Αθάνατος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Ιερός (συζήτηση | συνεισφορές)
Νέα σελίδα: ΑΘΑΝΑΤΟΣ (επίθετο: ἀ + θάνατος), Immortal, Immortel, Unsterblich [Βλ. και αθανασία, αιώνιο, αιωνιότητα, άκτιστο...
(Καμία διαφορά)

Έκδοση από την 13:15, 19 Ιανουαρίου 2014

ΑΘΑΝΑΤΟΣ (επίθετο: ἀ + θάνατος), Immortal, Immortel, Unsterblich [Βλ. και αθανασία, αιώνιο, αιωνιότητα, άκτιστο και αφθαρσία]. Αθάνατος είναι αυτός που δεν υπόκειται σε φυσικό θάνατο: ο αιώνιος· αυτός που δεν έχει ούτε αρχή, ούτε τέλος. Για την φυσιοκρατική Μεταφυσική και Θεολογία, τα πράγματα αναπαράγονται ad infinitum. Το επίθετο αθάνατος χρησιμοποιείτο πολύ από τους Αρχαίους Έλληνες αναφορικά με τους θεούς τους. Στην Ορθόδοξη χριστιανική Δογματική και Υμνογραφία, το «Αθάνατος» αποδίδεται αποκλειστικώς στην (άκτιστη) Αγία Τριάδα και σε οτιδήποτε (υλικό ή πνευματικό) κτιστό καθίσταται, κατά Θεία Χάρη, αθάνατο (βλ. αφθαρσία). Παλαιότερα, μάλιστα, η έκφραση «άγιος αθάνατος» είχε προσλάβει παροιμιακή χρήση, ιδίως σε αγροτικούς πληθυσμούς τής χώρας, σημαίνοντας ένα πράγμα μεγάλης αντοχής ή το ξύλισμα και τον σωφρονισμό. Αλλ’, ενώ, κατά την Αγία Γραφή, βασιλιάς «των αιώνων», άφθαρτος και αόρατος είναι πραγματικώς μόνο ο Θεός (Α’ Τιμ. 1, 17), «ουκ αθάνατος υιός ανθρώπου» (Σ. Σειρ. 17, 30). Ως ουσιαστικοποιημένο το επίθετο αυτό δηλώνει: α) ένα φυτό (την αγαύη την αμερικανική, από όπου βγαίνουν οι «αθανατοκλωστές» και πλέκονται εργόχειρα, ιδίως στην Κεφαλονιά), β) ένα ειδικό νερό (το «Αθάνατο Νερό», κατά τη Λαογραφία), γ) όποιον δάγκωνε και έπινε το αίμα του (βλ. «απέθαντους») ένα vampire ή ένας βρικόλακας, σύμφωνα με κάποιους (λαϊκούς) θρύλους τής μεσαιωνικής (ανατολικής και δυτικής) Ευρώπης, και δ) διάφορα ελληνικά τοπωνύμια (π.χ. το χωριό Μελίβοια και ο οικισμός τού δήμου Ηρακλείου τής Κρήτης). Στη Νεοελληνική, το ως άνω επίθετο αναφέρεται μεταφορικώς σε πρόσωπα αλησμόνητα (αείμνηστα) ή διακεκριμένα (π.χ. Ακαδημαϊκούς), σε επίλεκτα στρατιωτικά σώματα (βλ. απαθανατίζω ή/και αιωνίζω) και ανθεκτικά στον χρόνο έργα, πράγματα ή καταστάσεις.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Τσιτσίγκος Σ. Κ., «Αθάνατος», Μεγάλη Ορθόδοξη Χριστιανική Εγκυκλοπαίδεια, τ. Β’, Λουκάτος Δ. Σ., «Αθάνατος», ΘΗΕ 1 (1962) 588-589· Vysheslavtsev B. P., The Eternal in Russian Philosophy, Grand rapids, MI and Cambridge, UK: Eerdmans, 2002· ΠΛΜ 3 (1997) 252.