Νόσος Αλτσχάιμερ: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Ιερός (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Αναστροφή της επεξεργασίας από τον Ιερός (συνεισφ.), επιστροφή στην τελευταία εκδοχή υπό [[Χρήστης:T...
Γραμμή 203:
 
{{Ενσωμάτωση κειμένου|en|Alzheimer's disease}}
{{ιατρική-επέκταση}}
 
== Παραπομπές ==
Γραμμή 216 ⟶ 217 :
{{Link FA|no}}
{{Link GA|es}}
 
== <br>
Αλτζχάιμερ (Alzheimer) ==
Εκφυλιστική νόσος (σύνδρομο) από το όνομα του Γερμανού νευρολόγου Alois Alzheimer (1864-1915), που προσβάλλει τα νευρικά κύτταρα του μετωπιαίου και του κροταφικού λοβού τών εγκεφαλικών ημισφαιρίων. Μπορεί να συμβεί και προ των 65 ετών (πρώιμη έναρξη), αλλά και μετά τα 65 (επιβραδυμένη έναρξη). Ως αίτια αναφέρονται το ιστορικό κάκωσης της κεφαλής, η κληρονομικότητα, ο ανθυγιεινός τρόπος ζωής, η έλλειψη άσκησης, ιογενείς μολύνσεις, διάφορες τοξίνες τού περιβάλλοντος (π.χ. αργίλιο), μεταβολική ασθένεια του οργανισμού κ.ά. Ανάμεσα στις εκδηλώσεις τής νόσου περιλαμβάνονται η γενικευμένη εγκεφαλική γήρανση, οι κοκκιώδεις-κενοτοπιώδεις εκφυλίσεις, ή η εγκεφαλική ατροφία, διαταραχές τού λόγου (αλεξία, παλιλλαλία, αφασία κ.λπ.), τής σκέψης, της κρίσης ή της μνήμης (αγνωσία) και προοδευτική απώλεια των ψυχικών λειτουργιών (όπως ψευδαισθήσεις, παραληρηματικές ιδέες, ευφορική διάθεση, παραμέληση κανόνων υγιεινής, απώλεια ούρων και κοπράνων, διαταραχές μυϊκού τόνου, απώλεια προσανατολισμού, άνοια και γενικά αποσύνθεση της προσωπικότητας). Με κατάλληλη θεραπευτική αγωγή, οι μη θεραπεύσιμες μορφές άνοιας σταθεροποιούνται και οι αναστρέψιμες θεραπεύονται. Πάντως, για την αντιμετώπιση της νόσου θεωρούνται απαραίτητα τα ψυχογηριατρικά κέντρα.
 
=== Alzheimer και θρησκευτικότητα. ===
Η νόσος τού Alzheimer, εκτός από γενετική, θεωρείται σήμερα ότι διαθέτει περιβαλλοντική και πολιτισμική συνιστώσα. Γνωρίζουμε, για παράδειγμα, ότι πολιτισμικοί και πνευματικοί παράγοντες, που λει-τουργούν ως αλυσίδες τής κοινωνικής μνήμης, επενεργούν στην εμφάνιση νόσων. Κάθε πολιτισμός λειτουργεί ως μία αλυσίδα, η οποία συνδέει τη μία γενιά με την άλλη• και αυτό είναι χρήσιμο, ιδίως στις μέρες μας, όπου στις δυτικές κυρίως κοι¬νωνίες ζούμε την εγκατάλειψη των παραδόσεων, όντας κοινωνίες αμνησίας (Hervieu-Léger, 2000). Μέσα σε έναν διεθνο¬ποιημένο κόσμο, το πλαίσιο συλλογικής μνήμης, μέσω τού οποίου ένα άτομο ή μία κοινωνία αντικρίζει αρχικά τον κόσμο, κινείται προς μία ομοιογενή μνήμη (Hervieu-Léger, p. 128). Έτσι, η Grace Davie (2000) βλέπει την Ευρώπη σαν μία μεταλλαγμένη συλλογική μνήμη και όχι ως μία επαναδημιουργημένη, αφού η Ευρώπη ως όλο διατηρεί ακόμα τον χριστι¬ανικό της πολιτισμό, αν και εκφραζόμενον διαφορετικά από ό,τι στο παρελθόν. Έχει βρεθεί, για παράδειγμα, ότι η απώλεια του