Βυζαντινή τέχνη: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Philologus (συζήτηση | συνεισφορές)
Philologus (συζήτηση | συνεισφορές)
Σημερινή προσέγγιση
Γραμμή 3:
 
Με την επικράτηση του [[Χριστιανισμός|Χριστιανισμού]] και την εδραίωση της χριστιανικής αυτοκρατορικής εξουσίας στη [[Βυζαντινή Αυτοκρατορία]], η βυζαντινή τέχνη έγινε το κατεξοχήν μέσο για την οπτικοποίηση του υπερβατικού κόσμου και τη διάδοση των μηνυμάτων της νέας θρησκείας και της νέας κονωνικοπολιτικής ιδεολογίας. Για τον σκοπό αυτό, η βυζαντινή τέχνη συνέχισε, αφενός, την [[Αρχαία Ελλάδα|αρχαία ελληνική]] παράδοση της ιδιαίτερης προτίμησης στην ανθρώπινη μορφή και στράφηκε, αφετέρου, προς τον μυστικισμό και την εσωτερικότητα της Ανατολής. Τελικά όμως δημιούργησε τη δική της, ιδιαίτερη φυσιογνωμία που της επέτρεψε να κυριαρχήσει στην ορθόδοξη χριστιανική Ανατολή για σχεδόν μιάμιση χιλιετία εκφράζοντας την πνευματικότητα και τη θρησκευτική συγκίνηση πλατειών στρωμάτων του πληθυσμού της.
 
Στα νεότερα χρόνια, η βυζαντινή τέχνη εκτιμήθηκε με καθυστέρηση, καθώς ο θαυμασμός της ιταλικής [[Αναγέννηση|Αναγέννησης]] για την αρχαιότητα και του γαλλικού [[Διαφωτισμός|Διαφωτισμού]] για τον οορθολογισμό προκάλεσαν γενικότερη αποστροφή για τον Μεσαίωνα και το Βυζάντιο. Με «μούμιες» έμοιαζαν οι «ασκητικές και με γεροντικά χαρακτηριστικά προσώπου μορφές» της βυζαντινής τέχνης για τον θεωρητικό την τέχνης Friedrich Theodor Vischer<ref>Π.Α. Μιχελής, Αισθητική θεώρηση της βυζαντινής τέχνης, 7η έκδ., Αθήνα 2006, σσ. 3-4.</ref>. «Απίστευτο πείσμα στη συνεχή επανάληψη απαρχαιωμένων μοτίβων» διέκρινε τη βυζαντινή τέχνη και λογοτεχνία κατά τον ιστορικό της αναγεννησιακής τέχνης Jacob Burckhardt <ref>J. Burckhardt, ''The age of Constantine the Great'', Angelov 2003, σ. 10]</ref>. Ακόμα και στην Ελλάδα το κλίμα άρχισε να αλλάζει μόλις στα τέλη του 19ου αι. με την ίδρυση της [[Χριστιανική Αρχαιολογική Εταιρεία|Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας]] (1884). Ακολούθησαν η σύσταση θέσης ειδικού Εφόρου Χριστιανικών Μνημείων στην Αρχαιολογική Υπηρεσία (1910) και η ίδρυση του [[Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο|Βυζαντινού Μουσείου στην Αθήνα]] (1930).
 
Κλειδί για την προσέγγιση της βυζαντινής τέχνης σήμερα είναι η κατανόηση των συνθηκών δημιουργίας της, που είναι βέβαια πολύ διαφορετικές από τις συνθήκες της νεότερης καλλιτεχνικής δημιουργίας. Τα έργα της βυζαντινής τέχνης δεν φτιάχτηκαν απλώς για να τα θαυμάζουν. Οι «ζωγραφιές που καταγοητεύουν τα μάτια» θεωρούνταν μάλιστα ανήθικες και απαγορεύτηκαν από την [[Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος|Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδο]]<ref>«Τὰς οὖν τὴν ὅρασιν καταγοητευούσας γραφάς, εἴτε ἐν πίναξιν, εἴτε ἄλλως πως ἀνατεθειμένας, καὶ τὸν νοῦν διαφθειρούσας, καὶ κινούσας πρὸς τὰ τῶν αἰσχρῶν ἡδονῶν ὑπεκκαύματα, οὐδαμῶς ἀπὸ τοῦ νῦν οἱῳδήποτε τρόπῳ προστάσσομεν» ([http://www.documentacatholicaomnia.eu/03d/0691-0691,_Synodum_Constantinopolitanum,_Canones,_GR.pdf Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος], Κανόνας 100)˙ πρβλ. R. Cormack, ''Byzantine Art'', Oxford History of Art, Oxford 2000, σ. 82.</ref>. Τα έργα της βυζαντινής τέχνης φτιάχτηκαν για να καλύψουν ένα ευρύ φάσμα πρακτικών αναγκών (λατρευτικών, διδακτικών, κοινωνικοπολιτικών και ιδιωτικών). Η επιδίωξη καλλιτεχνικής αρτιότητας δεν ήταν απλό παιχνίδι με τις φόρμες που αποσκοπούσε στην αισθητική απόλαυση αλλά μέσο για να καταστήσει τις εικόνες αποτελεσματικές στη χρηστική λειτουργία που υπηρετούσαν. Με αυτή την έννοια, η βυζαντινή τέχνη είναι «στρατευμένη»<ref>Δ.Δ. Τριανταφυλλόπουλος, "[http://www.myriobiblos.gr/texts/greek/triantafyllopoulos_dimitrios_2.html#32_top Οικουμενικότητα και βυζαντινή τέχνη: Μια ανάγνωση]", στο: ''Το Βυζάντιο ως οικουμένη'', Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Διεθνή Συμπόσια 16, Αθήνα 2005.</ref>.
 
== Οι απαρχές ==