Αποστολικοί Πατέρες: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Bot: Migrating 24 langlinks, now provided by Wikidata on d:Q536985
Ιερός (συζήτηση | συνεισφορές)
Γραμμή 9:
== Υποσημειώσεις ==
<div style="font-size: 85%"><references/></div>
ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ (1<sup>ος </sup>- 2<sup>ος</sup>
αι.)
 
(Κλημησ
Ρωμησ, Ερμασ, Ιγνατιοσ Αντιοχειασ, Πολυκαρποσ Σμυρνησ, Παπιασ, ''Διδαχη των 12
Αποστολων ''και ''επιστολη Βαρναβα'')
 
===== Πηγές τῆς Πίστεως τῆς πρώτης μεταποστολικής Εκκλησίας
ήταν οι: (χαρισματούχοι) ''προφήτες'', οι ''διδάσκαλοι'', η Αγία Γραφή
και ι. Παράδοση (''Χριστομάθεια''). =====
 
===== ΟΙγνάτιος εισάγει στην Ιστορία Δογμάτων τη σπουδαιότατη έννοια της (Θείας) «οικονομίας». Την ενότητα του Θεού προέβαλαν οι Αποστολικοί Πατέρες ως την πρώτη αλήθεια εναντίον της πολυθεΐας των Εθνικών. Ο Θεός, ως επουράνιος βασιλεύς των αιώνων, δεσπότης των απάντων και Κύριος, είναι ο εκ του μηδενός (όχι εκ προϋπάρχουσας ύλης) Μέγας δημιουργός του κόσμου και της τάξης του, στον Οποίο υποτάσσονται τα πάντα (παντοκράτωρ και παντοδύναμος). Στο παντοκρατορικό βούλημα του Θεού οφείλεται η δημιουργία, η κυβέρνηση του κόσμου και η σωτηρία του ανθρώπου. Ως προς τα ιδιώματα του Θεού οι Αποστολικοί Πατέρες τονίζουν: α) το αχώρητο και συνάμα το
εις τα πάντα «χωρούν», β) την πανταχού παρουσία, γ) την παντοδυναμία, δ) την
παντογνωσία, ε) το ανενδεές (απροσδεές / ανεπιδεές), στ) το ευσπλαχνικό, ζ) το ευεργετικό, η) το δίκαιο, θ) το ακατάληπτο, ι) το αέναο, ια) το άφθαρτο, ιβ) το αποίητο. =====
 
===== Ο άγ. Ιγνάτιος χαρακτηρίζει το Χριστό
Λόγο Θεού, που προήλθε από ''Σιγή''. Η παρθενία της Μαρίας, ο τοκετός της
και ο θάνατος του Χριστού αποτελούν τα λεγόμενα «''τρία μυστήρια κραυγής, άτινα εν ησυχία Θεού διεπράχθη''», εν αγνοία του Σατανά. Ο Ερμάς, σύμφωνα με υιοθετιστικές τάσεις, ταυτίζει τον Υιό με τον αρχάγγελο Μιχαήλ[1]. Ο μεν Πολύκαρπος θεωρεί ότι ο Χριστός ανάστησε εαυτόν, ο δε Ιγνάτιος (και αλλού ο Πολύκαρπος) ότι ο Θ. Πατήρ. =====
 
Ο τριαδικός τύπος χρησιμοποιούταν
πάντοτε στο άγιο Βάπτισμα. Η Εκκλησία παρομοιάζεται από τον Ιγνάτιο με
οικοδομή, το Άγ. Πνεύμα με σχοινί, που ανεβάζει τον άνθρωπο στα ύψη (στο Θεό)
και ο σταυρός (του Χριστού) με μηχανή. Η ενότητα της Εκκλησίας, κατά τον
Ιγνάτιο, απεικονίζει την ενότητα των τριών Θείων Προσώπων.
 
Η σωτηριολογία των Αποστολικών Πατέρων είναι γνωστικοηθική [αποκάλυψη εν Χριστώ του φωτός της γνώσεως και του αληθούς Θ. Νόμου (Κλήμης και Βαρνάβας)], μυστική (ο Χριστός ως πηγή της ζωής
χάρισε στον άνθρωπο την αθανασία και την αφθαρσία) και πραγματική (συντριβή του διαβόλου και της αμαρτίας). Οι πιστοί, με την πίστη και την αγάπη («καλά έργα»), και ενωμένοι με το σώμα του Χριστού, δηλ. κατά μία θε-ανθρώπινη ''συνεργία'', καθίστανται <θεοφόροι> και <χριστοφόροι>: «''αρχήν μεν πίστις, τέλος δε αγάπη. Τα δε δυο εν ενότητι γενόμενα Θεός εστι''» (Ιγνάτιος ο Θεοφόρος).
 
Στη <''Διδαχή των 12 Αποστόλων''>
τους μόνιμους στην Αίγυπτο λειτουργούς της Εκκλησίας εκπροσωπούν οι ''επίσκοποι''
και οι ''διάκονοι'', αν και ο όρος ''επίσκοπος'' σήμαινε, όπως και στην ΚΔ, και τον ''πρεσβύτερο''[2]. Ο Ιγνάτιος χαρακτηρίζει την Εκκλησία της Ρώμης «''προκαθημένη της αγάπης''».
 
Το, προηγηθείσης νηστείας, Βάπτισμα στο όνομα της Αγ. Τριάδος ή του Κυρίου («''σφραγίς του Υιού του Θεού''»), που ήταν συνενωμένο με το Χρίσμα, παρέχει την Άφεση των αμαρτιών και εισάγει σε καινή εν Χριστώ ζωή.
 