θρησκευτικού ενδιαφέροντος παρατηρείται ―μεταξύ των άλλων― ως σύμπτωμα της νόσου τού Alzheimer. Στο έργο <Dementia> του Robert M. Lawrence (2007) τονίζεται ότι θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι ανάγκες ολόκληρου του ατόμου, που πάσχει από Alzheimer, και να προσεχθεί ιδιαίτερα η πνευματική του προσέγγιση. Η αλήθεια είναι ότι ο κόσμος των ασθενών με Alzheimer δεν εξαντλείται σε ό,τι απλώς δείχνει εξωτερικά• παράλληλα, υπάρχει και ζει και ένας άλλος, μυστικός, κόσμος μέσα τους. Ο κόσμος αυτός συντίθεται από διαφορετικά κομμάτια τού παρελθόντος, των επιθυμιών που δεν έχουν εκφραστεί ποτέ, και των ονείρων. Λόγω αυτού τού κατακερματισμού των εικόνων, των σκέψεων και των συγκινήσεων, καθώς επίσης και της αβεβαιότητας σχετικά με την ισχύ τους, ο εξωτερικός παρατηρητής δεν μπορεί γενικά ποτέ να βεβαιώσει ποιο είναι στην πραγματικότητα πραγματικό και αληθινό, και ποιο είναι φανταστικό. Αν τώρα στα πιο πάνω προσθέσουμε το γεγονός ότι, σύμφωνα πάντα με έρευνες της Γεροντοψυχολογίας, η τρίτη ηλικία κλίνει περισσότερο στο να δέχεται ψυχολογική βοήθεια από Κληρικούς, αντιλαμβανόμαστε τον υποστηρικτικό ρόλο που καλείται να παίξουν οι Θρησκείες και ιδιαίτερα η χριστιανική Εκκλησία στις μέρες μας.
Η εμπειρική πραγματικότητα δείχνει ότι οι ασθενείς με Alzheimer δεν χάνουν πλήρως τη συνείδησή τους (Davies, 1983, σ. 164). Ενώ η ανάκληση πληροφοριών ή γεγονότων από το απώτατο παρελθόν, και ειδικότερα από την παιδική ηλικία, παραμένει σχεδόν ανέπαφη, η ανάκληση των γεγονότων τής τελευταίας δεκαετίας εμφανίζεται διαταραγμένη (Μαΐλλης, τ. Α’, 2000/02, σ. 144). Μολονότι δεν θυμούνται, ανταποκρίνονται στη μουσική, το τραγούδι, τούς (θρησκευτικούς) ύμνους, την εκφωνητική προσευχή ή τις Βιβλικές απαγγελίες. Πρόκειται για παιδικές μνήμες βαθύτερα ριζωμένες ή για εννοιολογικές, λεκτικές και εικονικές μνήμες. Έτσι, μπορεί κανείς, παρατηρώντας τους, να τους δει να κινούν τα χείλη τους κατά την εκφώνηση μιας προσευχής ή κατά τη διάρκεια της Θ. Λειτουργίας. Επίσης, μπορεί να μην αναγνωρίζουν τα παιδιά τους ή τη διεύθυνση του σπιτιού τους, αλλά κάθε Τετάρτη σαν καλοί Προτεστάντες ψάλλουν το «Θαυμαστή Χάρη» και απαγγέλλουν το <Πάτερ ημών>. Αν, πάλι, καθίσεις δίπλα τους κατά τη διάρκεια μιας ιερής Ακολουθίας μέσα στον ιερό ναό και γονατίσεις, θα γονατίσουν και αυτοί. Έχει, ακόμα, καταγραφεί, ασθενείς με εγκέφαλο σαν λάδι να ενθυμούνται ότι τη συγκεκριμένη λ.χ. ημέρα είναι Χριστούγεννα. Οι ίδιοι ασθενείς μειδιούν υποτυπωδώς απέναντι σε πρόσωπα αγαπητά και εμπιστοσύνης, ή μπροστά σε παλιές φωτογραφίες, ακόμα και σε εικόνες Αγγέλων ή Αγίων. Γι’ αυτό, η «εικόνα», κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, χαρακτηρίζεται «μέγα μνήμης εμπύρευμα» (Λόγος 2, MPG 35, 1172).
