Άγραφος νόμος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Ιερός (συζήτηση | συνεισφορές)
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Παρακαλώ μη βάζετε αμορφοποίητο κείμενο όπου τύχει
Γραμμή 8:
 
[[Κατηγορία: Δίκαιο|Αγραφος νομος]]
 
 
ΑΓΡΑΦΟΣ ΗΘΙΚΟΣ ΝΟΜΟΣ
 
καλείται η έμφυτη έκφραση μιας ηθικής παρόρμησης στον άνθρωπο για το τι οφείλει να πράττει (το καλό) και τι να αποφεύγει (το κακό)· ονομάζεται δε «άγραφος» (ή, κατά τούς απ. Παύλο και Μ. Φώτιο, «νόμος τού νοός») σε αντιδιαστολή αφενός με τον (προπτωτικό και μεταχριστιανικό «υπερφυσικό») πνευματικό (όπου, στην ουσία, ακυρώνεται η έννοια τού Νόμου υπό τής Θείας Χάριτος και των καρπών τού Αγίου Πνεύματος) νόμο (Ισαάκ ο Σύρος, Μάξιμος Ομολογητής, Γρηγόριος Παλαμάς), και αφετέρου με τους ανθρώπινους γραπτούς νόμους των νομοθετών (αρχόντων, πόλεων, πολιτειών κ.λπ.), που στηρίζονται είτε στη Φύση (φυσικό Δίκαιο), είτε στην Κοινωνία (πολιτικό Δίκαιο).
Ο άγραφος ηθικός νόμος πολλές φορές συγχέεται με το άγραφο Δίκαιο (unwritten law, ungeschriebenes Recht) ή με τον φυσικό Νόμο (Στωικοί). Και τούτο, γιατί η λέξη νόμος για τούς Αρχαίους Έλληνες σήμαινε και το έθος (τον άγραφο νό-μο) αλλά και τον πολιτικό (γραπτό) νόμο (Schmidt, σ. 248).
Ως προς το πρώτο, ο έμφυτος ηθικός νόμος, αν και περιλαμβάνει πολλά στοι-χεία τού άγραφου (πολιτικού ή εκκλησιαστικού και κανονικού) Δικαίου, δεν ταυτίζεται εξ ολοκλήρου με τα έθιμα (εθιμικό Δίκαιο), γιατί, ενώ το έθιμο εκφράζει μία ορισμένη χωροχρονικώς πολιτισμική περιοχή, ο άγραφος ηθικός νόμος αναφέρεται διαχρονικώς στην ανθρωπινότητα του ανθρώπου, καλύπτοντας ολόκληρη την ανθρωπότητα.
Ως προς τον δεύτερο, αν και υπάρχουν ομοιότητες μεταξύ ηθικού ή πολιτικού [π.χ. για τον Καλλικλή (Γοργίας 482c-483c), νόμος και ηθικότητας θεωρούνται ως ταυτόσημα] και φυσικού Δικαίου, εντούτοις υφίσταται μία ουσιώδης διαφορά: ενώ ο φυσικός νόμος είναι άκαμπτος, αδήριτος και σταθερός, διεπόμενος υπό τής δυνάμεως και της ανάγκης, ο ηθικός νόμος, μολονότι και αυτός έμφυτος (δηλ. φυσικός, και μά-λιστα μεταπτωτικός), διέπεται από την Αρχή τής ελευθερίας τής βουλήσεως του κάθε ανθρώπου. Έτσι, από τη φύση του ο άνθρωπος φαίνεται ότι ενέχει τόσο κάποιες βιο-ψυχικές δυνάμεις (βλ. φυσικό νόμο) που τον ωθούν στην ―όσο το δυνατόν― ανετό-τερη επιβίωσή του (βλ. εγωκεντρισμό και ορμή ζωής, κατά τον S. Freud), όσο και δυ-νάμεις που λειτουργούν ανασχετικώς ως προς το ένστικτο αυτοσυντήρησης (βλ. αλ-λοκεντρισμό) και τον συγκρατούν (βλ. ηθικό νόμο ή ορμή θανάτου, κατά Freud, ή αν-θρωπιστική συνείδηση, κατά τον E. Fromm). Η ενδοψυχική αυτή διάσταση εξηγείται θεολογικώς με το Προπατορικό Αμάρτημα.
Επίσης, ο άγραφος ηθικός νόμος μοιάζει με τη λεγόμενη «ηθική συνείδηση», αλλά δεν ταυτίζεται απολύτως με αυτή, καθότι ο άγραφος ηθικός νόμος αναφέρεται σε αυτή την ύπαρξη μιας εσωτερικής Ηθικής γενικώς, ενώ η ηθική συνείδηση αναφέρεται στη συνειδητοποίηση αυτής τής εσωτερικής Ηθικής από το Εγώ και στην ψυχική διαδικασία συμμόρφωσής του ή μη με αυτή.
