Αγνωμοσύνη (θεολογία): Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Ιερός (συζήτηση | συνεισφορές)
Νέα σελίδα: ΑΓΝΩΜΟΣΥΝΗ (< αγνώμων < ἀ + γνώμη), ingratitude, ungratefulness, Undankbarkeit. Αγνωμοσύνη καλείται ηθικώς η μνημονι...
(Καμία διαφορά)

Έκδοση από την 12:46, 7 Ιανουαρίου 2014

ΑΓΝΩΜΟΣΥΝΗ (< αγνώμων < ἀ + γνώμη), ingratitude, ungratefulness, Undankbarkeit. Αγνωμοσύνη καλείται ηθικώς η μνημονική, συναισθηματική και βουλητική ματαίωση (μη αναγνώριση) της ηθικής υποχρέωσής μας έναντι μιας ευεργεσίας που τύχαμε από κάποιον ή κάποιους. Η αγνωμοσύνη (ή αχαριστία), ως αντίθετο της ευγνωμοσύνης, μαρτυρεί αγενή ψυχή και ποταπό φρόνημα: «Ο γαρ περί τον ευεργέτην αχάριστος, τι άν γένοιτο ποτέ περί τούς άλλους;», ερωτά ο ιερός Χρυσόστομος (Εις Β’ Τιμ. 8, MPG 62, 643). Οι αγνώμονες θεωρούνται και από αυτά τα ζώα κατώτεροι, αφού μερικά από αυτά, όπως οι ίπποι, οι βόες, οι γάτες, τα πτηνά, οι κύνες, οι όρνιθες, οι λέοντες, οι ελέφαντες κ.ά., εκδηλώνουν την ευγνωμοσύνη τους προς τον άνθρωπο κατά τρόπο συγκινητικό. Κατά τον Ξενοφώντα (Κύρου παιδείας, Β’), οι αρχαίοι Πέρσες δίκαζαν την αχαριστία, κολάζοντας μάλιστα τους αχάριστους. Επίσης, οι Αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι και ρήτορες (Πλούταρχος, Κλεόβουλος, Δημοσθένης κ.ά.) έψεξαν με διάφορους τρόπους τούς αγνώμονες. Κατά την Αγία Γραφή, οι πρωτόπλαστοι εξέπεσαν πνευματικώς λόγω τής αγνωμοσύνης τους προς τον Θεό. Οι Προφήτες τού Ισραήλ (Αρ. 11, 1-13. 18-20, Δευτ. 32, 15, Κριτ. 2, 16-22. 3, 12, Νεεμ. 9, 16-18. 26, Ψαλμ. 77, 11-12. 30-31. 105, 13-22. 43, Ωσ. 7, 13-16, Ησ. 1, 3, Μιχ. 6, 3-5, Μαλ. 1, 2-6) και οι Πατέρες τής Εκκλησίας (Ισίδωρος Πηλουσιώτης, Αντώνιος Μοναχός κ.ά.) συχνά μέμφονται τούς Ιουδαίους για τη σκληρόκαρδη αγνωμοσύνη και αχαριστία τους, η οποία νεκρώνει την ψυχή (Ιω. Χρυσ., Εις Ματθ., 25, MPG 57, 332). Στην Π.Δ. η αχαριστία των τέκνων προς τους γονείς τους τιμωρούταν από τον Θεό και τους ανθρώπους (Δευτ. 21. 27, Β’ Βασ.). Στην Κ.Δ. ο Χριστός εκφράσθηκε με μεγάλη πικρία για τους εννέα λεπρούς, που σε αντίθεση με τον δέκατο, δεν επέστρεψαν να ευχαριστήσουν και δοξάσουν τον Θεό για τη θεραπεία τους (Λουκ. 17, 17). Ο ίδιος ο Κύριος αντί τού μάννα, που έθρεψε τον Ισραήλ, εισέπραξε χολή και σταυρικό θάνατο. Η αγνωμοσύνη οφείλεται κυρίως στη φιλαυτία με την οποία ο αγνώμων, ενθυμούμενος περισσότερο τα προηγούμενα δεινά του παρά την τωρινή του καλύτερη κατάσταση, κρατεί μία εχθρική στάση (σύμπλεγμα κατωτερότητας) απέναντι στον ευεργέτη του, μη θέλοντας να παραδεχθεί ότι δεν μπορούσε να υπερβεί τις αντίξοές του συνθήκες με μόνες τις δικές του δυνάμεις. Συνήθως δε, οι αχάριστοι