Μήπως, όμως, εδώ πρόκειται για τη λειτουργία όχι τής κατηγορηματικής, αλλά τής αισθητηριακής και αντανακλαστικής μνήμης, ή τής λεγόμενης άδηλης μνήμης (Μαΐλλης, σ. 143); Τότε η απώλεια της μνήμης κατά τη νόσο τού Alzheimer, δηλ. τού εκφυλισμού των κυττάρων ―αν πιστέψουμε την ψυχαναλυτική άποψη ότι οι ξεχασμένες αναμνήσεις δεν εξαφανίζονται πραγματικά, αλλά «καλύπτονται» (βλ. screen memory)― θα οφείλεται, βέβαια, στην απώλεια της ικανότητας ανάκλησης. Όσον αφορά, ωστόσο, στη μετά την εμφάνιση της νόσου μνήμη, έρευνες έδειξαν ότι η αμνησία μπορεί να θεωρηθεί ως απώλεια της κατανεμητικής ικανότητας της αποθήκευσης των πληροφοριών. Η λειτουργία τής αντίληψης, σύμφωνα με τις μελέτες αυτές, αρχίζει από τη στιγμή που ο οργανισμός οικειοποιείται ένα σύνολο διαδοχικών στιγμιαίων εμφανίσεων. Αυτές οι εμφανίσεις κατόπιν προσαρμόζονται μέσω κωδικοποί¬ησης σε μία προϋπάρχουσα σχηματική δομή. Η δομή «συμπληρώνει» τα κενά ανάμεσα στις στιγμιαίες εμφανίσεις και, το σημαντικότερο, παρέχει την οργανωτική αρχή, με βάση την οποία αυτές κωδικοποιούνται και αποθηκεύονται. Ωστόσο, για να απαντήσουμε στο ερώτημα αν έχει βλαφτεί από τη νόσο και η αποθήκευση, θα πρέπει να αποφανθούμε για το αν η μακροπρόθεσμη μνήμη σχετίζεται με μία ευρύτερη περιοχή (εγκεφαλικών;) κυττάρων, ή εδράζεται σε συγκεκριμένη περιοχή με την ανάλογη πρωτεϊνική σύνθεση.
Περιστατικά κατά τη διάρκεια εγκεφαλικών χειρουργικών επεμβάσεων με μηδενικά εγκεφαλικά κύματα, καθώς και σχετικά Συνέδρια, αποφαίνονται σήμερα ότι η συνειδητότητα (ο νους) δεν περιορίζεται στον εγκεφαλικό φλοιό (Davies, σ. 157: «…ο νους είναι ολιστικός»), αφού, σύμφωνα με πειράματα του Πανεπιστημίου τού Stanford, μπορεί να αναγνωστεί ακόμα και από ένα και μόνο κύτταρο. Άρα, η μνήμη δεν εδράζεται πλήρως σε αυτόν. Πολλές διαπιστώσεις μαρτυρούν ότι η μνήμη θα πρέπει να θεωρείται ως διαδικασία που διεκπεραιώνεται συγχρόνως από πολλά νευρικά κύτταρα και τις συνάψεις τους. Συνεπώς, εκείνο που μας κάνει αυτό που είμαστε, δεν είναι ο ίδιος ο εγκέφαλος, αλλά το σχέδιο που είναι αποτυπωμένο μέσα του• αντί για «πνεύματα μέσα σε μηχανές», είμαστε μάλλον «μηνύματα μέσα σε κυκλώματα». Αλλά, το ίδιο το μήνυμα υπερβαίνει τα μέσα με τα οποία εκφράζεται (Davies, σ. 177). Με τέτοια προοπτική, η μνημονική διατήρηση φαίνεται να λειτουργεί με τη μορφή ενός ολογράμματος: η πληροφορία αποθηκεύεται με το «στοίβαγμα» δύο ή περισσοτέρων κύκλων πληροφόρησης. Μία πληροφορία π.χ. αποθηκεύεται με τη σύμπτωση ακουστικού και οπτικού ερεθίσματος, ή ένα αντικείμενο μελέτης συνδέεται και με άλλο ήδη συνειδητό κ.ο.κ. (Παπαδόπουλος, 2005, σ. 537).