Η, προηγηθείσης (εκκλησιαστικής)
μετανοίας ― εξομολογήσεως, Θ. Ευχαριστία, ως θυσία πραγματική, συνιστά, κατά τον Ιγνάτιο, τύπο της (εσωτερικής και εξωτερικής) ενώσεως / ενότητας της Εκκλησίας, ιδίως μέσω του επισκόπου: «''όπου αν φανή ο επίσκοπος, εκεί το πλήθος έστω,<sup> </sup>ώσπερ όπου αν ή Χριστός Ιησούς, εκεί η καθολική Εκκλησία''...''μηδείς χωρίς του επισκόπου τι πρασσέτω των ανηκόντων εις την εκκλησίαν''». Τα δε σωτήρια αποτελέσματα του μυστηρίου χαρακτηρίζονται «''φάρμακον
αθανασίας''».
 
Μετάνοια αρχικά η πρώτη Εκκλησία θεωρούσε μία, την του Βαπτίσματος (γι’ αυτό και πολλοί καθυστερούσαν
να βαπτισθούν). Η άποψη αυτή δεν διατηρήθηκε όμως σχεδόν καθόλου, γιατί ήδη ο Ερμάς δίνει και μια δεύτερη ευκαιρία, επιτρέποντας και δεύτερη μετάνοια (για όλους τους Χριστιανούς, πλην των Κατηχουμένων και Νεοφύτων, γιατί, στην αντίθετη περίπτωση, θα γινόταν κατάχρηση), που, κατ’ άλλους, παρεχόταν στην επιθανάτια κλίνη. Αλλά, γρήγορα και η άποψή του αυτή δεν επικράτησε (θεωρούμενη ως
αυστηρή) και επετράπη από την Εκκλησία η επ’ άπειρον επανάληψη του μυστηρίου της μετανοίας. Η Μετάνοια, έτσι, διεξαγόταν μέσα στην ίδια τη Θ. Λατρεία όχι κατά συγκεκριμένο αμάρτημα, αλλά ως γενική (εκκλησιαστική) προσ-ευχή και ''συνεξομολόγηση''. Παράλληλα, η μετάνοια λάμβανε χώρα μέσα στο μυστήριο του Ευχελαίου. Λίγο
αργότερα (που εμφανίστηκαν οι αιρέσεις και τα σχίσματα), οι «πεπτωκότες» (''Lapsi'') εξομολογούνταν δημόσια τα σοβαρά αυτά
αμαρτήματα (έκπτωση / αποστασία ― ειδωλολατρία / αίρεση, φόνο, πορνεία, μοιχεία), ενώ για τα μικρότερα (αμαρτήματα) παρεχόταν η από το Θεό άφεση μέσω της κατ’ ιδίαν προσευχής (''Διδαχή των 12 Αποστόλων'', Κλήμης Ρώμης). Στη συνέχεια, εμφανίζεται ο θεσμός του «''Πρεσβυτέρου μετανοίας''», που εισάγει την ιδιωτική / προσωπική (μυστική) Εξομολόγηση, αρχικά για τους «πεπτωκότας», κατά τον επί Δεκίου διωγμό (249-251), και μετέπειτα για όλα τα θανάσιμα αμαρτήματα. Λόγω, όμως, κάποιων αυστηρών πολιτικών νόμων (Ιουστινιανού), προτείνεται και εισάγεται από το Μ. Βασίλειο η ''μυστική εξομολόγηση''. Στο μεταξύ, λόγω ενός σκανδάλου, που ξέσπασε στην Εκκλησία τής Κωνσταντινουπόλεως, η (ατομική) μυστική εξομολόγηση και ο θεσμός του «''Πρεσβυτέρου μετανοίας''» καταργούνται επί Νεκταρίου και το αυτό ίσχυσε και επί ι. Χρυσοστόμου, επανερχομένων των πραγμάτων στην αμέσως προηγούμενη κατάσταση. Πολύ αργότερα εμφανίζεται και πάλι ο θεσμός τού ''Πνευματικού Πατρός'', παράλληλα με άλλες μορφές εξομολόγησης, π.χ. αλληλογραφία κ.λπ.
 
Η Β’ Παρουσία και η Συντέλεια
πιστευόταν ότι ήσαν εγγύς. Η ανάσταση των νεκρών απεικονιζόταν με το γνωστό
θρύλο του πτηνού φοίνικα (Κλήμης Ρώμης). Οι 6 Ημέρες της Δημιουργίας αντιστοιχούσαν με 6.000 χρόνια, η 7<sup>η</sup> Ημέρα με την έβδομη χιλιετηρίδα και η 8<sup>η</sup> Ημέρα (χιλιετηρίδα) με τη νέα εποχή, τον κόσμο της αιωνιότητας (Βαρνάβας). Η χιλιετής επί γης βασιλεία του Χριστού εκλαμβανόταν υλικά (Παπίας, Βαρνάβας)[3].
 
 
 
[1] Ο Harnack βεβιασμένα θεωρεί ότι εδώ βρίσκονται τα ίχνη όχι μόνο μιας υιοθετιστικής Χριστολογίας, αλλά και μιας πνευματικής Χριστολογίας.
 
[2] Πράξ. 20, 17, Α’ Πέτρ. 5, 1-2, Τίτ. 1, 5-7, Α’ Τιμ. 3, 1-2. Πρβλ. Γ. Κ ο ν ι δ ά ρ η, ''Περί της φερομένης διαφοράς μορφών εν τω πολιτεύματι του αρχαίου Χριστιανισμού'', Αθήναι 1959.
 
[3] Πρβλ. Α. Θ ε ο δ ώ ρ ο υ, ''Η περί Χιλιασμού ιδέα'', εν Αθήναις 1962.
 
== Δείτε επίσης ==