Κλασικός φιλελευθερισμός: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Kefim2013 (συζήτηση | συνεισφορές)
Kefim2013 (συζήτηση | συνεισφορές)
Γραμμή 96:
Οι κλασικοί φιλελεύθεροι θεώρησαν την ωφέλεια ως τη βάση των δημοσίων πολιτικών. Αυτό ήρθε σε ρήξη τόσο με τη συντηρητική έννοια της «[[παραδοσιακός συντηρητισμός|παράδοσης]]», όσο και με την έννοια των «[[φυσικά δικαιώματα|φυσικών δικαιωμάτων]]» της φιλοσοφίας του [[Τζον Λοκ]], τις οποίες θεωρούσαν ως παράλογες. Η ωφέλεια, η οποία δίδει έμφαση σην ευτυχία των ατόμων, έγινε η κεντρική ηθική αξία του φιλελευθερισμού<ref>Richardson, σελ. 31</ref>. Αν και ο ωφελιμισμός ενέπνευσε ευρύτατους ανασχηματισμούς, απετέλεσε πρωτίστως μία δικαιολόγηση της πλήρως ελεύθερης (''laissez-faire'') οικονομικής θεωρίας. Παρ’ όλα ταύτα οι κλασικοί φιλελεύθεροι απέρριψαν την πεποίθηση του [[Άνταμ Σμιθ]] ότι το «[[αόρατο χέρι]]» θα οδηγούσε στο κοινό καλό και ενστερίσθηκαν την άποψη του [[Τόμας Ρόμπερτ Μάλθους]] ότι η αύξηση του πληθυσμού θα απέτρεπε κάθε κοινό καλό, καθώς και την άποψη του [[Ντέηβιντ Ρικάρντο]] περί του αναποφεύκτου των ταξικών αντιθέσεων. Η πλήρως ελεύθερη οικονομία εθεωρείτο η μόνη δυνατή οικονομική προσέγγιση, ενώ κάθε παρέμβαση της κυβέρνησης εθεωρείτο άχρηστη και βλαπτική. Η υπεράσπιση του νόμου ''Poor Law Amendment Act του 1834'' εδράστηκε σε «επιστημονικές ή οικονομικές αρχές» ενώ οι συντάκτες του νόμου ''Elizabethan Poor Law του 1601'' εθεωρούντο ως μη έχοντες το πλεονέκτημα να έχουν μελετήσει τον Μάλθους<ref name="Richardson, p. 33">Richardson, σελ. 33</ref>.
 
Η αφοσίωση στην ''πλήρως ελεύθερη αγορά'' δεν ήταν καθολική. Ορισμένοι οι κονομολόγοι πρέσβευαν την κρατική στήριξη των δημοσίων έργων και της εκπαίδευσης. Οι κλασικοί φιλελεύθεροι ήταν επίσης διχασμένοι στο θέμα του [[ελεύθερο εμπόριο|ελευθέρου εμπορίου]]. Ο Ρικάρντο, για παράδειγμα, εξέφρασε τις αμφιβολίες του για το κατά πόσο η κατάργηση των φόρων στα σιτηρά την οποία επαγγελόταν ο [[Ρίτσαρντ Κόμπντεν]] και ο «Σύνδεσμος Anti-Cornκατά Lawτου Νόμου του Καλαμποκιού» θα οδηγούσε στο κοινό καλό. Οι περισσότεροι κλασικοί φιλελεύθεροι επίσης υποστήριζαν νόμους που καθόριζαν τον αριθμό των ωρών της επιτρεπόμενης παιδικής εργασίας και συνήθως δεν αντιτίθεντο στη νομοθεσία μεταρρύθμισης των εργοστασίων<ref>Richardson, σελ. 34</ref>.
 
Παρά τον πραγματισμό των κλασικών οικονομολόγων, οι απόψεις τους εξεφράζοντο με δογματικούς όρους από δημοφιλείς συγγραφείς όπως οι Jane Marcet και Harriet Martineau<ref name="Richardson, p. 33"/>. Ο ισχυρότερος υπερασπιστής της ''πλήρως ελεύθερης οικονομίας'' ήταν ο ''[[The Economist|Economist]]'', ο οποίος ιδρύθηκε από τον James Wilson το [[1843]]. Ο ''Economist'' ασκούσε κριτική στον Ρικάρντο επειδή ο τελευταίος δεν υπερασπιζόταν το ελεύθερο εμπόριο και επειδή εκφραζόταν εχθρικά για την κοινωνική πρόνοια, θεωρώντας ότι οι κατώτερες τάξεις ήταν υπεύθυνες για τις οικονομικές τους συγκυρίες. Ο ''Economist'' έλαβε τη θέση ότι ο κανονισμός για τις ώρες λειτουργίας των εργοστασίων ήταν βλαπτικός για τους εργαζόμενους· επίσης αντιτίθετο σθεναρώς για την κρατική στήριξη της παιδείας, υγείας, την παροχή νερού και την απονομή διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας και την κατοχύρωση των πνευματικών δικαιωμάτων<ref>Richardson, σελ. 34</ref>.