Αθλομανία: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Ιερός (συζήτηση | συνεισφορές)
Νέα σελίδα: ΑΘΛΟΜΑΝΙΑ (ἆθλος + μανία), Athlomania [Βλ. και άθληση και αθλητισμός]. υπερβολική αγάπη ή ενασχόληση...
(Καμία διαφορά)

Έκδοση από την 13:21, 19 Ιανουαρίου 2014

ΑΘΛΟΜΑΝΙΑ (ἆθλος + μανία), Athlomania [Βλ. και άθληση και αθλητισμός].

υπερβολική αγάπη ή ενασχόληση με τον αθλητισμό· φανατική (νοητικώς, γλωσσικώς, βουλητικώς, συναισθηματικώς, ασυνειδήτως και πρακτικώς) απασχόληση με τα αθλητικά. Στην αθλομανία, η άθληση δεν αντιμετωπίζεται ως αθλοπαιδιά (σωματική άσκηση, γυμναστική ή ψυχαγωγία), sport ή hobby, αλλ’ ως ψυχικό ή συλλογικό (βλ. μαζική υστερία) πάθος (βλ. οπάδηση). Στην περίπτωση αυτή, βεβαίως, ο άνθρωπος δεν χρησιμοποιεί τον αθλητισμό, αλλ’ ο αθλητισμός τον χρησιμοποιεί! Η αθλομανία εκδηλώνεται α) με αυξημένη διεγερσιμότητα σε συνδυασμό με ευφορική διάθεση και νευρομυική υπερένταση, β) με λογόρροια και εριστικότητα, γ) με αυτοϋπερεκτίμηση, ιδίως όσον αφορά στη γνώση αθλητικών ζητημάτων, δ) με υπεραισιοδοξία (ειδικώς στους κυκλοθυμικούς) ή πείσμονα εμμονή (ειδικώς στους σχιζόθυμους) κατά την υποστήριξη προσωπικών τους απόψεων, ε) με επίταση ορισμένων ορμών, όπως τής επιθετικότητας και της απόκτησης δύναμης. Η αθλομανία καταλαμβάνει συνήθως τις νεαρές ηλικίες, μολονότι δεν απουσιάζει και από τούς μεγαλύτερους στην ηλικία, ιδίως σε περιόδους κοινωνικής, ιδεολογικής, πολιτικής και μιντιακής στροφής ευρύτερων κοινωνικών στρωμάτων σε παρακολούθηση αγώνων. Την αθλομανία μπορούμε να διακρίνουμε αφενός στην ατομική και τη συλλογική, και αφετέρου στην ήπια (βλ. κοινούς φιλάθλους) και τη βαριά (παθολογική). Ως βαθύτερα αίτια της αθλομανίας θα μπορούσε να διαβλέψει κανείς την, κατά ένα διαστρεβλωμένο και εκκοσμικευμένο τρόπο, κάλυψη του υπαρξιακού ― μεταφυσικού κενού τού ανθρώπου κάθε εποχής. Αυτό, μεταξύ των άλλων, φαίνεται και από τη «θρησκειοποίηση» ή «θεοποίηση» του κάθε αθλήματος από τους αθλομανείς: τη θέση τού «ιερού αντικειμένου» (θεού) εν προκειμένω υποκαθιστά π.χ. η μπάλα· «ναός» γίνεται το γήπεδο· «ιερείς» οι παίχτες και «εκκλησίασμα» οι θεατές. Και οι μεν πολύ «πιστοί» είναι οι αθλομανείς, ενώ οι μεγάλοι διεθνείς παίχτες είναι οι «Άγιοι»· «απολυτίκιο» δε των «Ιερών» ή «Αγίων» αυτών είναι ο ύμνος τής Ομάδας. Έπειτα, η αθλομανία «αποζημιώνει» κάποιες ψυχικές ανάγκες (όπως τού «ανήκειν», τής ακολουθίας προτύπων και της ταύτισης μαζί τους, της αναζήτησης ταυτότητας κ.λπ.) σε (εφηβικά κυρίως) πρόσωπα που ―για τον α’ ή β’ λόγο― δεν μπόρεσαν να τις ικανοποιήσουν με άλλους πιο «κοινωνικοποιητικούς» τρόπους. Άλλο αίτιο της αθλομανίας φαίνεται πως είναι το γενικότερο πνεύμα τής εποχής (βλ. αθλητικό πολιτισμό), σύμφωνα με το οποίο ―για διαφόρους λόγους (εθνοψυχολογικούς, εθνικούς, πολιτικούς, οικονομικούς, κοινωνικούς κ.