Το έμφυτο του άγραφου αυτού ηθικού νόμου (βλ. Nativismum) υποστήριξαν από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα πολλοί φιλόσοφοι, πολιτει-ολόγοι, ανθρωπολόγοι, κοινωνιολόγοι, ψυχολόγοι και νευροθεολόγοι (Positivierung des Naturrechts), όπως και άλλοι που το αμφισβήτησαν (Rechtspositivismus).
Κατά τους πρώτους, ο ηθικός νόμος είναι έμφυτος και καθολικός στον άν-θρωπο. Οι Αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι και ποιητές (Ηράκλειτος, Πλάτων, Σοφοκλής, Ξενοφών, Στωικοί, Kant) δέχονταν την ύπαρξη του άγραφου ηθικού νόμου (που τον προσωποποιούσε μάλιστα η θεά Αθηνά), είτε υπό τη μορφή τής ηθικής ορμής ή «Δα-ιμονίου» (Σωκράτης), είτε ως «έλλογον» μόριο τής ψυχής (Αριστοτέλης, Ηθικά Νι-κομάχεια 1102 b, 16-25, Ρητορική 1368 b, 7-9. 1375 a, 31-35). Ομοίως και οι Ρωμαίοι ομιλούσαν για “lex naturae”.
Το έμφυτο του ηθικού νόμου τεκμαίρεται κατ’ αρχήν λογικώς από το γεγονός ότι, όπως το σώμα (που είναι φυσικό) διέπεται από τούς δικούς του (βιολογικούς) νό-μους, έτσι θα πρέπει και η ψυχή (που είναι τάξεως πνευματικής) να διέπεται από ανά-λογους (ηθικο-πνευματικούς) νόμους, αν, βεβαίως, δεχθούμε ότι ο άνθρωπος είναι διφυές ζώο.
Έπειτα, το έμφυτο του ηθικού νόμου αποδεικνύεται εμπειρικώς. Ο κάθε άν-θρωπος, σε όλες τις περιπτώσεις τής συμπεριφοράς του με τους συνανθρώπους του αλλά και τις περιστάσεις γενικώς τού βίου του, είναι σε θέση να ομολογήσει ότι πολ-λές φορές μία εσωτερική «φωνή» τον κατηύθυνε να πράξει έτσι ή αλλιώς. Ιδιαιτέρως, ο άνθρωπος αισθάνεται την ύπαρξη του νόμου αυτού μέσα του, όταν βρίσκεται προ αποφάσεων ύψι-στης ηθικής σημασίας, οπότε οι συστάσεις «οφείλεις», «πρέπει», «έ-χεις καθήκον» κ.λπ. καθίστανται έντονες και κατηγορηματικές. Ακόμα δε πιο έντονες προβάλλονται οι συστάσεις αυτές, όταν πρόκειται για αποτροπή από άδικες και πο-νηρές πράξεις.
Εξάλλου, το έμφυτο του ηθικού νόμου αναγνωρίζει και η Ψυχολογία, θεω-ρώντας ότι υπάρχει μία γενική τάση τού ατόμου να πράττει το ηθικό, αν και η τάση αυτή δεν είναι ισχυρή και γίνεται ασθενέστερη όσο περισσότερο διαφορετικές γίνονται οι συνθήκες υπό τις οποίες ενεργεί το άτομο (Παρασκευόπουλος, σ. 179).
Τέλος, το έμφυτο του άγραφου ηθικού νόμου βεβαιώνεται από την Ιστορία. Όλοι οι άνθρωποι και όλοι οι λαοί, ανεξαρτήτως τού χρόνου που έζησαν, του βαθμού τού πολιτισμού που ανέπτυξαν, της γλώσσας που μίλησαν, και της θρησκείας τους, παραδέχονται την ύπαρξη ενός άγραφου ηθικού νόμου, ο οποίος υπάρχει αρχαιότερος των γραπτών τους νόμων.