είτε δείχνουν αμέσως μία μικρή ή τυπική ευγνωμοσύνη, παύοντας πλέον στο εξής να θυμούνται το καλό, είτε εμφανίζονται υποκριτικώς απέναντι των ευεργετών τους πάντοτε ως υπόχρεοι, κινούμενοι όμως από συμφέρον: «φοβού τούς υπό σού ευεργετηθέντας, τύπτουσι πρώτοι». Εξάλλου, ο αγνώμων γνωρίζει ότι η τυχόν ευγνωμοσύνη του είναι δυνατόν να παρανοηθεί, δεδομένου ότι οι περισσότεροι άνθρωποι μέσω τής έκφρασης ευγνωμοσύνης υποκρύπτουν τον μυστικό πόθο να επιτύχουν πρόσθετες ή/και μεγαλύτερες ευεργεσίες (François de La Rochefoucauld, 298). Έτσι, η ευγνωμοσύνη καταντά τελικώς κολακεία και εκμετάλλευση. Τα ως άνω αίτια αυτά τής αγνωμοσύνης κινούνται μέσα σε ένα γενικότερο ηθικο-κοινωνικό κλίμα που δέχεται ότι το να ευγνωμονεί κανείς συνιστά γνώρισμα ανθρώπου δουλόφρονα και υποτελή, αφού η άσκηση της αρετής, κατά τούς Αρχαίους Έλληνες, «ουκ εις χάριν, αλλ’ εις οφείλημα γίγνεται» (Θουκυδ. 2, 40), η δε ευεργεσία σπανίως ασκείται ανιδιοτελώς. Το κλίμα αυτό ενισχύθηκε στην εποχή μας με τη χειραφέτηση του σύγχρονου ανθρώπου, έτσι ώστε άνθρωπος να λογίζεται πλέον «ένα δημιούργημα με δυο πόδια και καθόλου αίσθηση ευγνωμοσύνης» (F. Dostoyevsky, Το Υπόγειο). Η προκλητική αχαριστία ή/και η ύβρη (προσβολή) προς τους ευεργέτες προκαλεί σε αυτούς δικαιολογημένη αγανάκτηση, θυμό και πολύ μεγάλη στενοχώρια (Ιω. Χρυσ., Προς Σταγείριον 3, 1, MPG 47, 473). Έπειτα, οι αγνώμονες όχι μόνο επιδείχνουν κακό παράδειγμα γενικώς, αλλά και απογοητεύουν όσους προτίθενται να ευεργετήσουν. Επομένως, η αγνωμοσύνη είναι αυτόχρημα αντικοινωνικό φαινόμενο. Αντίθετα, με την ευγνωμοσύνη αναπτύσσονται δεσμοί οικογενειακοί, ακόμα δε και διεθνικοί. Ομοίως, η αγνωμοσύνη αποτελεί και αντίθεη εκδήλωση: «ός αποδίδωσι κακά αντί αγαθών, ου κινηθήσεται κακά εκ του οίκου αυτού» (Παροιμ. 17, 13). Στον Χριστιανισμό, όπου έχουμε εντολή «μηδενί κακόν αντί κακού αποδιδόντες» (Ρωμ. 12, 17, Α’ Θεσ. 5, 15), δεν είναι δυνατόν να μην ευχαριστούμε τους ευεργέτες μας (Β’ Τιμ. 3, 2), προπάντων δε τον Θεό (Ιω. Χρυσ., Εις Εβρ. 20, 2, MPG 63, 144): «Όσω άν τις μείζονα ευερετήται, τοσούτω μάλλον εστιν υπεύθυνος κολάσει αγνωμονών, και μηδέ τή τιμή γενόμενος βελτίων» (Ιω. Χρυσ., εις Ματθ. 52, MPG 58, 522). Μάλιστα δε, κατά τον ιερό Χρυσόστομο, η αγνωμοσύνη προς τον Θεό θεωρείται αμαρτία χειρότερη από την πορνεία (Εις Ησ., 1, 7, MPG 56, 22).

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Τσιτσίγκος Σ. Κ., «Αγνωμοσύνη», Μεγάλη Ορθόδοξη Εγκυκλοπαίδεια, τ. Α’, σ. 170, Αβούρης Σ. Ν., «Αγνωμοσύνη», ΘΗΕ 1 (1962) 295· Δημητρόπουλου Π. Χ., Ορθόδοξος Χριστιανική Ηθική, εν Αθήναις 1970· Λεβαδέως Ι. Ν., Κάτοπτρον της κοινωνίας, εν Αθήναις 1902.