσεις, το διάστημα 1050 - 1100, από τον Κωνσταντίνο τον Αφρικανό διάφορων ιατρικών διατριβών. Μερικοί ειδικοί πιστεύουν πως ο όρος " αντιμόνιο " είναι μια παραφθορά κάποιας αραβικής μορφής. Ο Meyerhof το αποδίδει στον όρο " ithmid ". Άλλες πιθανότητες περιλαμβάνουν το " athimar ", το αραβικό όνομα των μεταλλοϊδών και ένα υποθετικό όρο, το " as-stimmi " ο οποίος προέρχεται ή είναι παράλληλος με τον ελληνικό.
 
==Παραπομπές==