Απαρέμφατο: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Αναίρεση έκδοσης 4094862 από τον Olmav (Συζήτηση)Κύριο λήμμα που δεν υπάρχει
Γραμμή 3:
== Ελληνική γλώσσα ==
 
To '''απαρέμφατο''' είναι ονοματικός τύπος του [[ρήμα|ρήματος]], δηλαδή μίαείναι απόρηματικό τιςουσιαστικό. Παίρνει [[έγκλιση|εγκλίσεις]]άρθρο π.χ. το λέγειν, το πράττειν, το είναι, το λακωνίζειν, έχει πτώσεις (πλην κλητικής) :του λέγειν κ.λπ., αλλά άκλιτηδιατηρεί την μια και αμετάτρεπτημοναδιή του κατάληξη (-εν), -ειν,-σθαι,-θηναι κ.α. και συντάσσεται όπως το ουδέτερο ουσιαστικό ως Υποκείμενο, Αντικείμενο , Κατηγορούμενο κ.λπ.. Παίρνει άρνηση ου ή μη και Υποκείμενο πρόσωπο (αν είναι προσωπικού ρήματος) -αλλιώς συντάσσεται απροσώπως, συντάσσεται δε με Κατηγορούενο του Υ του ή του Αντικειμένου του, με Αντικείμενο και δέχεται επιρρηματικούς προσδιορισμούς τόπου, χρόνου κ.λπ., όπως οι άλλοι ρηματικοί τύποι. Κατά τη σημασία έχει ισχύ ουσιαστικού το πράττειν = η πράξη, το λέγειν = ο λόγος, η ομιλία, το είναι = η ύπαρξη, η ουσία κ.ο.κ.. Η ονομασία του σχηματίζεται από το στερητικό α + ''παρεμφαίνω'' (αποδεικνύω, ορίζω, φανερώνω, δηλώνω), επειδή είναι ο μόνος ρηματικός τύπος που δε φανερώνει το πρόσωπο του [[υποκείμενο|υποκειμένου]] ή τον αριθμό των προσώπων, αλλά κυρίως επειδή δεν δηλώνει σαφώς εννοιλογική-σημασιακή χροια - νόημα όπως οι εγκλίσεις Οριστική, Υποτακτική, Ευκτική και Προστακτική.Παραμένει στα όρια της "προφάνειας".
 
Το απαρέμφατο στη νέα ελληνική δεν χρησιμοποιείται μόνο του, παρά μόνο μαζί με το βοηθητικό ρήμα «έχω» για τον σχηματισμό των συντελεσμένων ρηματικών χρόνων: έχει λύσει, έχει πει κλπ. Ένα ρήμα μπορεί να έχει δύο απαρέμφατα, το ένα του ενεργητικού αορίστου (έχει δέσει) και το άλλο του παθητικού (έχει δεθεί).