Κατά τον διάσημο βιολόγο Jakob von Uexküll, κάθε ζωντανό κύτταρο δεν συμπεριφέρεται σε σχέση με τα εξωτερικά αντικείμενα ως αντικείμενο, αλλ’ ως υποκείμενο, δηλ. κινείται, από άγνωστη αιτία, ελεύθερα, ενώ παρουσιάζει δύο αλληλοσυμπληρούμενες τάσεις, την αποδοχή και την ενεργητική προσφορά. Συνεπώς, το κάθε κύτταρο έχει ένα «εγώ» ως νοητική δομή ή μνημικό κόσμο λειτουργικότητας. Γι’ αυτό, ενεργεί, κυβερνά, αντιδρά, στέλνει εντολές (με τα RNA) και δέχεται (υπακούει) τη θέση, όπου το τοποθετεί το «εγώ» τής ανώτερης μονάδας. Εξάλλου, σύμφωνα με τη βιογενετική θεωρία τού Μνημισμού (Mnemism), που εισήγαγε ο Richard Semon και ανέπτυξε συστηματικά ο Eugen Bleuler, όλοι οι οργανισμοί είναι ικανοί να μαθαίνουν, αναλύοντας σημειωτικά το περιβάλλον τους, και να περνούν αυτήν την πληροφορία στις επόμενες γενιές (Παπαδόπουλος, σ. 540). Με βάση, λοιπόν, τη Βιοσημειωτική, θα λέγαμε ότι ο λόγος και η νόηση ενέχουν κυτταρική καταβολή (βλ. «λογική των νευρώνων»).
Στην Ορθόδοξη (Νηπτική) Παράδοση πιστεύουμε ότι ο άνθρωπος, εκτός των περιβαλλοντικών επιρροών και του μνημονικού συστήματος τής κυτταρικής μνήμης (DNA), διαθέτει τη λεγόμενη νοερή ή καρδιακή μνήμη. Η νοερή μνήμη υπάρχει πάντοτε μέσα στην ψυχή τού ανθρώπου, έστω και αν δεν λειτουργεί (όπως στα βρέφη ή στους ασθενείς με Alzheimer) η λεκτική σκέψη, ακόμα και αν ο εγκέφαλος του συγκεκριμένου ανθρώπου είναι κατεστραμμένος. Και αυτό, γιατί στην Ορθοδοξία, νους και λογική δεν ταυτίζονται, διότι η λογική ενεργείται στον εγκέφαλο, ενώ ο νους στην καρδία, δηλ. στον όλο «έσω» άνθρωπο. Η νοητική μνήμη σχετίζεται με το συλλογικό μνημικό ασυνείδητο, εφόσον η κτίση θεωρείται ενιαία. Η καρδία των θεουμένων (δηλ. αυτών που μετέχουν των ακτίστων ενεργειών τού Θεού), κατά τη διάρκεια της νοερής προσευχής (δηλ. της μνήμης Θεού), ενεργοποιεί τον νου• πρόκειται για τη νοερή λειτουργία τής καρδίας (Α’ Θεσσ. 5, 17). Έτσι, έχοντας ο άνθρωπος μέσα στην καρδιά του το Άγιο Πνεύμα (Γαλ. 4, 6, Ρωμ. 8, 26, Α’ Θεσσ. 5, 19), ακούει τη φωνή αυτού τού Πνεύματος (Α’ Κορ. 14, 11 εξ. Γαλ. 4, 6 κ.ά.), έχοντας αίσθηση της «ενοικήσεως» του Θεού μέσα του (Ρωμ. 8, 11). Ο Paul Pearsall, ψυχολόγος και συγγραφέας, υποστηρίζοντας την ιδέα της κυτταρικής μνήμης, σημειώνει ότι «η καρδιά έχει μια κωδικοποιημένη λεπτοφυή γνώση και μας συνδέει με όλους και με όλα γύρω μας. Η συνολική αυτή γνώση είναι η ψυχή και το πνεύμα μας...Η καρδιά είναι ένα όργανο που σκέπτεται, αντιλαμβάνεται, αισθάνεται και επικοινωνεί».