λπ.)― δίδεται προτεραιότητα στον Αθλητισμό. Αναλόγως, λοιπόν, τής έντασης του πνεύματος αυτού προσδιορίζεται και ο αριθμός των αθλομανών ανά εποχή και τοπική κοινωνία· ακόμα δε, προσδιορίζονται και οι ποικίλες προτιμήσεις τους. Επίσης, πολλές φορές, για λόγους πολιτικού ή/και κοινωνικο-οικονομικού ανταγωνισμού, διενεργείται μία διεθνής διαφημιστική καμπάνια υπέρ διαφόρων αθλητικών αγώνων. Εξάλλου, πέρα από την ύπαρξη στις μέρες μας τού επαγγελματικού αθλητισμού και την ευρεία διάδοση αθλητικών στοιχημάτων, συχνά ασκείται λάθρα μία αθέμιτη συναλλαγή και κερδοσκοπία υπό το πρόσχημα της καλλιέργειας «φίλαθλου» δήθεν πνεύματος. Τα αποτελέσματα της αθλομανίας ―είτε σε προσωπικό, είτε σε συλλογικό επίπεδο― είναι επιζήμια, αν και οι αθλομανείς αισθάνονται ανακούφιση, ευχαρίστηση και ηδονή· πρόκειται, στην πραγματικότητα, για χορήγηση ενός ψυχο-αναλγητικού (βλ. coping). Η αθλομανία σήμερα συντηρεί πολλά επαγγέλματα, διακινώντας δισεκατομμύρια ευρώ ή δολάρια. Από την άλλη μεριά, όταν οι άνθρωποι, ιδίως όσοι διέπονται από κοινή ιδεολογία, βρίσκονται συγκεντρωμένοι στον ίδιο χώρο, λειτουργεί η λεγόμενη «ψυχολογία τού όχλου» (G. Le Bon), με έκρηξη κάθε απωθημένου πάθους (βλ. βία) και απρόβλεπτες συνέπειες (βλ. Hooliganism). Εντούτοις, η κοινωνική «εκτόνωση» αυτή θεωρείται από κάποιους κοινωνιολόγους ως λυσιτελής κοινωνικώς εκδήλωση που εκφορτίζει μεγάλα ποσά ορμέμφυτης ομαδικής δραστηριότητας. Κάθε, πάντως, ολοκληρωτική ομαδοποίηση (βλ. μαζοψυχή) οδηγεί τα άτομα στην κατάργηση της προσωπικότητάς τους και στον αγελαίο τρόπο ζωής (βλ. Κομφορμισμό). Πολιτεία, Οικογένεια, Σχολείο, Κοινωνία και Εκκλησία, μέσω τής κατάλληλης αγωγής, θα πρέπει να προλαμβάνουν τη γένεση, ιδίως στα παιδιά, τού πάθους τής αθλομανίας, ενώ, αντιθέτως, να καλλιεργούν το υγιές φίλαθλο ενδιαφέρον. Ως γνωστό, ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός έδινε υπερβολική αξία στην εκγύμναση του ανθρωπίνου σώματος για την απόκτηση ευεξίας. Ωστόσο, ο Αριστοτέλης (Ηθ. Νικομ. 1104a) είχε ήδη παρατηρήσει ότι «τα τε υπερβάλλοντα γυμνάσια και τα ελλείποντα φθείρει την ψυχήν». Πράγματι, κατά τον E. Kretschmer, ο λεγόμενος «αθλητικός τύπος» ανθρώπου διακατέχεται, παραδόξως, από δειλία και ιδεαλισμό. Η Αγία Γραφή αναφέρεται στη σωματική και πνευματική άθληση είτε υπό τη μεταφορική έννοια τού όρου (Β’ Τιμ. 2, 5), είτε υπό τού σωματικού (Δ’ Μακ. 6, 10), ψυχικού και πνευματικού κυρίως αγώνα (Σ. Σολ. 4, 2, Εβρ. 10, 32), ή/και υπό την έννοια αυτού ακόμα τού μαρτυρίου: «θεοσέβεια δε ενίκα τούς εαυτής αθλητάς στεφανούσα» (Δ’ Μακ. 17, 15). Οι Ανατολικοί Πατέρες τής Εκκλησίας, ακόμα δε και αυτοί οι Νη-πτικοί, διατηρώντας το μέτρον και ενδιαφερόμενοι εξίσου για το σώμα και την ψυχή, δεν αποσκορακίζουν παντελώς τη σωματική άθληση, αλλά συνιστούν την «κατά δύναμιν (σωματική) άσκησιν» (Ησύχιου, Προς Θεόδουλον, ογ’, Μάξιμου Ομ., Περί Αγάπης Κεφαλαίων Εκατοντάς Τετάρτη, ξγ’). Γενικώς, η Ορθόδοξη Εκκλησία, μεταστοιχειώνοντας το περιεχόμενο και τη μορφή τής αρχαιοελληνικής «ιερής άσκησης» από μία φυσιοκρατική, ανθρωποκεντρική και παγανιστική τελετή σε βοηθητικό μέσον ανάπτυξης και ωρίμανσης του ανθρωπίνου προσώπου, καταδικάζει την αθλομανία ως μάταιη δαπάνη ενέργειας και χρόνου, και ως παράγοντα ―ιδίως στη συλλογική της μορφή― ειδωλοποίησης, αδιαλλαξίας, διενέξεων, συμπλοκών, άγχους, παρόργισης, παραφοράς και αποκτήνωσης του ανθρώπου, ενώ, αντιθέτως, επαινεί την υγιή και σώφρονα ψυχοσωματική άσκηση ως προληπτικό «φάρμακο» της ψυχής και του σώματος (βλ. κινησιοθεραπεία) κατά τής αποκάρωσης, της οκνηρίας, της αποχαύνωσης, της αμέλειας, της νωθρότητας και της ακηδίας: «Γυμνάσωμεν τον νουν προς ευσέβειαν, εί γε η σωματική κατώρθωται γυμνασία. Η γαρ σωματική γυ-μνασία, προς ολίγον εστίν ωφέλιμος, παιδικοίς εοικυία μαθήμασιν· η δε ευσέβεια προς πάντα ωφέλιμός εστι, την εν τή ψυχή κατασκευάζουσα ευεξίαν, τοίς εφιεμένοις τής κατά τών αντιπάλων παθών νίκης» (Νείλου Ασκητή, Λόγος Ασκητικός). Μάλιστα δε, την τελευταία αυτή διάσταση της άθλησης οι Πατέρες συνάντησαν και σε αυτούς τούς Αρχαίους Έλληνες: «Τῶν δέ σωμάτων θηλυνομένων καί αἱ ψυχαί ἀῤῥωστότεραι γίγνονται», κατά τον Ξενοφώντα (Οικονομικός 4, 2). Έτσι, ο ιερός Χρυσόστομος (Εις Φιλιπ. 15, 5, MPG 62, 294, Εις Εβρ. 30, 1, MPG 63, 209), με βάση την Παύλεια αντίστοιχη Θεολογία, παρομοιάζει την ηθική άσκηση με αυτήν τού αθλητή. Αν στους αθλητικούς αγώνες, λέει, δεν μπορεί κανένας να πάρει το έπαθλο χωρίς θλίψη, παρά μόνο αν ήθελε να οπλίσει τον εαυτό του με κόπους, με τη στέρηση κάποιων φαγητών και ειδική δίαιτα, με σκληρή προπόνηση και με πολλά άλλα, πολύ περισσότερο αυτό συμβαίνει εδώ.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Τσιτσίγκος Σ. Κ., «Αθλομανία», Μεγάλη Ορθόδοξη Χριστιανική Εγκυκλοπαίδεια, τ. Β’, , Χριστινάκη - Γλάρου Ε., «Αγών – Άθλησις – Γυμνασία. Συμβολή στην ορολογία των ιερών κανόνων», Εκκλησιαστικός Φάρος ΟΗ΄ (2007) 143–204· Μητρ. Ιερόθεου, Το σώμα του Ανθρώπου, η άσκηση και η άθλησή του, Αθήνα 2002· Κεφαλά Ν., Περί γυμναστικής, Αθήναι 1901· Κωτσιόπουλος Κ. Π., Αθλητισμός και Ολυ-μπισμός, Θεσσαλονίκη 2006· Kretschmer E., Körperbau und Charakter, Berlin: Springer 1961· Le Bon L., La psychologie des foules, 1895· Μαρκαντώνης Ι. Σ., «Αθλομανία», ΘΗΕ 1 (1962) 847.