Σύμφωνα με τη χριστιανική Ηθική, ο άγραφος ηθικός νόμος, μολονότι «αμα-υρωμένος» (βλ. ζόφωση), έχει εναποτεθεί σε κάθε λογική ψυχή μέσω τού <κατ’ εικό-να> (Ρωμ. 2, 13-15. 7, 22-25, Μ. Βασίλειος, Ευσέβιος Καισαρείας, Ισίδωρος Πηλου-σιώτης, Γρηγόριος Παλαμάς κ.ά.), συνιστώντας Θείο δώρο (Γρηγόριου Θεολόγου, Λόγος ΙΔ’, 27): «Εξ αρχής πλάττων ο Θεός τον άνθρωπον, νόμον αυτώ φυσικόν εγκα-τέθηκε», σημειώνει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος (Εις τους Ανδριάντας 12, 3, MPG 49, 131). «Ώστε το θέλειν το καλόν, και το μη θέλειν το πονηρόν, άνωθεν ήν προκατα-βεβλημένον» (Ιω. Χρυσ., Εις Ρωμ. 13, 2, MPG 60, 510). Η προπτωτική αθωότητα (α-κακία, απάθεια, απουσία θλίψης, οδύνης, φόβου, αγωνίας και πονηράς επιθυμίας) των ψυχών των πρωτοπλάστων και η δυνατότητα, γενικότερα, της αναμαρτησίας (αγιότη-τας) τους προϋποθέτουν την παρουσία ηθικής ορμής. Πράγματι, η προς το αγαθό φορά τού ανθρώπου είναι φυσική (Ιω. Χρυσ., Εις Γέν. 12, 3, MPG 53, 101, Εις Α’ Κορ. 9, 4, MPG 61, 81). Πώς τα άλογα ζώα γνωρίζουν ποια χόρτα είναι κατάλληλα για τη διατροφή τους και ποια είναι επιβλαβή, και ο λογικός άνθρωπος δεν γνωρίζει στοιχε-ιωδώς το καλό και το κακό (φόνος, μοιχεία, κλοπή κ.λπ.), ερωτά ο αυτός ιερός Πατήρ (Εις Γέν. 16, 6, MPG 53, 132). Η εναρμόνιση φυσικού και ηθικού νόμου στον προπ-τωτικό άνθρωπο δεν σημαίνει ότι μεταπτωτικώς ο μεν φυσικός νόμος παραμένει εκτός τής Θείας Βουλής και Προνοίας (πρβλ. Deismum), ενώ ο ηθικός εντός τής δικαιο-δοσίας Του. Ανθρώπινη φύση και προαίρεση «εν Χριστώ» αγιάζονται και αυξάνονται (τελειοποιούνται) πνευματικώς μέσω τής πνευματικής άσκησης (γυμνασίας), κατά συνεργία Θείας Χάριτος και ανθρώπινης βούλησης.
Από την άλλη μεριά, άλλα φιλοσοφικά, κοινωνιολογικά και ψυχολογικά συσ-τήματα θεωρούν τον άγραφο ηθικό νόμο τού ανθρώπου ως εμπειρικό προϊόν (βλ. Empirismum) είτε τής εξελίξεώς του, είτε της μεταμελείας του μέσω τής Αρχής <trial and error>, είτε των προσαρμογών και ενδοβολών (introjections) του έναντι του φυ-σικού, κοινωνικού και πολιτικού (βλ. Αριστοτέλη, Σοφιστές, Bacon, Locke, J. S. Mill, Hume, Spencer, La Mettrie κ.ά.) περιβάλλοντός του (ψυχοκοινωνιολογική θεωρία). Όμως, έτσι δεν μπορεί να δικαιολογηθεί η υπάρχουσα ηθική τάση τού ανθρώπου (η οποία μάλιστα δεν ενεργεί πάντοτε απαγορευτικώς και αποτρεπτικώς αλλά και θετικώς, δηλ. προς την επιτέλεση του αγαθού), δεδομένου ότι αφενός ο άγραφος ηθι-κός νόμος είναι αρχαιότερος του γραπτού και αφετέρου η εφαρμογή τού γραπτού νό-μου δεν ταυτίζεται πάντοτε με την τήρηση του ηθικού νόμου. Αν ο άγραφος ηθικός νόμος είναι αποκλειστικώς προϊόν τής κοινωνίας και του περιβάλλοντος, τότε κάθε ανθρώπινη (ατομική ή συλλογική) Ηθική θα πρέπει να θεωρείται ορθή και τηρητέα, πράγμα που τόσο η Ιστορία, όσο και η εμπειρία, δεν επαληθεύουν πάντοτε, κάνοντας πολλές φορές λόγο, αντιθέτως, για παθολογικές, «ηλίθιες» (idiotisme moral), «τρελές» (J.-M. Guyau) ή «τυφλές» (T. A. Ribot) και απάνθρωπες Ηθικές.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Τσιτσίγκος Σ. Κ., «Άγραφος ηθικός νόμος», Μεγάλη Ορθόδοξη Χριστιανική Εγκυκλοπαίδεια, τ. Α’, 175-176, Αβούρης Σ. Ν., «Άγραφος ηθικός νό-μος», ΘΗΕ 1 (1962) 301-302· Γαλενιανός Μ. Β., «Ο Έμφυτος Ηθικός Νόμος στην Ορθόδοξη Χριστιανική Γραμματεία», ΚΟΙΝΩΝΙΑ 3 (2007) 269-277· Δημητρόπουλος Π. Χ., Ορθόδοξος Χριστιανική Ηθική, εν Αθήναις 1970· Κόρσος Δ., «Άγραφος νόμος», ΠΛΜ 2 (1997) 106-107· Παρασκευόπουλος Ι. Ν., Εξελικτική Ψυχολογία, τ. 3, Αθήνα 1984· Schmidt L., Η Ηθική των Αρχαίων Ελλήνων, τ. Α’, εν Αθήναις 1901· Τομασίδης Χ. Χ., Εισαγωγή στην Ψυχολογία, Αθήνα 2002· Τσιτσίγκος Σ. Κ., Η ψυχή τού ανθρώπου κατά τον ιερό Χρυσόστομο, Αθήνα 2000.