Εφόσον από έρευνες γνωρίζουμε ότι τόσο η Gestalt Therapy όσο και η γνωσιακή παρέμβαση έχουν αποτελεσματικότητα σε διαταραχές τών πρώτων σταδίων άνοιας (Τσάνταλη–Τσολάκη, 2007), η θρησκευτική αφήγηση και η πνευματική, γενικότερα, ενασχόληση μπορούν άριστα να βελτιώσουν τη σημασιολογική και επεισοδιακή μνήμη ασθενών με Alzheimer. Οι Βαπτιστές, μάλιστα, λειτουργώντας μέσω προσωπικών θρησκευτικών εμπειριών, φαίνεται ότι καταγράφουν καλύτερα στην επεισοδιακή μνήμη, ενώ οι Ρωμαιοκαθολικοί λειτουργούν μνημικά μέσω συλλογικών (κοινοτικών) θρησκευτικών εμπειριών. Σύμφωνα με έρευνα του καθηγητή Ιατρικής τού Πανεπιστημίου τής Alberta και διευθυντή τού Νέου Καναδικού Ινστιτούτου Υγείας, Patric Marki, τα κύτταρα, πριν και μετά από μία χειρουργική επέμβαση στην καρδιά (ή και σε ημιπληγίες κ.λπ.), παρουσιάζουν μία θετική αλλαγή, όταν ο ασθενής επιδοθεί συστηματικά στην άσκηση της προσευχής, την αυτοσυγκέντρωση ή τον διαλογισμό (meditation). Μία άλλη πανεπιστημιακή έρευνα σε ηλικιωμένους στο Τέξας διαπίστωσε ότι οι εκκλησιαζόμενοι είχαν ένα πολύ πιο αργό ποσοστό γνωστικής και μνημονικής απώλειας από τους μη εκκλησιαζόμενους. Εξάλλου, είναι γνωστή η σχέση τής θρησκευτικότητας (και αντίστοιχων εμπειριών) με το δεξιό εγκεφαλικό ημισφαίριο, και συγκεκριμένα τον δεξιό κροταφικό λοβό, ή την αμφίπλευρη διημισφαιρική εγκεφαλική λειτουργία (Zaidel, 1990), γεγονός που παραπέμπει το όλο θέμα στις έννοιες, γενικότερα, της ψυχικής υγείας, ή, αντίθετα, της θρησκευτικής ψυχοπαθολογίας, όπου υπάρχει για επιμέρους θέματα τεράστια βιβλιογραφία, η οποία και συνεχώς διευρύνεται.
Οι κρο¬ταφικοί λοβοί είναι σαφώς σημαντικοί στις θρησκευτικές και πνευματικές εμπειρίες. Η αμυγδαλή και ο ιππόκαμπος έχουν αποδειχθεί ότι συμμετέχουν ιδιαίτερα στην εμπει¬ρία των οραμάτων, της βαθιάς εμπειρίας, της μνήμης και της περισυλλογής. Εντούτοις, συντασσόμαστε με την άποψη ότι ο κροταφικός λοβός πρέπει να αλληλεπιδρά με πολλά άλλα μέρη τού εγκεφάλου, προκειμένου να παρέχει μία πλήρη σειρά θρησκευτικών και πνευματικών εμπειριών. Αυτό είναι καθαρά μία εμπειρία εντός τού εγκεφάλου, την οποία μπορούμε να αναγνώσουμε με φυσικά μετρήσιμους τρόπους πάνω στα εγκεφα¬λικά ίχνη.
Πολλές παρόμοιες επιμέρους έρευνες έχουν διεξαχθεί όσον αφορά στη σχέση θρησκευτικότητας και άνοιας. Σύμφωνα με τη Lisa Snyder (2003) στο San Diego του Πανεπιστημίου τής California, αποδείχθηκε ―είτε θετικά είτε αρνητικά (π.χ. εκδηλώσεις θυμού για την αποδιοργανωμένη συμπεριφορά τους)― σημαντικός ο ρόλος τής θρησκευτικότητας και της πνευματικότητας α) στην ανεύρεση νοήματος σε ασθενείς με άνοια, β) στο ζήτημα της θεοδικίας [η απώλεια της μνήμης τού Θεού υποτίθεται ότι γίνεται για χάρη Του. Ο ίδιος ο Θεός λησμονεί τις αμαρτίες των ανθρώπων που μετανοούν ειλικρινώς (Ησ. 43, 25: «εγώ ειμι, εγώ ειμι ο εξαλείφων τας ανομίας σου ένεκεν εμού και τας αμαρτίας σου και ου μη μνησθήσομαι»), ως δοκιμασία ή ενδυνάμωση της πίστης/εμπιστοσύνης τους στον Θεό], γ) στο coping της συγκεκριμένης νόσου (παρέχει ελπίδα ιδίως για την «άλλη ζωή», σθένος, καθοδήγηση και ανακούφιση από φόβους και άγχη), δεδομένου ότι πολλοί ασθενείς με Alzheimer βιώνουν τη σωματική τους ασθένεια όχι απλώς ως ανυπόφορη δυσφορία, αλλά και ως ανεπίτρεπτη αναξιοπρέπεια και απώλεια ελέγχου τού εαυτού τους, και δ) σε αντιδράσεις βίωσης κρίσεων της θρησκευτικής πίστης.
Ομοίως, το 2005 ο καθηγητής Yakir Kaufman με την ομάδα του εργάστηκε πάνω από τρία χρόνια με ασθενείς με Alzheimer ηλικίας 68-78 ετών στο Κέντρο Γηριατρικής Φροντίδας Baycrest του Τορόντο. Οι ασθενείς αυτοί ήσαν Χριστιανοί, Ιουδαίοι και Βουδιστές. Η έρευνα επιβεβαίωσε παλαιότερες έρευνες, όπως τής υπάρχουσας θετικής σχέσης Γεροντολογίας και θρησκευτικότητας, ότι δηλ. όσο υψηλότερο είναι το επίπεδο πνευματικότητας, τόσο βραδύτερη είναι η εξέλιξη της νόσου. Ωστόσο, έρευνα έδειξε ότι η αργή εξέλιξη της νόσου τού Alzheimer μπορεί μεν να συνδέ¬εται με υψηλότερα επίπεδα πνευματικότητας και ατομικών θρησκευτικών πρακτικών, αλλ’ όχι και με ποιότητα ζωής (Kaufman et al., 2007). Τα ευρήματα αυτά παρουσιάστηκαν στο ετήσιο Συνέδριο της Αμερικανικής Ακαδημίας Νευρολογίας στο Miami Beach (Kaufman, 2005).
Σήμερα, η Διεθνής Εταιρεία Alzheimer συνεργάζεται επίσημα στο Εξωτερικό με τις τοπικές Εκκλησίες ως προς την παροχή ποιμαντικής φροντίδας στους ασθενείς και τους φροντιστές υγείας. Η Εκκλησία και οι χριστιανικές υποστηρικτικές ομάδες ενισχύουν ψυχο-πνευματικά τούς συζύγους ασθενών με Alzheimer, δεδομένου ότι, μερικές φορές, οι συγγενείς αισθάνονται ένοχοι. Έρευνα των Wright, Pratt και Schmall (1985) επί 240 φροντιστών ασθενών με Alzheimer έδειξε ότι στην Burden Scale και τις στρατηγικές coping, η πνευματική υποστήριξη ήταν πιο αποτελεσματική από την υποστήριξη που παρείχαν λ.χ. η οικογένεια, οι φίλοι, οι γείτονες ή οι κοινωνικές υπηρεσίες (Burgener, 1994). Στην Ελλάδα, εδώ και μερικά χρόνια, η Ιερά Μητρόπολη Δημητριάδος έχει ιδρύσει Συμβουλευτικό Σταθμό ενημέρωσης και περίθαλψης ασθενών με νόσο Alzheimer, όπου παρέχονται στους φροντιστές υγείας: αυτογνωσία, αυτοκυριαρχία και αυτοσυγκράτηση, ψυχο-πνευματική ενθάρρυνση, ενίσχυση και στήριξη, ηθική υπομονής, ηρεμίας, απλότητας, συμπαράστασης και αγάπης.
Είναι γεγονός ότι οι άνθρωποι που διαθέτουν μία πνευματική παρουσία στη ζωή τους, αισθάνονται μεγαλύτερη ειρήνη, γαλήνη και ανακούφιση. Σύμφωνα με σχετικές έρευνες, το αίσθημα επίβλεψης στη ζωή από τον Θεό συνδέεται με ευεξία. Επίσης, όσοι πιστεύουν ότι διατηρούν τον έλεγχο στη ζωή τους, οι ψυχο-φυσικές τους λειτουργίες λειτουργούν καλύτερα. Και, βέβαια, το πιο σημαντικό για τους ασθενείς αυτούς είναι το δέσιμο με τους άλλους ανθρώπους γύρω τους. Έχοντας τη βοήθεια ενός οικογενειακού μέλους, ενός στενού φίλου, ενός ανάλογου συλλόγου ή της συλλογικής προσευχής, νιώθουν μεγαλύτερη ασφάλεια, που, στη συνέχεια, ενισχύει την όλη θεραπευτική διαδικασία. Το αίσθημα δε αυτό συνδέεται με τη βελτίωση της μνήμης και τις διανοητικές λειτουργίες, ιδίως σε άτομα τρίτης ηλικίας. Συνεπώς, η θρησκευτικότητα ενισχύει τα συναισθήματα μέριμνας και ενδιαφέροντος από τη μεριά των συνανθρώπων. Τα συναισθήματα αυτά καλλιεργούνται καλύτερα μέσα στην εκκλησιαστική ατμόσφαιρα ως «οικογένειας του Θεού». Ιδίως η Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία, που σύμφωνα με τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο καλείται «νοσοκομείον ψυχών» (Εις τους περί την ενδεκάτην ώραν 30), διαθέτει κοινοτική δομή και μπορεί θαυμάσια να λειτουργήσει ως Group-therapy, δεδομένου ότι συνιστά κατεξοχήν κοινότητα μνήμης. Κατά τον άγιο Νικόλαο Καβάσιλα (14ος αι.), τα πάντα στον χώρο τής Εκκλησίας συνιστούν «λήθης φάρμακον» (Ερμηνεία τής Θείας Λειτουργίας, Θ, 2). Στον ορθόδοξο Χριστιανισμό, η εγρήγορση και η προσοχή, η λεγόμενη «φυλακή τού νοός», κατέχουν κεντρική θέση. Εξάλλου, σχετικές έρευνες δεικνύουν ότι ο εκκλησιασμός ή η τακτή φοίτηση στους τόπους λατρείας των διαφόρων Θρησκειών προλαμβάνει πολλά ψυχικά νοσήματα. Έτσι, η Εκκλησία μπορεί να παρέχει νοητική και πνευματική πρόληψη αλλά και αντίστοιχη άσκηση μέσω τής πλούσιας θρησκευτικής λογοτεχνίας (Stern, 2006). Οι Ανατολικοί Πατέρες τής Εκκλησίας (Ιω. Χρυσ., MPG 59, 330. 403. 57, 14. 75, 2) γνώριζαν ακόμα και τις ανωμαλίες τής μνήμης (ιδίως την αμνησία και την παραμνησία), αναπτύσσοντας, για παιδαγωγικούς και ποιμαντικούς λόγους, κατάλληλες μνημοτεχνικές μεθόδους. Πράγματι, η Εκκλησία ―είτε με τη λεκτική [ευχές, συμπροσευχή (έχει παρατηρηθεί ότι οι ευχές τής Εκκλησίας και η προσευχή των συγγενών, πέρα από τη θαυματουργική διάσταση, βοηθούν στη θεραπεία τής νόσου τού Alzheimer: Allen, 2007 κ.λπ.], είτε με την προλεκτική επικοινωνία― κάνει χρήση τής λειτουργικής ανάμνησης μέσω τού λεγόμενου λειτουργικού χρόνου. Ιδιαίτερα, τα Μυστήρια και τα ιερά μνημόσυνα συνδυάζουν την ανάμνηση των ιστορουμένων με τα θρησκευτικά συναισθήματα του ιερού δέους και του Θείου έρωτα. Η διασύνδεση αυτή μνήμης και συναισθήματος, που θεωρείται πολύ ευεργετική θεραπευτικά, επιβεβαιώνεται σήμερα από τον Adam Anderson του Πανεπιστημίου τού Τορόντο. Όλα αυτά τα θρησκευτικά μνημικά τελετουργικά κωδικοποιούνται στη λεγόμενη σημασιολογική μνήμη (semantic memory). Στο μεταξύ, η νοητική αυτή άσκηση λειτουργεί ως προληπτική εφεδρεία για την εμφάνιση της νόσου, ενώ δημιουργεί νέους νευρώνες. Ακόμα, βοηθά στη διατήρηση της ενεργητικότητας και της συμμετοχής τού ατόμου σε εκκλησιαστικές, φιλανθρωπικές και λατρευτικές κ.λπ. δραστηριότητες. Πράγματι, η άσκηση της μνήμης, όπως αντίθετα και η λήθη, ανέκαθεν, απασχολούσε τόσο τις θρησκευτικές πρακτικές και τα τελετουργικά (π.χ. ανατολική ησυχαστική παράδοση και δυτικά μοναχικά τάγματα), όσο και τα φιλοσοφικά συστήματα [Πυθαγόρειοι, Νεοπυθαγόρειοι, Νεοπλατωνικοί (Ιάμβλιχου, Περί Πυθαγορικού βίου, 166, 2, ed. U. Klein, Stuttgart 1975: «ουδέν γαρ μείζον προς επιστήμην και εμπειρίαν και φρόνησιν του δύνασθαι μνημονεύειν»), αποτελώντας βασικό καθήκον. Όλες οι Θρησκείες χρησιμοποιούν, είτε πεζά είτε εμμελώς, την επανάληψη ως μητέρα τής μαθήσεως• επανάληψη επικλήσεων, ονομάτων, ευχών κ.λπ. Ομοίως, γνωστή είναι η αντίληψη του πλατωνικού Σωκράτη ότι η Φιλοσοφία πρέπει να είναι «μνήμη θανάτου». Αντίθετα, τη λήθη χαρακτηρίζει μία απόκρυψη της απόκρυψης, όπως παρατηρεί ο M. Heidegger. Είναι σχεδόν αδύνατο (βλ. Αποφατισμό) να μιλήσουμε για την απόλυτη λήθη, δηλ. τον Μηδενισμό τού Εγώ, αφού κάτι τέτοιο θα αποτελούσε ήδη μία ενεργή πράξη. Οι Αρχαίοι ταύτιζαν τη λήθη με τον θάνατο. Πράγματι, η εμπειρία τής λήθης πλατωνικά και γλωσσικά μεταφράζεται ως εμπειρία θανάτου. Κατά τη φροϋδική Ψυχανάλυση, το παρελθόν, που ―στο μεγαλύτερο μέρος του― παραμένει ασυνείδητο, βαραίνει το παρόν μέσω τής «ορμής προς θάνατο». Ο ποιητής Λορέντζος Μαβίλης στο έργο του <Η λήθη> καλοτυχίζει τούς νεκρούς που λησμονάνε την πικρία τής ζωής.
 
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Σ. Κ. Τσιτσίγκου, "Αλτσχάιεμερ", Μεγάλη Ορθόδοξη Χριστιανική Εγκυκλοπαίδεια, τ. Β΄, http://iorthodoxitheologia.blogspot.gr/, Zaidel D. W., “Memory and spatial cognition following commissurotomy”, in: F. Boiler & J. Grafman (Eds.), Handbook of Neuropsychology 4 (1990) 151-166, Amsterdam: Elsevier, Burgener S., “Caregiver religiosity and well-being in dealing with Alzheimer’s Dementia”, Journal of Religion and Health 33 (1994) 175-189, Hervieu-Léger D., Religion as a Chain of Memory, 2000, Grace Davie, Religion in Modern Europe: A Memory Mutates Oxford University Press, 2000, Rubinstein H., Η νόσος τού Αλτσχάιμερ, εκδ. ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ, Αθήνα 2000, Μαΐλλης Α., «Διαταραχές τής μνήμης», στο: Γ. Ν. Χριστοδούλου κ.ά., Ψυχιατρική, τ. Α’, Αθήνα 2000, ανατ. 2002, Kaplan & Sadock’s, Εγχειρίδιο Κλινικής Ψυχιατρικής, Αθήναι 2004, Παπαδόπουλος N. Γ., Λεξικό τής Ψυχολογίας, Αθήνα 2005, Kaufman Y., “Religion, Spirituality May Slow Alzheimer's”, 2005, Allen M. E., «Does Prayer Slow Memory Loss?», 2007, Τσάνταλη Ε. – Μ. Τσολάκη, «Η αποτελεσματικότητα της γνωστικής παρέμβασης στις μνημονικές διαταραχές στα πρώτα στάδια της άνοιας τύπου Alzheimer», Σύγχρονες Εξελίξεις στη Νευροψυχολογία 14/2 (2007) 152-166, Stern Υ., Alzheimer’s Disease and Related Disorders 20/2 (2006) 105-11, Kaufman Y., D. Anaki, M. Binns & M. Freedman, “Cognitive decline in Alzheimer disease”, NEUROLOGY 68 (2007) 1509-1514.